Ολοκληρώθηκε το διήμερο εκδηλώσεων “η πόλη πέρα από τις εκλογές” της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης Θεσσαλονίκης – Οι συζητήσεις της 2ης ημέρας

Με τη συζήτηση για το ζήτημα του νερού, της τροφής και της στέγασης ολοκληρώθηκε την Παρασκευή, το διήμερο εκδηλώσεων της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης Θεσσαλονίκης, «η πόλη πέρα από τις εκλογές», που πραγματοποιήθηκε στη Ροτόντα. Η εκδήλωση ξεκίνησε με την εισήγηση της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης Θεσσαλονίκης, ακολούθησε η τοποθέτηση του προέδρου του σωματείου της ΕΥΑΘ Γιώργου Αρχοντόπουλου για τους αγώνες του νερού και στη συνέχεια παρουσιάστηκαν οι εισηγήσεις ερευνητριών με κριτική στο σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο και την ποιότητα τροφής. Στο τέλος, το λόγο πήρε μέλος της πρώην κάτοικος της εκκενωμένης κατάληψης στέγης, λεωφόρου Νίκης 67 για να ακολουθήσει, έπειτα, στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης,  συζήτηση των συμμετεχόντων με τον κόσμο που παρευρέθηκε εκεί.

«Με βασικές ανάγκες όπως στέγη, τροφή, υγεία και εκπαίδευση να γίνονται όλο και πιο απλησίαστες για την κοινωνική βάση, η συλλογικοποίηση αποκτά όλο και πιο ζωτική σημασία» ήταν το θέμα που τέθηκε από τον εισηγητή της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης Θεσσαλονίκης με προβληματισμό ως  προς τα παρακάτω βασικά ερωτήματα: «πώς θα καταφέρουμε να επιστρέψουμε σε έννοιες όπως η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη, όταν το κράτος ως εγγυητής  της κοινωνικής αναπαραγωγής προβάλλει και προωθεί τον κανιβαλισμό και την ατομικότητα; Πώς θα δώσουμε ξανά νόημα σε ζητήματα όπως αυτό του δημόσιου χώρου, αν αυτός δεν υπάρχει ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, υπάρχει αλλά δεν έχουμε πρόσβαση σε αυτόν;»

 Ο πρόεδρος του σωματείου της ΕΥΑΘ παρουσίασε τους αγώνες για το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του νερού, μιλώντας μεταξύ άλλων για την παντελή έλλειψη δημόσιων βρυσών στην πόλη λόγω συμφερόντων και για την άρνηση της τοπικής αυτοδιοίκησης Ζέρβα, στο αίτημα του σωματείου της ΕΥΑΘ να τοποθετηθούν σε κεντρικά σημεία 12 δημόσιες βρύσες και αυτές να τοποθετηθούν μάλιστα, χωρίς κόστος, από το ίδιο το σωματείο. Από το 2007  ξεκίνησε ένας μεγάλος αγώνας του σωματείου της ΕΥΑΘ πλαισιωμένου από τα κινήματα και την κοινωνία της Θεσσαλονίκης και που κορυφώθηκε με μια πολύ μεγάλη συναυλία στην πλατεία Αριστοτέλους καταλήγοντας σε πέντε αποφάσεις από το ΣΤΕ κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού, ώστε να βγει η ΕΥΑΘ απ’ το υπερταμείο – ΤΑΙΠΕΔ. Επίσης ο αγώνας αυτός οδήγησε στο άνοιγμα ενός κοινωνικού τιμολογίου με δωρεάν νερό ή μειωμένη τιμή κατά 50% σε ευάλωτες ομάδες πολιτών. Το 2022 η κυβέρνηση Ν.Δ. με πρωτοφανή τρόπο είχε ακυρώσει στη βουλή απόφαση του ΣΤΕ και τον Ιούλιο που μας πέρασε η ΕΥΑΘ επέστρεψε τελικά το 51% των μετοχών της στο δημόσιο. Με τη διαπίστωση του προέδρου του σωματείου της ΕΥΑΘ ότι έχουμε ακόμη δρόμο στον αγώνα για το νερό, έθεσε στο τέλος το ερώτημα του τι θα κάναμε αν η ΕΥΑΘ ήταν ιδιωτική, δηλ. της γαλλικών συμφερόντων Σουεζ; Όλο το κόστος συντήρησης , άρδευσης, αποχέτευσης και ύδρευσης θα το επωμιζόταν η κοινωνία. Το νερό δηλ. αντιμετωπίζεται από κράτος και κεφάλαιο ως καταναλωτικό προϊόν και όχι ως πρώτης ανάγκης, βασικό αγαθό.

