[ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ] Κάλεσμα Στήριξης για Δίκη Τριών Αντιφασιστών στις 24/01 στην Καλαμάτα, Τετάρτη 24/1 στις 9:00 στα δικαστήρια Καλαμάτας

Λόγω της συνέχισης της στάσης των δικηγόρων η δίκη στην Καλαμάτα θα αναβληθεί. Οπότε και η συγκέντρωση στα δικαστήρια θα μεταφερθεί στην νέα ημερομηνία που θα οριστεί η δίκη.

Ε.Κ.Χ. Ταράτσα


Στις 6 Δεκεμβρίου 2020, ανήμερα της επετείου δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τρία μέλη της Αντιφασιστικής Κίνησης Καλαμάτας, εκ των οποίων ένα μέλος και του Ε.Κ.Χ. Ταράτσα, συλλαμβάνονται και οδηγούνται βίαια από δεκάδες αστυνομικούς της ασφάλειας και των ΟΠΚΕ στο Α.Τ. Καλαμάτας. Κατηγορούνται με παραβίαση των μέτρων που είχαν τεθεί για την «πρόληψη ασθενειών» και απείθεια για συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία της πόλης που δεν έγινε ποτέ.

Στις 24 Γενάρη 2024, οι τρεις αντιφασίστες δικάζονται με ένα κατηγορητήριο – τραγέλαφο, που μπορεί να επιφέρει τη φυλάκισή τους. Εάν το δικαστήριο δεν αναβληθεί, είναι η πρώτη δίκη που θα γίνει με την κατηγορία αφηρημένης διακινδύνευσης περί “διάδοσης μολυσματικών ασθενειών” και θα αποτελέσει ένα σημαντικό προηγούμενο για ολόκληρο το κίνημα. Πρόκειται για μια ξεκάθαρα πολιτική δίωξη τιμώρησης του φρονήματος και σωφρονιστικού παραδειγματισμού με πολύ σοβαρές συνέπειες και συνδηλώσεις σε μια περίοδο που επιτελούνται τομές στον Ποινικό
Κώδικα προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ποινικοποίησης των αντιστάσεων και της καταστολής απέναντι στα προλεταριακά/εργατικά/φοιτητικά στρώματα.

Σας καλούμε να στηρίξετε με όποιον τρόπο θέλετε (ανακοίνωση, δράση) και σας προσκαλούμε στη συγκέντρωση αλληλεγγύης στα δικαστήρια Καλαμάτας στις 24/01, 09:00 πμ.

Ακολουθούν το κείμενο του ενός συλληφθέντα – μέλους της Αντιφασιστικής
Κίνησης Καλαμάτας και του Ε.Κ.Χ. Ταράτσα και το κείμενο της
Αντιφασιστικής Κίνησης.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΤΙΣ 24/01/24

Νομικό πλαίσιο

Στις 13/11/2020 και στις 04/12/2020, εκδίδονται δια χειρός του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας δύο πρωτοφανείς αποφάσεις απαγόρευσης όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων (ΦΕΚ 1029/8/18/13.11.2020 και ΦΕΚ 5344/Β/4-12-2020 αντίστοιχα). Οι αποφάσεις αφορούν όλες τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις ανά την Επικράτεια που συμμετέχουν 4 ή περισσότερα άτομα από ώρα 06:00 της Κυριακής 15 Νοεμβρίου έως και 21:00 της Τετάρτης 18 Νοεμβρίου και από ώρα 05.00 έως 24.00 της Κυριακής 6ης Δεκεμβρίου 2020. Οι αποφάσεις αυτές αιτιολογήθηκαν από το κράτος λόγω του κινδύνου διασποράς της COVID-19, ενώ σε όλους τους συλληφθέντες εκείνων των ημερών -πέρα από το διοικητικό πρόστιμο των 300 ευρώ και τις λοιπές κατηγορίες που φορτώθηκαν ανά περίπτωση- έχει φορτωθεί η κατηγορία περί παραβίασης του άρθρου 285 του Π.Κ. περί «διασποράς μολυσματικής νόσου». Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο:

«1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα, β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων.

2. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, και αν είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.

3.Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

4.Όποιος στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 παραβιάζει τα μέτρα από αμέλεια, τιμωρείται: α) στην περίπτωση του στοιχείου α΄ με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας και β) στην περίπτωση του στοιχείου β΄ με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.»

Για να αντιληφθούμε σε πρώτο επίπεδο τη νομική σημασία μιας δίωξης στη βάση μιας τέτοιας διάταξης, όπως επισημαίνει ο νομικός Α. Δόκος (2020) «[…] το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα τόσο ως πλημμέλημα, κυρίως όμως ως κακούργημα, απειλεί βαριές ποινές, φυλάκισης έως και ισόβια κάθειρξη κατά των υπαιτίων που θέτουν σε κοινό κίνδυνο, αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών (ζωής και σωματικής ακεραιότητας). Τούτο διότι ο κοινός κίνδυνος είναι κοινωνικός κίνδυνος και αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι υπάρχει όχι μόνο όταν απειλείται αόριστος αριθμός προσώπων, αλλά και όταν απειλείται μία περιορισμένου αριθμού κοινωνική ομάδα. […] στην περίπτωση του άρθρου 285 παρ. 4 ΠΚ το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την ανωτέρω πράξη ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της. Όσον αφορά λοιπόν το έγκλημα που περιγράφεται στο άρθρο 285 Π.Κ. είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης. Στα εγκλήματα λοιπόν αυτά το αποτέλεσμα της πράξης δεν αναφέρεται στην αντικειμενική υπόσταση. Στην ουσία εδώ ο νομοθέτης ανάγει μια προπαρασκευαστική ενέργεια σε τελειωμένο έγκλημα, άσχετα με το αν αυτό έχει επέλθει.». Υπενθυμίζουμε επίσης ότι το ΣτΕ έκρινε τις εν λόγω αποφάσεις απαγόρευσης των συναθροίσεων συνταγματικές.

