ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: “Οι Δωσίλογοι”
Όταν η ιστορία αποδίδει Δικαιοσύνη

Του Κώστα Παπαδάκη

Πρόσφατα έγινα αποδέκτης τιμητικής πρόσκλησης από τον γνωστό ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη να συμμετάσχω στην παρουσίαση το βιβλίου του «Οι δωσίλογοι» που κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδόσεις «αλεξάνδρεια»). Το βιβλίο αυτό, καθώς και εκείνο του Δημήτρη Κουσουρή, που είχε γραφτεί αρκετά χρόνια παλιότερα, με τίτλο «Δίκες των δοσιλόγων 1944-1949» (Εκδόσεις Πόλις 2014) αποτελούν κατά την γνώμη μου τα κορυφαία μέχρι σήμερα βιβλία που έχουν γραφτεί για το ζήτημα. Και τα δύο αποτελούν αποτέλεσμα μακράς, εξαντλητικής, αυθεντικής και πρωτότυπης έρευνας των συγγραφέων τους και αποτυπώνουν με πολύ μεγάλη ακρίβεια και πληρότητα την ιστορική αλήθεια για το θέμα.

Η συμμετοχή μου στην παρουσίαση του βιβλίου επέτεινε έναν προβληματισμό που με διακατείχε εδώ και χρόνια όσον αφορά την υιοθέτηση και επικράτηση του όρου «δωσίλογοι». Γιατί ως δικηγόρος γνωρίζω, όπως και όλοι οι νομικοί, ότι η έννοια αυτή είναι διατυπωμένη στον Αστικό Κώδικα (ρητά στο άρθρο 303 και ως έννομη σχέση σε πλειάδα διατάξεων του Α.Κ, του Εμπορικού Νόμου κ.α.) χωρίς να έχει τον απαξιωτικό χαρακτήρα με τον οποίον έχει παραδοθεί στην ιστορία. Σύμφωνα με το άρθρο 303 Α.Κ. : «Όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται».

Η διαφορετική ορθογραφία της λέξης (ιδίως η οριστικοποίηση του «δοσίλογος» αντί «δωσίλογος») οφείλεται μάλλον στη μεταγλώττιση του Αστικού Κώδικα με το Π.Δ. 456/1984. Έως τότε η λέξη γραφόταν και με τους δύο τρόπους. Σήμερα στη νομική της έννοια γράφεται με ο και στην ιστορική της συνήθως με ω.

Συνεπώς, ο δοσίλογος δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που στην καθομιλουμένη συνήθως χαρακτηρίζουμε ως υπόλογο. Και η ιδιότητα αυτή απαντάται όχι μόνο στο ιδιωτικό δίκαιο, που ρυθμίζεται από τον Αστικό Κώδικα, μέρος του οποίου (ιδιωτικού δικαίου) αποτελεί και το Εμπορικό, αλλά και στο Δημόσιο Δίκαιο, και αφορά κάθε διαχειριστή δημόσιας περιουσίας, υπόλογο, διατάκτη κλπ. Με άλλα λόγια, ο δοσίλογος είναι ένα πρόσωπο το οποίο μέσα από την διαμόρφωση των συναλλαγών του ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου είναι υπόχρεο να λογοδοτήσει και η υποχρέωσή του αυτή προς λογοδοσία, όταν εκπληρώνεται, τον καθιστά δοσίλογο και η αξιολόγηση της εξαρτάται από το αν αυτή ανταποκρίνεται στους κανόνες υπό τους οποίους υποχρεούται να διεξάγει την διαχείριση της περιουσίας για την οποία λογοδοτεί και αξιολογείται από τον δεξίλογο, που είναι συνήθως ο ιδιοκτήτης της περιουσίας την οποία διαχειρίστηκε ο δοσίλογος.

Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αστικός Κώδικας, που περιλαμβάνει το άρθρο 303 που αναφέρθηκε και τέθηκε σε ισχύ την 01.03.1946. Βέβαια, είχε νομοθετηθεί πριν τεθεί σε ισχύ : Με τον Α.Ν. 2250/1940 ο Α.Κ. και με τον Α.Ν. 2783/1941 ο Εισαγωγικός του Νόμος. Αλλά και πριν τη νομοθέτηση προηγήθηκε μια σχετικά μακρά και ανώμαλη περίοδος νομοπαρασκευαστικών εργασιών ήδη από το 1930 και προφανώς η λέξη αυτή είχε συμπεριληφθεί στα σχετικά προσχέδια, όπως στη βιβλιογραφία αναφέρεται. Ίσως και να υπήρχε σε κάποιους από τους προγενέστερους Αστικούς Κώδικες που συγχωνεύθηκαν και καταργήθηκαν μετά την θέση σε ισχύ του παρόντος (Πολιτικός Νόμος 1835, που ήταν σε μεγάλο βαθμό αντιγραφή της Εξάβιβλου του Αρμενόπουλου, και διάφοροι τοπικοί Αστικοί κώδικες, όπως Ιόνιος, Σαμιακός, Κρητικός κλπ). Σύμφωνα με τον Στέφανο Κουμανούδη («Συναγωγή νέων λέξεων…»), η λέξη εισήχθη στο ελληνικό λεξιλόγιο περί το 1840.