Στις εισηγήσεις των ερευνητριών που ακολούθησαν για το ζήτημα της τροφής, παρουσιάστηκε το πώς και η τροφή παράγεται σήμερα και διαχειρίζεται ως εμπορικό, καταναλωτικό προϊόν και όχι ως αγαθό στο πλαίσιο ενός σύγχρονου παραγωγικού, αγροτοδιατροφικού  μοντέλου βιομηχανοποιημένης γεωργίας σε όλες τις διαδικασίες που το διέπουν. Και εδώ, όπως με το νερό, κολοσσοί εταιρειών και αγροτικά λόμπυ βάζουν την εμπορική ταυτότητα στα αγαθά και διαχειρίζονται τις εφοδιαστικές αλυσίδες διανομής με διακύβευμα το κέρδος, έτσι χάνεται η έννοια της τοπικότητας. Κι όταν λέμε τοπικότητα, εννοούμε την αντοχή ενός συστήματος να παράξει. Δηλ. τη δυναμική της παραγωγής. Παράλληλα, η πλήρης εκβιομηχάνιση στην επεξεργασία της τροφής οδηγεί στην «έτοιμη τροφή» με μεγαλύτερο χρόνο ζωής για να μπορεί να μείνει περισσότερο στα ράφια και να καταναλωθεί με την όποια υποβάθμισή του ποιοτικά. Το ζήτημα της τουριστικοποίησης συνδέεται και με το ζήτημα της τροφής όταν η τοπικότητα αντικαθίσταται από το τουριστικό προϊόν με ετικέτα. Το σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας επιβαρύνει το περιβάλλον, καθώς ρημάζουν οι φυσικοί πόροι, χάνεται η βιοποικιλότητα και το νερό που χρειάζεται για να παραχθεί η τροφή και η ενέργεια γίνονται εμπόρευμα. Όλα αυτά συντελούν στις οικοσυστημικές κρίσεις που αντιμετωπίζουμε ολοένα και περισσότερο σήμερα, στις αποψιλώσεις δασών και στην κλιματική κρίση που είναι ανθρωπογενής. Τα πιο πολλά πλημμυρικά επεισόδια προκύπτουν όταν τα οικοσυστήματα χάνουν τους αμυντικούς μηχανισμούς αυτοΐασης που διαθέτουν  όπως η βιοποικιλότητα, έτσι ώστε να ισορροπήσουν και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος επηρεάζει την ποιότητα τροφής.

Απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα γύρω από το ζήτημα της ποιότητας της τροφής αναπτύχθηκαν διάφορα κινήματα αντίστασης με δράσεις και ενέργειες προτάσσοντας την αειφόρο, αναγεννητική, βιολογική γεωργία. Επιπλέον ως προς το ζήτημα της εφοδιαστικής αλυσίδας, καλλιέργησαν την κουλτούρα για προμήθεια της τροφής από παραγωγούς που βρίσκονται κοντά σ’ εμάς, έθεσαν το ζήτημα της εκτός από ποιοτικής, δίκαιης και οικονομικής τροφής, ενώ υπήρξαν και κινήματα ενάντια στα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα. Τα κινήματα αντίστασης που αναπτύχθηκαν έδωσαν απαντήσεις και λύσεις ως προς την ποιότητα και την ασφάλεια της τροφής,  όμως το ζήτημα του υψηλού κόστους παραμένει.

Σε θεωρητικό και ερευνητικό επίπεδο επικράτησαν δύο διαφορετικές προτάσεις. Η «αποανάπτυξη» και η «πράσινη συμφωνία». Η πρόταση της αποανάπτυξης αντιμετωπίζει το οικονομικό θέμα με μικρότερη παραγωγή, βιωσιμότητα και ποιότητα ζωής, ενώ η  πράσινη συμφωνία που επικράτησε στην πράξη ως μοντέλο, αξιοποιεί τις τεχνολογικές λύσεις στα ζητήματα της ενέργειας π.χ. με ανεμογεννήτριες, πιο εξελιγμένα λιπάσματα, την αυξανόμενη χρήση των φυσικών πόρων. Άρα θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω ενέργειες και δράσεις στο κυρίαρχο μοντέλο με την απομεγέθυνση.