Τα γεγονότα

Το μεσημέρι της 6ης Δεκέμβρη 2020, απαντώντας στο κάλεσμα της Αντιφασιστικής Κίνησης Καλαμάτας για συγκέντρωση στην τιμή του δολοφονημένου από τα κρατικά παράσιτα της εκτελεστικής εξουσίας Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, προσαγόμαστε βίαια μαζί με άλλα δύο μέλη της Αντιφασιστικής Κίνησης από δεκάδες ένοπλους μπάτσους της ΟΠΚΕ και της ασφάλειας στην κεντρική πλατεία της πόλης. Χαρακτηριστικό της γελοιότητας της σύλληψης, είναι πως οι «συγκεντρωμένοι» αριθμούσαν κάπου 10 άτομα που φορούσαν μάσκες και βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ενώ οι μπάτσοι ήταν γύρω στους 80, στοιβαγμένοι πάνω στην κεντρική πλατεία και χωρίς μάσκες. Οι τελευταίοι, με το που κάποιος πατούσε το πόδι του στην πλατεία, τον πλησίαζαν και τον τραμπούκιζαν, φωνάζοντας και φτύνοντας, διατάζοντας να αποχωρήσει από την πλατεία δίχως να δίνουν καμία νομική ή άλλη αιτιολόγηση -αφού συγκέντρωση πρακτικά δεν υπήρχε και όσοι άνθρωποι περνούσαν είχαν αιτιολογία μετακίνησης-. Στον πρώτο ουσιαστικό αντίλογο στους τραμπουκισμούς αυτούς και όταν τους ειπώθηκε ότι θα ‘πρεπε ειδικά τη συγκεκριμένη μέρα να ‘χουν κατεβασμένο το κεφάλι, με συνέλαβαν επιδεικτικά και με οδήγησαν στο Α.Τ. Καλαμάτας. Οι δύο αντιφασίστες σύντροφοι ακολούθησαν λίγο αργότερα επειδή διέσπειραν τη μολυσματική νόσο ανοίγοντας ένα πανό που έλεγε «ΜΑΤ ΠΑΝΤΟΥ, ΜΕΘ ΠΟΥΘΕΝΑ» για να το εναποθέσουν στην πλατεία.

Χαρακτηριστικό της ελαφρότητας με την οποία οι μπάτσοι που μας συνέλαβαν αντιμετώπιζαν τα μέτρα -που καλούνταν κιόλας να επιβάλλουν- ήταν πως, ενώ είχαν επιβεβαιωμένα κρούσματα στο τμήμα, κυκλοφορούσαν γύρω μας χωρίς μάσκες και αστειεύονταν με το ενδεχόμενο να περάσουμε το βράδυ στο κρατητήριο με «πακιστανούς που έχουν covid». Κατά τη συνήθη πρακτική τους, μας έκαναν την προσαγωγή σύλληψη αρκετές ώρες μετά, αφού μας μαγείρεψαν τις κατηγορίες. Όταν αρνήθηκα να υποβληθώ σε δακτυλοσκόπηση για πολιτικούς λόγους, πάλι κατά τη συνήθη πρακτική, μου φόρτωσαν άλλη μια απείθεια. Συγκεκριμένα, αρνήθηκα την περαιτέρω άσκηση ελέγχου στο σώμα μου από τους μπάτσους συνειδητά, γνωρίζοντας ότι θα φορτωθώ με άλλη μια κατηγορία κι ενώ τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα υπάρχουν ήδη στη σχετική βάση λόγω παλαιού τύπου ταυτότητας. Αυτό έγινε τόσο λόγω της συγκυρίας -ακραίος κρατικός και βιομετρικός έλεγχος πάνω στα σώματά μας με πρόσχημα την ασφάλεια-, όσο και για το ότι οι μπάτσοι είχαν ήδη εκθέσει πολλαπλώς τη σωματική μας ακεραιότητα σε κίνδυνο παραβιάζοντας βασικά ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, καθιστώντας για μένα αδιανόητη την οποιαδήποτε συνεργασία μαζί τους. Ένας ασφαλίτης δε του Α.Τ. Καλαμάτας με είχε πάρει στο γραφείο του για ώρα και προσπαθούσε να με πείσει να προβώ σε δακτυλοσκόπηση, λέγοντάς μου ότι θα μου αφαιρέσει και καμιά κατηγορία.

Αυτή η εικόνα-παρωδία, μπάτσοι με το πρόσχημα της προάσπισης της υγείας να εκθέτουν οι ίδιοι σε κίνδυνο τους πολίτες που υποτίθεται ότι προστατεύουν, να τους δέρνουν και να τους στοιβάζουν σε μεταγωγικά και κελιά 1×1 για την «πρόληψη της διασποράς μολυσματικής νόσου», ήταν μόνο μία ανάμεσα στις πολλές σουρεαλιστικές καταστάσεις που βιώσαμε εκείνες τις μέρες, όταν η ζωή, η υγεία και η ασφάλειά μας είχαν παραδοθεί στα χέρια του ελληνικού κράτους, τις ανάγκες του ντόπιου κεφαλαίου και τις δολοφονικές διαθέσεις της πατριαρχίας.