Άρα η νομική έννοια του δοσίλογου δεν παριστά κάτι απαξιωτικό και υποτιμητικό, αλλά μια συχνή σε ιδιωτικό και δημόσιο δίκαιο έννομη ιδιότητα με τα χαρακτηριστικά και τις υποχρεώσεις που προαναφέρθηκαν.

Τότε όμως γιατί οι προδότες και οι συνεργάτες των Γερμανών χαρακτηρίστηκαν απλώς «δωσίλογοι» ; Και γιατί η λέξη «δωσίλογοι» σήμερα έχει φτάσει να θεωρείται ύβρις ;

Οι έννοιες, προτού διατυπωθούν με την γραφίδα του νομοθέτη, διαπλάθονται ευρύτερα μέσα στην κοινωνική εξέλιξη από την πολιτική. Η αναδρομή στη νεώτερη ελληνική ιστορία ανασύρει την λέξη «δωσίλογοι» για πρώτη φορά την περίοδο της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, της πτώχευσης δηλαδή του ελληνικού κράτους, όπου ένα λαϊκό κύμα οργής ζητούσε να δοθεί λόγος από όσους διαχειρίστηκαν την δημόσια περιουσία και οδήγησαν την χώρα στη χρεωκοπία. Μια δεύτερη ανάσυρση διαπιστώνεται αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή και την επικράτηση του κινήματος Πλαστήρα, όπου και πάλι συγκροτείται η Ανακριτική Επιτροπή Δωσιλόγων Μικράς Ασίας, προκειμένου να εξετάσει και την οικονομική διαχείριση της μικρασιατικής εκστρατείας. Μία τρίτη ανάσυρση, ιδιαίτερα πρόσφατη τότε και από κάθε άποψη απεχθής ήταν ότι με την ίδια λέξη «δωσίλογοι» χαρακτήριζε η …δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου όσους είχαν συμμετάσχει στην κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά διότι ενέπλεξαν την Ελλάδα στον πόλεμο του 1940 με συνέπεια την τριπλή της κατοχή.

Η κυβερνητική επιλογή του χαρακτηρισμού «δωσίλογοι» σχετικά με την αντιμετώπιση των συνεργατών των Γερμανών την περίοδο κατοχής δεν έχει θεσμικά τουλάχιστον τις ρίζες της στο Εθνικό Συνέδριο του Λιβάνου, αντικείμενο του οποίου μεταξύ άλλων υπήρξε και η αντιμετώπιση του ζητήματος των συνεργατών των Γερμανών. Σε εκπλήρωσή του, το πρώτο σχέδιο νόμου περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού που ετοίμασε ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Θεμιστοκλής Τσάτσος περιείχε τον όρο «συνεργασθέντες», όπως άλλωστε και η πρόσφατη τότε γαλλική νομοθεσία (της προσωρινής κυβέρνησης της ελεύθερης Γαλλίας στο Αλγέρι, 1943), καθώς και στην Ordonnace της 26.6.1944. Γιατί η συνεργασία εθεωρείτο και σωστά ως συνώνυμο της προδοσίας. Στην ελεύθερη Ελλάδα, την ίδια περίοδο, ο μοναδικός νόμος για τους συνεργάτες του κατακτητή ήταν η νομοθετική πράξη υπ’ αριθμόν 8/24.03.1944 της Κυβέρνησης του Βουνού (Π.Ε.Ε.Α.= Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), η οποία προέβλεπε ότι :

«Όποιος συνεργάζεται με τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους κατακτητές στην καταπολέμηση του εθνικού αγώνα και την καταπίεση του ελληνικού λαού είτε με την συμμετοχή του στην δήθεν κυβέρνηση που αυτοί εγκαθίδρυσαν είτε με την κατάταξη του στα τάγματα ασφαλείας που συγκρότησαν, είτε με την υποστήριξη του σε αυτά τα όργανα των κατακτητών, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, κηρύσσεται εχθρός της πατρίδας, ένοχος εσχάτης προδοσίας και τιμωρείται με την ποινή του θανάτου και με δήμευση της περιουσίας του».