Στη δεύτερη ερευνητική εισήγηση παρουσιάστηκαν διάφορα συλλογικά εγχειρήματα στον τομέα της τροφής. Η  ιδιοκαλλιέργεια με τους περιαστικούς λαχανόκηπους όπως η ΠΕΡΚΑ, τα εγχειρήματα κοινωνικά υποστηριζόμενης γεωργίας με την απευθείας προμήθεια της τροφής από  παραγωγούς σε καταναλώτριες με καλάθι εβδομαδιαίας προμήθειας και μηνιαία προκαταβολή ώστε να μειωθεί και το ρίσκο παραγωγής, αγορές χωρίς μεσάζοντες , συνεταιρισμούς τροφίμων και συλλογικές κουζίνες. Όλα τα εγχειρήματα και οι πρακτικές αντίστασης στον τομέα της τροφής, αν και συναντούν αρκετά εμπόδια με τους θεσμικούς όρους, αποδεικνύουν στην πράξη πως η τοπικότητα βοηθάει στον εκδημοκρατισμό του αγροτοπαραγωγικού συστήματος  και στη μείωση των τροφικών αποβλήτων. Οι εισηγήσεις ολοκληρώθηκαν με την διαπίστωση ότι: «ζούμε καλύτερα , αλλά τρώμε καλύτερα με λιγότερο κόστος,  «από κοινού»».

Εκτός από το ζήτημα της τροφής, τέθηκε και το ζήτημα της στέγασης με τις εναλλακτικές της. Όλο και πιο σοβαρό είναι το πρόβλημα της στέγασης στην πόλη με τις εξώσεις και τις εξωφρενικές αυξήσεις των ενοικίων. Αν και στο ζήτημα των εξώσεων έχουν γίνει αρκετές κινητοποιήσεις δίνοντας κάποιες λύσεις,  στο ζήτημα των ενοικίων δεν έχει δοθεί ακόμη λύση κινηματικά, με την αυθαιρεσία να κυριαρχεί. Αυτό ίσως οφείλεται σε διάφορους παράγοντες όπως η διαχρονική κουλτούρα της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, η αντιπαροχή με την καθολική τσιμεντοποίηση των πόλεων και το ότι η δημόσια περιουσία είναι λίγη, ανήκει σε φορείς όπως η εκκλησία και δεν αποδίδεται στους πολίτες με ευνοϊκούς όρους, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τις προηγούμενες δεκαετίες έγιναν αρκετές καταλήψεις πολιτικών ομάδων και στέγης . Για την πρώτη αμιγώς κατάληψη στέγης, της «Λεωφόρου Νίκης 67», τοποθετήθηκε στην εκδήλωση, πρώην κάτοικος. Αναφέρθηκε στη συνύπαρξη και στη διαχείριση  θεμάτων που προέκυψαν. «Η Νίκης άνοιξε την πόρτα του σπιτιού μας σε οικογένειες μεταναστών, χωρίς καμιά εγγύηση καθώς δεν γνωριζόμασταν, άρα χρειάζονταν κανόνες που μπήκαν όπως στο ζήτημα της θρησκείας. Το θρησκεύεσθαι είναι ατομικό δικαίωμα για τον καθένα, αλλά στο δωμάτιό του και όχι στους κοινόχρηστους χώρους».

Αναφερόμενος στο πρόβλημα έλλειψης στέγης στην πόλη, μίλησε για την κυριαρχία της πλατφόρμας, (airbnb). Η βραχυχρόνια μίσθωση αυξάνει το κόστος που είναι γίνεται πιο προσοδοφόρο για τους ιδιοκτήτες. Για τους ενοίκους που μεγάλη πλειοψηφία τους είναι οι φοιτητές και φοιτήτριες,  η διαβίωση είναι απαράδεκτη. Η στέγη που περισσεύει είναι μικρά, ανήλιαγα, στενάχωρα και καταθλιπτικά σπίτια – δωμάτια. Το κέντρο και η περιφέρειά του τουριστικοποιούνται διώχνοντας τους ανθρώπους έξω από το κέντρο της πόλης  και την περιφέρειά του. Καταργείται η γειτονιά, αλλάζει η δομή και η συμπεριφορά της πόλης. Μία εναλλακτική είναι οι καταλήψεις , παρά την έλλειψη του κοινωνικού αφηγήματος και την επικράτηση του ρεαλισμού της εξουσίας. Να επανεφεύρουμε τη συλλογική ζωή, να ενοικιαστούν σπίτια με συλλογικό τρόπο. Στο ζήτημα του πώς να αντιμετωπιστούν τα υπέρογκα ενοίκια με την αυθαίρετη αντικειμενική αξία του ενοικίου, θα μπορούσε να είναι η καθολική άρνηση πληρωμών μέσα από μεγάλες συλλογικές διαδικασίες. Σημαντική οικονομική δύναμη στην πόλη είναι οι φοιτητές, γι΄ αυτό θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό σε κάτι τέτοιο, μέσα από την κινητοποίηση στους συλλόγους τους. Να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κίνημα που να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες, ώστε να πέσουν τα ενοίκια. Η εισήγηση έκλεισε με την προτροπή: «να ξαναβρούμε τη συλλογική συνύπαρξη μέσα από την κατοικία».

Μοιραστείτε το άρθρο