Πολιτική συγκυρία

Στα δύο περίπου χρόνια αυτής της on-off «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης», το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας ένιωσε στο πετσί της τί θα πει ελληνική αστυνομία και κρατική διαχείριση μιας υγειονομικής κρίσης. Γεγονότα όπως αυτά στο Γαλάτσι, την Αγία Παρασκευή και τη Νέα Σμύρνη, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και η αστυνομοκρατία που εδραιώθηκε, αποτελούν μονάχα ένα μικρό απόσταγμα από τα φαρμάκια που ωρίμαζαν καιρό στο κελάρι της κυριαρχίας και της σταδιακής μετατροπής των αστικών δημοκρατιών σε ολοκληρωτικά καθεστώτα νέου τύπου. Δυστυχώς, η συλλογική μνήμη απώθησε μεγάλο μέρος αυτής της τραυματικής περιόδου, αντί να την αποτιμήσει πολιτικά και ν’ αντιληφθεί τις διαβαθμίσεις αυτές σε σχέση με τη διεθνή οικονομική, κοινωνική και γεωπολιτική συγκυρία, ενώ σ’ ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας αρκούσαν τα κρατικά χαρτζιλίκια, οι συνωμοσιολογίες και τα κομπρεμί με το καθεστώς Μητσοτάκη, για να κουτσοβολευτεί και να ξαναψηφίσει «επιδόματα, τάξη και ασφάλεια». Μέχρι το κράτος και η παγκόσμια καπιταλιστική ελίτ να δώσουν το ΟΚ για την επιστροφή στην κανονικότητα, αφού πολιτική αντιπρόταση για τη διαχείριση μιας πανδημίας στο πλαίσιο ενός διαφορετικού προτάγματος από τη σκοπιά των από τα κάτω ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει.

Τα κινήματα στην πλειονότητά τους αντέδρασαν σπασμωδικά, αποσπασματικά και αντιδραστικά απέναντι στη συγκυρία, επεκτείνοντας την οργανωμένη αποδιοργάνωσή τους, την αυτοκαταστροφή των συλλογικών δεσμών και το νευρωτικό τσαλαπάτημα κάθε δυνατότητας ν’ αλλάξουν οι συσχετισμοί ισχύος με τελείως λανθασμένες εκτιμήσεις, εστιάσεις και πρακτικές, χωρίς μακρόπνοες στρατηγικές και στοχοθεσίες, οδηγώντας τους εαυτούς τους σε περαιτέρω αποδυνάμωση κι εξάρτηση από την κυριαρχία, αλλά και πολλούς ανθρώπους στην απογοήτευση και τον αναχωρητισμό. Εντός αστικού πλαισίου τα πράγματα ήταν και είναι φυσικά πολύ χειρότερα, αφού το μόνο που υπάρχει είναι οι ψευδοεναλλακτικές διαχείρισης τέτοιων «κρίσεων» εντός του ΝΑΤΟ, εντός του καπιταλισμού, εντός του έθνους-κράτους, εντός της πατριαρχίας, εντός της ανάθεσης. Εντός δηλαδή της κυριαρχίας, της «ελπίδας» για ρεφορμιστική αλλαγή και της «παθητικής» συμμετοχής της Ελλάδας στον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Λογικά μιλώντας, και πριν γίνει οποιαδήποτε κουβέντα για τα ανθρωπογενή, κοινωνικά και ταξικά αίτια γέννησης μιας μεταδοτικής ασθένειας όπως ο COVID, για να καταλάβουμε το πνεύμα υπό το οποίο λειτουργούν το κεφάλαιο και τα κράτη στη διαχείριση της υγείας των πληθυσμών, εάν στις απαρχές της πανδημίας οι μετακινήσεις ανθρώπινων ροών είχαν σταματήσει για δύο εβδομάδες με τις κοινωνικές δομές και το σύστημα υγείας κάθε χώρας να ενισχύονται εκτάκτως γι’ αυτό το διάστημα, μάλλον τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Επειδή προτεραιότητα όμως της παγκόσμιας κυριαρχίας σε όλες τις διαστάσεις της (καπιταλισμός, έθνος-κράτος, πατριαρχία) δεν είναι πραγματικά ούτε η προάσπιση των ζωών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ούτε η αποφυγή διασποράς μιας μολυσματικής νόσου όσο μπορούν να εξυπηρετηθούν τα οικονομικά και πολιτικά της συμφέροντα, αλλά η διαχείριση και εκμετάλλευση μιας κρίσης για την καλύτερη εξυπηρέτηση αυτών ακριβώς των συμφερόντων, η πανδημία γιγαντώθηκε και παρατάθηκε. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για καμιά μεγάλη συνομωσία για τη μείωση του πληθυσμού ή την έλευση του αντίχριστου, αλλά για τους θεμελιώδεις όρους λειτουργίας της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Εξαιρετικά αμφίβολο, δε, παραμένει έως σήμερα εάν ο COVID «αντιμετωπίστηκε», με τα στελέχη αυτού και άλλων ιών να μεταλλάσσονται και να επεκτείνονται σε μια κίνηση αντιστρόφως ανάλογη με την ενίσχυση των δομών υγείας στις οποίες έχουν πρόσβαση οι από τα κάτω, αλλά και την όλο και περαιτέρω εξάρτηση του ανοσοποιητικού μας συστήματος από τις φαρμακοβιομηχανίες εντός του καπιταλιστικού-φαρμακευτικού τρόπου ζωής, αλλά και από την ταξική διάρθρωση της τροφής και της πρόσβασης μας σε υπηρεσίες υγείας. Έτσι, μόνη σωτηρία των κοινωνιών απέναντι σε μια τέτοια πανδημία φαντάζουν -και σε έναν τακτικό βαθμό είναι- τα εμβόλια με την παρασκευή, διανομή και διάθεσή τους να εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από τα κράτη και την Big Pharma.