Νομικά αξιοσημείωτα στο περιεχόμενο της πράξης αυτής, η οποία υποθέτω ότι συντάχθηκε δια χειρός Αλέξανδρου Σβώλου, κορυφαίου συνταγματολόγου και νομομαθούς, Προέδρου της Π.Ε.Ε.Α., είναι τα ακόλουθα :

α) Η μη θέσπιση αναδρομικότητας, επιλογή που καταδεικνύει ιδιαίτερο σεβασμό στην αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege», αφενός με την επιλογή του ενεστώτος χρόνου, που δείχνει ότι η πράξη αυτή εφαρμόζεται από τώρα και στο εξής και αφετέρου η έλλειψη αναφοράς στην συνεργασία με τους Ιταλούς, που είχαν πλέον από τον Σεπτέμβριο 1943 συνθηκολογήσει και αποχωρήσει από την Ελλάδα και

β) Η θέσπιση ενός εγκλήματος συμπεριφοράς το οποίο δεν προαπαιτεί την πρόκληση και επέλευση οποιουδήποτε αποτελέσματος για την στοιχειοθέτησή του.

Η πράξη αυτή ίσχυσε στα όρια της επικράτειας που ασκούσε πολιτική εξουσία η Π.Ε.Ε.Α., η μια από τις τρεις κυβερνήσεις του ελληνικού κράτους την περίοδο εκείνη, αφού φυσικά υπήρχε και η κυβέρνηση του δωσίλογου Ιωάννη Ράλλη, αλλά και η κυβέρνηση του Καΐρου, του Γ. Παπανδρέου.

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Ράλλη καταργήθηκε στην πράξη με την αποχώρηση των Γερμανών (νωρίτερα με διάφορες νομοθετικές πράξεις των άλλων κυβερνήσεων), η Π.Ε.Ε.Α. στις 5.11.1944 αυτοδιαλύθηκε και το νομοθέτημα το οποίο ταυτόχρονα θεσπίστηκε για να αντιμετωπίσει τους συνεργάτες των Γερμανών ήταν η υπ’ αριθμόν 1/03.11.1944 Συντακτική Πράξη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας «περί επιβολής ποινικών κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού» (ΦΕΚ 12/06.11.1944).

Σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής :«Όστις κατά την διάρκειαν της εχθρικής κατοχής συνειργάσθη εκ προθέσεως προδοτικώς μετά του εχθρού, εντεύθεν δε προέκυψε οιαδήποτε ωφέλεια εις αυτόν ή ζημία εις τον εθνικόν και συμμαχικόν αγώνα ή εις Έλληνας πολίτας ή εις πολίτας συμμάχου κράτους τιμωρείται κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου».

Χαρακτηριστικά της διάταξης αυτής ήταν η συρρίκνωση της αντικειμενικής υπόστασης του προβλεπομένου αδικήματος, καθώς, συγκρινόμενο με την διάταξη της νομοθετικής πράξης της Π.Ε.Ε.Α., παρουσιάζει τις ακόλουθες διαφορές :

α) Δεν αρκείται στην συνεργασία όπως η Π.Ε.Ε.Α. («Όποιος συνεργάζεται»),, αλλά απαιτείται να συνεργάζεται εκ προθέσεως (λες και θα μπορούσε να συνεργάζεται και …..από αμέλεια) «προδοτικώς», δηλαδή η συνεργασία αυτή να γίνεται κατά τρόπο που κρίνεται «εκ προθέσεως προδοτικός μετά του εχθρού». Άρα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με την αριστερά να κατέχει έξι Υπουργεία (μεταξύ αυτών και με τον Αλ. Σβώλο, αλλά ως Υπουργό Οικονομικών) μέχρι τις παραμονές των Δεκεμβριανών, αναγνώριζε ότι υπάρχει και «μη προδοτική» συνεργασία η και συνεργασία χωρίς πρόθεση προδοσίας.

Και β) Δεν αρκεί ακόμα και να έχει υπάρξει προδοτική συνεργασία, αλλά απαιτείται να έχει προκύψει αποτέλεσμα, δηλαδή ωφέλεια στον ίδιο (μόνο στον ίδιο, ούτε καν σε τρίτον π.χ. σε κάποια εταιρία συμφερόντων του) ή ζημιά στον εθνικό και συμμαχικό αγώνα ή σε Έλληνες πολίτες ή σε πολίτες συμμάχου κράτους.