Κατά έναν τρόπο, ο δεδομένος τρόπος επίλυσης του προβλήματος τέσταρε τα όρια των κοινωνιών σε σχέση με τις ανάγκες της οικονομικής και πολιτικής ελίτ: μέχρι πόσο οι κοινωνίες και τα κατώτερα στρώματα μπορούν ν’ αντέξουν την επέκταση της κρατικής κυριαρχίας και τον ακραίο πλουτισμό μιας μικρής ομάδας ανθρώπων εις βάρος τους, μέχρι να παραχθεί το εμβόλιο. Μιας ομάδας-τάξης που πρέπει να σημειώσουμε- είχε τη δυνατότητα εν μέσω lockdown να διαμένει σε μεγάλα σπίτια χωρίς να της λείπει τίποτα, με άμεση πρόσβαση σε ακριβές υπηρεσίες φυσικής και ψυχικής υγείας. Μια δυνατότητα που η πλειονότητα της κοινωνίας δεν είχε, με τα γνωστά αποτελέσματα που κόστισαν ζωές, αλλά και άγνωστες πτυχές που είναι δύσκολο κανείς να καταγράψει (π.χ. ψυχική υγεία). Τεσταρίστηκαν, επίσης, τα όρια του ίδιου καπιταλισμού: ως που μπορούν η παραγωγή και η κατανάλωση να λειτουργούν απρόσκοπτα εντός ενός πλαισίου απόλυτου κρατικού ελέγχου. Είδαμε σε λειτουργία αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε σχετική υπεραξία: την προσαρμογή της καπιταλιστικής παραγωγής στις νέες απαιτήσεις μέσω τεχνολογικών εξελίξεων και της αντίστοιχης οργάνωσης της εργασίας. Ο καπιταλισμός βρήκε τους τρόπους μέσα στις δυτικές κοινωνίες που έχουν βάση το διαδίκτυο και τις έξυπνες συσκευές να λειτουργεί σε συνθήκες lockdown και να παράγει υπεραξία (τηλεργασία, τηλεμετρία, απομακρυσμένος έλεγχος, κλπ.). Οι πλούσιοι, εν τέλει, έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι τα δύο αυτά χρόνια, γιατί οι πρώτοι διαχειρίστηκαν το συσσωρευμένο τους πλούτο και τα μέσα παραγωγής προς το συμφέρον τους με διάμεσο την πολιτική εξουσία: Πολυεθνικές, τράπεζες, μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, φαρμακοβιομηχανίας, αλυσίδες τροφίμων και βασικών ειδών, εταιρείες ενέργειας, κρυπτονομίσματα κ.α. παρουσίασαν και συνεχίζουν να παρουσιάζουν υπερκέρδη εν μέσω πολλαπλών κρίσεων με τη στήριξη και τις διευκολύνσεις του κρατικού-πολιτικού συστήματος.

Επεκτείνοντας, δε, τις διευθυντικές θέσεις και λειτουργίες όλο και πιο κάτω στην ιεραρχία, μοιράζοντας κάποια κομμάτια της πίτας σε επαγγελματίες καριερίστες και ανώτερα στελέχη, ο κοινωνικός έλεγχος επεκτάθηκε επιθετικά προς τα κάτω κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συνοδευόμενος από τη νεοφιλελεύθερη ψευδαίσθηση οριζοντιότητας και την πιθανότητα ταξικής ανέλιξης, πατώντας τους εργαζόμενους στο λαιμό κι απαιτώντας η ψυχή τους να γίνεται «μέρος» της εκάστοτε εταιρείας. Σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές επιθέσεις στα εργασιακά δικαιώματα και τις συλλογικές μορφές αντίστασης, τη χρόνια κοινωνική και πολιτική υπονόμευση των σωματείων και των χώρων ουσιαστικής πολιτικοποίησης, ο ατομισμός και η πειθάρχηση σε αυτό το μοντέλο εργασίας και διακυβέρνησης παρουσιάστηκαν ως οι μόνες λύσεις. Η κρατική διαχείριση της πανδημίας με την προώθηση του διαχωρισμού και της «ατομικής ευθύνης», με την επιθετική επικύρωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της κυριαρχίας σε κάθε δημόσιο, ελεύθερο και απελευθερωμένο χώρο μέσω της καταστολής, την αναγκαστική τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση, ήρθε απλώς να επικυρώσει και να ενισχύσει αυτήν την κίνηση, όχι να την εφεύρει. Οι πιο φτωχοί βολεύτηκαν με τα …επιδόματα, ενώ τώρα η νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά μοιράζει και …δικαιώματα (βλ. γάμο ομόφυλων ζευγαριών). Αποδείχθηκε τελικά ότι ο καπιταλισμός, οι διακρατικοί ανταγωνισμοί και η πατριαρχία, μπορούν να λειτουργούν το ίδιο καλά ή και καλύτερα, ακόμη και με τον εγκλεισμό μας σε τέσσερις τοίχους, στη διάρκεια πολέμων με εσωτερικούς ή εξωτερικούς, με ορατούς ή «αόρατους» εχθρούς, αφομοιώνοντας πλέον και την όποια κριτική από ρεφορμιστική-δικαιωματική σκοπιά.

Η συστηματική και άκρως επιθετική στρατηγική διόγκωσης του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων εκ μέρους των καπιταλιστών και εις βάρος των κοινωνιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συνοδεύτηκε όμως και από μια παράλληλη πολιτική στρατηγική άσκησης δικαστικής, νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας για την προστασία και την ενίσχυση των καπιταλιστικών και πολιτικών ελίτ.

Κατά την πενταετή διακυβέρνηση Μητσοτάκη, ο τρόπος λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας έχει κάνει ακόμη και τον τελευταίο πιστό στην «αστική δικαιοσύνη» να γελάει -ή να κλαίει-. Είναι προφανές πλέον πως μιλάμε για ένα σύστημα στο μεγαλύτερο βαθμό του ελεγχόμενο από την πολιτική και οικονομική εξουσία με κέντρα εξουσίας και παραδικαστικά δίκτυα που παρεμβαίνουν στην έκβαση «σημαντικών» αποφάσεων εντελώς ανερυθρίαστα. Όλο και περισσότερο, δε, τα ανώτερα κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας αποχωρίζονται από οποιαδήποτε έγνοια είχαν να απαντούν στοιχειωδώς στα προσχήματα της αστικής δικαιοσύνης (βλ. αρχειοθέτηση υποθέσεων που εμπλέκουν ισχυρά πρόσωπα, διώξεις και προφυλακίσεις χωρίς στοιχεία, υπόθεση παρακολουθήσεων, αποφάσεις ΣΤΕ για πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, αντισυνταγματικότητα διαταγμάτων, κ.α.). Όσον αφορά τις πολιτικές διώξεις (που δικαστές και εισαγγελείς ισχυρίζονται πως «δεν υπάρχουν») και την ιδιαίτερη μεταχείριση απέναντι σε «υπόπτους» τέλεσης συγκεκριμένων εγκλημάτων και φορείς συγκεκριμένων ιδεολογιών, τί να πρωτοπούμε; Ας αναφέρουμε μόνο την επτάμηνη προφυλάκιση του «Ινδιάνου» για την υπόθεση της Ν. Σμύρνης χωρίς κανένα στοιχείο και με βιντεοληπτικό υλικό που αποδείκνυε ότι δεν είχε τελέσει την πράξη για την οποία είχε προφυλακιστεί. Η δίωξη του φρονήματος και η ποινικοποίηση των αντιστάσεων έχουν μια συνέχεια για το ελληνικό κράτος. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δόθηκε ο κρίσιμος χώρος ώστε μια τέτοια λογική -που είναι αντίθετη στις ίδιες τις αρχές του αστικού δικαίου- να κανονικοποιηθεί περισσότερο κοινωνικά και πολιτικά σε μια κίνηση όπου η εξαίρεση μετατρέπεται σε κανόνα και ο κυρίαρχος μπορεί να αποφασίζει την εξαίρεση κατά το δοκούν.

Από την άλλη, η νομοθετική εξουσία κατά τη διάρκεια της πανδημίας ασκήθηκε με πληθώρα νομοθετημάτων κατάργησης εργασιακών δικαιωμάτων, «πρόληψης» αδικημάτων, ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων αγαθών, αποστράγγισης φυσικών πόρων υπό το πρόσχημα της «πράσινης ανάπτυξης», αποικιακών πολιτικών καταλήστευσης της γης, της ιδιοκτησίας και της δυνατότητας αυτάρκειας των κατώτερων στρωμάτων (πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, αγροτικές ρυθμίσεις κ.α.). Το απόσταγμα της διαδικασίας αυτής ήταν μια πιο συνολική αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα το ‘22 προς τη γενικότερη κατεύθυνση μιας βίαιης νεοφιλελευθεροποίησης και μετατροπής του αστικού καθεστώτος σε ολοκληρωτικό καθεστώς με παροχή υπερεξουσιών στην κυβέρνηση και ξεκάθαρου πολιτικού ελέγχου των κατ’ όνομα ανεξάρτητων λειτουργιών. Μια κίνηση που συνεχίζεται και αναβαθμίζεται με τον νέο ΠΚ που ψηφίζεται σε λίγες μέρες στη Βουλή. Η λογική αυτή βρίσκεται στην καρδιά των αλλαγών και της αυστηροποίησης του ίδιου του ποινικού κώδικα για τις περισσότερες κοινωνικές ομάδες -με ιδιαίτερη έμφαση στα μέρη εκείνα της κοινωνίας που λειτουργούν ανταγωνιστικά προς την κυριαρχία- με μια αντιστρόφως ανάλογη κίνηση παροχής όλο και μεγαλύτερων νομικών ασυλιών στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, οι οποίες πλέον φτάνουν να λειτουργούν εκτός του αστικού νομοθετικού πλαισίου, πέραν του νόμου, ειδικά σε «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης».