Οι περιορισμοί αυτοί δεν μετριάστηκαν παρά την αναλυτική ενδεικτική ερμηνευτική παράθεση του επόμενου άρθρου της Συντακτικής Πράξης, που τυποποιούσε διάφορους τρόπους τέλεσης του αδικήματος. Αξιοσημείωτη ακόμα μεταξύ πολλών άλλων είναι η θέσπιση εξάμηνης παραγραφής (άρθρο 8) των προβλεπόμενων αδικημάτων αν δεν υποβληθεί μήνυση, με έναρξη από την αποχώρηση των Γερμανών.

Τόσο ο χαρακτηρισμός της συνεργασίας ως εκ προθέσεως προδοτικής, όσο και η απαίτηση για πρόκληση ζημιάς στο κράτος ή όφελος στον ίδιο τον συνεργαζόμενο στένευαν ιδιαίτερα την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος των δωσιλόγων και άνοιγαν τον δρόμο στα ειδικά δικαστήρια δωσιλόγων για την αθώωσή τους.

Η ίδια Συντακτική Πράξη συγκρότησε τα Ειδικά Δικαστήρια, που κατέστησαν αρμόδια για την εκδίκαση αυτών των αδικημάτων. Ηταν επταμελή, με έναν δικαστή, δύο αξιωματικούς και τέσσερις ένορκους, επιλεγμένους από ειδικούς καταλόγους.

Αλλά ας επανέλθουμε στην έννοια του δωσίλογου και τους λόγους επιλογής της.

Ο όρος τελικά φαίνεται να επιλέχθηκε με κριτήριο :

α) Από την Αριστερά για την έμφαση στη νομική και με κανόνες δικαίου αντιμετώπιση και τιμωρία, και όχι στην αυτοδικία,

β) Από την Δεξιά και τις δυνάμεις του αντικομμουνιστικού μετώπου για να δείξουν ότι δεν προστατεύουν τους συνεργάτες των Γερμανών.

Φυσικά, η ιδεολογική επίδραση του όρου υπέρ των κατηγορουμένων ήταν εμφανής: Υποβιβασμός της ηθικής και πολιτικής απαξίας των πράξεων τους και των συνεπειών τους, απόδοση τεκμηρίου αθωότητας, υποβάθμιση σε μια απλά διαχειριστική εκκρεμότητα αντί για την τιμωρία της συνεργασίας, δυσχέρειες στην στοιχειοθέτηση και, πολύ περισσότερο, στην απόδειξη όσων επέτασσε η συντακτική πράξη και νομική ανεπάρκεια της προδοσίας ή της συνεργασίας, που από μόνη της θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελεί στοιχείο συγκρότησης της αξιόποινης πράξης.

Τι είναι εκείνο που οδήγησε την Αριστερά στην επιλογή του όρου αυτού και στην συνθηκολόγηση της αποδοχής αυτής της συντακτικής πράξης; Η απάντηση είναι πολιτική και δεν μπορεί να αναζητηθεί αλλού, παρά στις συνδιαχειριστικές αυταπάτες που απέρρεαν από τις αντιλήψεις για τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό ως αναγκαίο στάδιο πριν από την σοσιαλιστική επανάσταση και οι οποίες εκφράζονταν, συγκεκριμένα, στον απελευθερωτικό αγώνα με την επιλογή της κυβέρνησης συνεργασίας με αστικές δυνάμεις, που με τάχα ελεύθερες εκλογές θα διευθετούσε το πολιτειακό και μετά το πολιτικό ζήτημα, αντί για την απευθείας κατάληψη της εξουσίας παρά την συνδρομή των όρων και στρατιωτικά και πολιτικά και κυρίως κοινωνικά.

Η ιδεολογικοπολιτική σήμανση της λέξης «δωσίλογοι», σε συνδυασμό με το νομικό καθεστώς που αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά κυρίως με τις ισχυρές πολιτικές πιέσεις μετά την ήττα των την έναρξη του Εμφυλίου και πολύ περισσότερο όσο προχωρούσε ο χρόνος οδήγησαν στα καταγραφόμενα από τα παραπάνω βιβλία θεαματικά αποτελέσματα της αθώωσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των δωσιλόγων. Σύμφωνα με μερικά από τα πλούσια στοιχεία των παραπάνω βιβλίων :

Επί είκοσι χιλιάδων (20.000) μηνύσεων εναντίον δωσιλόγων σε Αθήνα και Πειραιά, εκδόθηκαν 16.700 Απαλλακτικά Βουλεύματα (84%) και διατάχθηκαν 3.227 παραπομπές (16%).

Από τις 3.227 παραπομπές, οι 2.251 κατέληξαν σε αθώωση και οι 976 σε καταδίκη.

Από τις 976 καταδίκες οι 420 ήταν ερήμην και στην συνέχεια ακυρώθηκαν όταν οι καταδικασθέντες επέλεξαν να εμφανιστούν και να προβάλουν κωλύματα που τους εμπόδισαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο.

Ενώ, από τους 556 παρόντες καταδικασμένους οι 243 έλαβαν χάρη ή μείωση ποινής, οι 312 καταδικάστηκαν σε ποινές μερικών μηνών έως πέντε ετών και μόλις δύο εκτελέστηκαν.

Τόσοι λίγοι και τόσο λίγο πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους. Και πολλοί διέπρεψαν μετά ως επιχειρηματίες και πολιτικοί, με τη σημαία του αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης.

Η ελληνική Δικαιοσύνη επισφράγισε με την συμπεριφορά της μια τεράστια και βαθιά αίσθηση αδικίας που διακατέχει όσους έζησαν και όσους ακόμα και σήμερα μελετούν την ιστορία εκείνης της περιόδου. Και υπήρξε ο μεγαλύτερος κρίκος στην ατιμωρησία της ακροδεξιάς, φασιστικής και ναζιστικής εγκληματικής βίας, που είχε ξεκινήσει την δεκαετία του 1930 με την «3Ε», και μετά τους δωσίλογους συνεχίστηκε απέναντι στα εγκλήματα του μετεμφυλιακού παρακράτους, όπως η δολοφονία Γρηγόρη Λαμπράκη και άλλες πολλές, αλλά και τους συνεργάτες της Χούντας με το «στιγμιαίο». Αισιοδοξούμε ότι η ιστορική καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» θα ανατρέψει οριστικά τον κύκλο της αδικίας και ατιμωρησίας αυτής.

Ωστόσο, η ιστορία των δωσιλόγων δεν τελείωσε με τις δίκες τους. Ο λαϊκός πολιτισμός έγραψε τη δική του ιστορία με το κοινωνικό βίωμα ανεξάρτητα από αυτό που έχει διατυπωθεί σε νομικά κείμενα, αφού η εξέλιξη του λαϊκού πολιτισμού αποτελεί εποικοδόμημα της ταξικής πάλης και έχει την δική της αυτόνομη και επιβλητική συμβολή στη διαμόρφωση και τον καθορισμό των εννοιών. Αυτό το οποίο δίστασε η αριστερά να νομοθετήσει και στη συνέχεια δεν θέλησε να πράξει η εξουσία του ελληνικού κράτους απέναντι τους (και στην κυβερνητική, και στην στρατιωτική, και στην δικαστική της μορφή) το έπραξε η εξέλιξη της ταξικής πάλης και του λαϊκού πολιτισμού που διαμόρφωσε και ο οποίος έχει παραδώσει στη σημερινή γενιά την λέξη «δωσίλογοι» με τέτοιο απαξιωτικό περιεχόμενο, ώστε αφενός είναι πολύ περισσότερο γνωστή η συνωνυμία της με την λέξη «προδότες» ή «συνεργάτες» παρά η αστική της ιδιότητα σύμφωνα με τα παραπάνω. Σε όλα τα λεξικά αν κανείς αναζητήσει σήμερα την λέξη «δωσίλογοι», θα συναντήσει και τις δύο έννοιες. Και μάλιστα με προεξάρχουσα την έννοια του προδότη – συνεργάτη, παρά τη νομική του Αστικού Κώδικα. Και ακόμα και κάποιον προσκείμενο ιδεολογικοπολιτικά στην Δεξιά, αν κάποιος χαρακτηρίσει δωσίλογο, ακόμα και εκείνος θα παρεξηγηθεί και θα μαλώσει. Η καταδίκη τους λοιπόν στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού είναι πλέον πολύ περισσότερο άξια λόγου από την απαλλαγή τους στα Έκτακτα (και δυστυχώς μικτά) Δικαστήρια την περίοδο μετά το 1944. Και είναι αυτό που έμεινε.

Η δικαιοσύνη της ιστορίας νίκησε άλλη μια φορά την αδικία της εξουσίας.

Αθήνα, 29/2/2024

Κώστας Παπαδάκης

Μοιραστείτε το άρθρο