Επειδή όμως καμία νομοθετική εξουσία δεν έχει ισχύ χωρίς την πραγματική δυνατότητα επιβολής της, είδαμε κατά τη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων την αναβάθμιση και της εκτελεστικής εξουσίας με την πρόσληψη χιλιάδων χρυσαυγιτών/μπάτσων, υπέρογκων αγορών εξοπλισμών-υλικών και στενές συνεργασίες με άλλα κράτη -όπως το Ισραήλ- πάνω σε αστυνομικές στρατηγικές καταστολής, παρακολούθησης και «αντιεξέγερσης» των πληθυσμών. Με άλλα λόγια, η καταστολή αναβαθμίστηκε τόσο πρακτικά, όσο και θεσμικά˙ τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Επιβεβαιώνεται, έτσι, γι’ άλλη μια φορά πως η αστυνομία είναι το μακρύ χέρι της κυριαρχίας, που χωρίς αυτό δεν κάνει.

Ας μη ξεχνάμε, όμως, και τη λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», αυτή των ρουφιάνων και των σφουγγοκωλάριων των Μέσων Μαζικής Εξημέρωσης, στην οποία πλέον μπορούμε να εντάξουμε τις αλγοριθμικές λειτουργίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και πολλά μέσα ιντερνετικής πληροφόρησης. Με την παροχή εκατοντάδων εκατομμυρίων στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και τη συνειδητή λειτουργία τους ως πλυντήρια της κυριαρχίας, με την έξαρση του καταναλωτισμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας μέσω του αλγοριθμικού ελέγχου της ίδιας της «επιθυμίας», είχαμε έναν ασταμάτητο βομβαρδισμό της κοινωνίας με κρατική προπαγάνδα και καπιταλιστική ιδεολογία, που τσάκισε τους ανθρώπους ψυχικά και δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην αναλογική σχέση τους με τον κόσμο. Η υπερτροφία της όρασης έναντι των άλλων αισθήσεων στα αστικά περιβάλλοντα, που έχει επέλθει κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια με την τηλεόραση και τους H/Y, λειτούργησε ως το κοινωνικό έδαφος για την πρωτοκαθεδρία της ψηφιακής έναντι της αναλογικής εμπειρίας. Έχουμε περάσει σε μια εποχή, όπου μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων νιώθει πιο οικεία να επικοινωνεί, να ψυχαγωγείται και να αλληλεπιδρά πίσω από μια οθόνη, παρά με τη φυσική παρουσία άλλων ανθρώπων. Χωρίς να μπαίνουμε στη συζήτηση του αν αυτό είναι «καλό» ή «κακό» γενικά ή φιλοσοφικούς προβληματισμούς περί τεχνοφοβίας και τεχνοφιλίας, είναι απλώς δεδομένο ότι ο κοινωνικός έλεγχος διευκολύνεται με απομονωμένους ανθρώπους χωρίς αντιστάσεις και κοινότητες στο φυσικό κόσμο. Ο «αόρατος» αυτός «ψυχοπολιτικός» πόλεμος ενάντια στην κοινωνία επεκτείνεται ποιοτικά και ποσοτικά σε «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης» με αγωγό την επιθυμία για ασφάλεια και άμεση απόλαυση. Επικυρώνεται, έτσι, η πρόβλεψη του Χάξλεϋ για έναν κόσμο, όπου η αλήθεια θα χάνεται σε μια θάλασσα ασημαντότητας και η υπεραφθονία πληροφορίας θα καταδικάζει τους πολίτες σε αδράνεια και εγωκεντρισμό. Μια κατάσταση, όπου κινδυνεύουμε περισσότερο από την παθητικότητα και τις απολαύσεις μας, ή καλύτερα από τα κανάλια της εξουσίας μέσω των οποίων περνά η επιθυμία μας και μετουσιώνεται σε απόλαυση, παρά από εξωτερικούς κινδύνους.

Μέσω της εντατικοποίησης αυτών των εξουσιών στο κοινωνικό σώμα, τα κατώτερα στρώματα οδηγούνται σε μια εξαθλιωμένη κατάσταση βίαιου διαχωρισμού και υποταγής, που πυροδοτεί με τη σειρά της τον γενικευμένο συντηρητισμό και κοινωνικό κανιβαλισμό. Εδραιώνεται, έτσι, μια διαρκής ψυχολογική, κοινωνική και εργασιακή επισφάλεια. Μπορούμε πλέον να μιλάμε για ενοικίαση ή υπενοικίαση των «αναγκαίων συνθηκών διαβίωσης» (στέγαση, ρεύμα) μέσα από πολυεθνικές πλατφόρμες και χρηματιστήρια-καζίνο κάλυψης βασικών αναγκών (Airbnb, ιδιωτικοί πάροχοι ενέργειας), που οδηγούν καθέναν να εκμεταλλεύεται μέχρι και το σπίτι ή το τελευταίο ψήγμα ελεύθερου χρόνου του για να επιβιώνει σε μια θανατοπολιτική πραγματικότητα σταδιακής εξόντωσης των πιο αδύναμων και μη παραγωγικών, οι οποίοι κρίνονται πλεονάζοντες και περιττοί. Η εργασιακή, χειρωνακτική, συναισθηματική και νοητική μας δύναμη μπαίνει στην υπηρεσία ολοένα και πιο ελαστικών μορφών εργασίας, εντός μιας κατάστασης που καθίσταται πλέον αδύνατο ακόμη κι αυτοί με «ελεύθερη» ή μικρομεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα να ξεπληρώσουν τα ατομικά τους χρέη απέναντι στο κράτος και τις τράπεζες. Αυτοί φυσικά που την πληρώνουν είναι όσοι βρίσκονται στον πάτο του ταξικού βαρελιού: οι προλετάριες, οι μετανάστριες, οι άνεργοι, οι ασθενείς. Οι μύθοι της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και του «Greek Dream» δε θα μπορούσαν να στέκουν πιο αίολοι εν μέσω αυτής της αδυσώπητης πραγματικότητας που έχει δημιουργηθεί από την κυριαρχία κι επιταχύνθηκε με νεοφιλελεύθερες και κρατικές ενέσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Είναι ξεκάθαρο πλέον πως μιλάμε για πολιτειακή εκτροπή από το ίδιο το αστικό πλαίσιο και ένα απολυταρχικό καθεστώς νέας κοπής, ραμμένο και κομμένο στις ανάγκες κάθε έθνους-κράτους και των επιμέρους καπιταλιστικών lobby που λειτουργούν εντός και γύρω του. Είναι προφανές πως αυτή είναι η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τα καπιταλιστικά έθνη-κράτη εν όψει του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η πανδημία ήταν ένα συγκυριακό πεδίο άσκησης και πειραματισμού της κυριαρχίας μπροστά σε αυτά που έπονται. Το ελληνικό κράτος έκανε πολύ καλή δουλειά στη διαχείρισή της υπό αυτούς τους όρους και την προετοιμασία του πληθυσμού και των υπηκόων για τις επερχόμενες κρίσεις και πολέμους που σχεδιάζει από κοινού με το δυτικό μπλοκ της κυριαρχίας.

Το κίνημα τρία χρόνια μετά

Όσοι αναρχικοί/ές/ά εκείνη την 6η Δεκέμβρη βρεθήκαμε στο δρόμο γνωρίζαμε πολύ καλά τί σημαίνει ελληνική αστυνομία και ως που θα έφτανε το κράτος για να κερδίσει κι άλλο έδαφος εις βάρος μας. Κατεβήκαμε για να τιμήσουμε τη μνήμη του δολοφονημένου συντρόφου μας από τις ίδιες δυνάμεις που καλούνταν να μας «προστατέψουν», αλλά και για να υπερασπίσουμε την αξιοπρέπεια, τα εδάφη και τις γειτονιές μας, βάζοντας αναχώματα απέναντι στην άσκηση μιας απεριόριστης κρατικής εξουσίας που διατράνωνε ότι μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει με τις ζωές μας. Μια εξουσία που μας έφτυνε στα μούτρα πολιτικά δικαιώματα που έχουν κερδηθεί με τους αιματοβαμμένους αγώνες της τάξης μας, περιμένοντας να κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια. Δεν τους κάναμε τη χάρη, δεν τους χρωστάμε τίποτα. Αντιθέτως, αυτοί μας χρωστάνε τα πάντα. Και πληρώνουμε με χαρά και περηφάνια το κόστος που συνεπάγεται αυτή η πολιτική στάση, και όχι κάποια «αξιόποινη πράξη» ή κάποια πράξη που έθεσε σε κίνδυνο το κοινωνικό σύνολο, γιατί τέτοια πράξη δεν υπάρχει.

Οι μόνοι που έθεσαν σε κίνδυνο την κοινωνία κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν τα αφεντικά, η αστυνομία, οι «καθώς πρέπει οικογενειάρχες» και η πολιτική ηγεσία, που εξαιτίας τους ξεψύχησαν και δολοφονήθηκαν χιλιάδες άνθρωποι που σήμερα θα ζούσαν. Τα ρεκόρ της Ελλάδας σε θανάτους, άμεσα σχετιζόμενους με τη διαχείριση της πανδημίας, την υποβάθμιση της υγείας και την καταστολή, αλλά και οι έμμεσα σχετιζόμενοι με αυτά θάνατοι (γυναικοκτονίες, εργατικά ατυχήματα, αυτοκτονίες), είναι τα αδυσώπητα τεκμήρια ενοχής των εγκληματιών της εγχώριας κυριαρχίας, που η ενοχή τους δε θα κριθεί σε κανένα δικαστήριο από αυτά που μπορούν κι απλώνουν τα δίχτυά τους για να επιβάλλουν τη γενικευμένη αδικία, αλλά από την ίδια την ιστορία και ένα κρίσιμο κοινωνικό σώμα που θα απαντήσει ταξικά και αυτοοργανωμένα με το δικό της δίκαιο εν καιρώ.

Για να συγκροτηθεί μια τέτοια κοινωνική δύναμη και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οποιαδήποτε κρίση με άξονα τα συμφέροντα των από τα κάτω, χρειάζεται ένα οργανωμένο κοινωνικό μέτωπο που θα σταθεί απέναντι στις τέσσερις εξουσίες της κρατικής κυριαρχίας που αναφέρθηκαν: νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική και ΜΜΕ. Θα σταθεί απέναντι όχι απλώς ως αρνητική αντίσταση και ιδεολογική άποψη, αλλά ως θετική στάση και πρακτική κοινωνική-πολιτική οργάνωση. Χρειάζεται δηλαδή να δούμε πώς τα ακρατικά προτάγματα της αυτοοργάνωσης, της ισότιμης λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων, της ελευθεριακής δικαιοσύνης και της αδιαμεσολάβητης γνώσης, θα ειδωθούν σε έναν κοινό στρατηγικό άξονα με στόχο να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό κοινών αγώνων και μορφών ζωής σε μια σοβαρή κοινωνική και πολιτική αντιπρόταση για την υπέρβαση των πολλαπλών κρίσεων της κυριαρχίας, είτε αυτές είναι υγειονομικές, είτε είναι οικονομικές, πολιτειακές, ενεργειακές, περιβαλλοντικές, πολεμικές, μεταναστευτικές, κοκ. Οι αστερισμοί μας πρέπει να γίνουν κομήτες που θα πέσουν στα κεφάλια τους.

Η αποτίμηση της εμπειρίας των κινημάτων κατά τη διάρκεια των lockdown, είναι ένα αναγκαίο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Μια τέτοια, ανοιχτή κουβέντα από αναρχική σκοπιά δε μπορεί να αφήσει ασχολίαστο ούτε το πόσο εύκολα εγκαταλείφθηκαν κρίσιμα εδάφη και αγώνες του «κινήματος» -αντί να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν- με την παράλληλη προσάρτηση μεγάλων μερών του α/α χώρου και της κοινωνίας στη νεοφιλελεύθερη λογική της «ατομικής ευθύνης», ούτε το πώς εργαλεία ανάλυσης της βιοπολιτικής ανήχθησαν σε αυτοσκοπούς μικροπολιτικού εισοδισμού και διαχωρισμού από το υπόλοιπο ανταγωνιστικό κίνημα, ανοίγοντας κερκόπορτες στην ιδεολογική παρείσφρηση της ακροδεξιάς στα εν λόγω πεδία κοινωνικού ανταγωνισμού. Η κουβέντα αυτή είναι αναγκαίο να γίνει από τον κόσμο του αγώνα και οφείλει να γίνει με (αυτο)κριτικούς όρους και τη σοβαρότητα που επιβάλλουν οι απαιτήσεις της εποχής. Η διαχείριση των κρίσεων από την κυριαρχία λειτουργούσε πάντοτε με άξονα την αναβάθμιση της ίδιας για έναν απλό λόγο: μια κρίση για την κυριαρχία είναι ένα πρόβλημα ή ένας ανταγωνισμός προς επίλυση. Η αποτελεσματικότητα της κυριαρχίας έγκειται στο ότι όταν αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα είναι πιο ενωμένη από την κοινωνία και τα κινήματα στη βάση των συμφερόντων της κι έχει περισσότερους πόρους να διαθέσει για την επίλυση του προβλήματος που αναγνωρίζει προς την κατεύθυνση που η ίδια προσβλέπει από ό,τι η κοινωνία ή τα κινήματα. Είναι, δε, αυτονόητο πως κάθε πρόβλημα ή κρίση δεν επιλύεται από την κυριαρχία με άξονα κάποιο αφηρημένο «καλό των κοινωνιών», αλλά με βάση τα συμφέροντα των ίδιων των κυρίαρχων, που φυσικά δεν είναι τα ίδια με αυτά της πλειοψηφίας της κοινωνίας και των από τα κάτω. Τέλος, είναι σαφές πως η πολιτική και ηθική χρεωκοπία των κοινωνιών σε περιόδους κρίσης δίνουν έδαφος στο φασισμό, επιτρέποντας στους κυρίαρχους να μιλούν για «δύο άκρα», ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ένα άκρο με μια κοινή, βίαιη και καταστροφική λογική: αυτό της κυριαρχίας και της άσκησης εξουσίας πάνω στους ανθρώπους, τα ζώα και τη φύση με σκοπό την εκμετάλλευση, τον έλεγχο ή τον αφανισμό τους. Γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή στη χάραξη των ορίων και των κοινωνικών συνεργασιών εντός ενός ελευθεριακού αξιακού πλαισίου, που δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνεία και δε χρησιμοποιεί μέσα αντίθετα προς τους σκοπούς του.

Πολιτικά συμπεράσματα & ερωτήματα

Στην εποχή των απανωτών κρίσεων που διανύουμε και του αδυσώπητου πολέμου που διάγει η κυριαρχία ενάντια στη φύση, τις κοινωνίες και την τάξη μας στη βάση των συμφερόντων της, οφείλουν να υπάρχουν απαντήσεις και αυτοματισμοί από τη μεριά των ανταγωνιστικών κινημάτων σε στέρεη αξιακή και προγραμματική βάση. Το πιο βασικό και απλό ερώτημα σε σχέση με την πανδημία που ακόμη δεν έχει απαντηθεί, είναι το εξής: μάθαμε κάτι ως προς το τί αναλογεί να κάνει ένα διευρυμένο ανταγωνιστικό κίνημα όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με μια τέτοια κρίση; Οι Ισπανοί αναρχικοί σύντροφοι της CNT, για παράδειγμα, έδωσαν ξεκάθαρη απάντηση: πρώτα απ’ όλα, σε μια τέτοια συγκυρία, μας αναλογεί η αλληλοβοήθεια, τα δίκτυα και οι κοινωνικοί χώροι. Πρώτα η αλληλοβοήθεια, η ενεργητική κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ μας και στους άλλους, η συντροφική δικτύωση και συνύπαρξη σε απελευθερωμένα εδάφη υπό τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Μετά όλα τ’ άλλα. Εμείς τί απάντηση έχουμε μετά από τρία χρόνια; Τί απολογισμό έχουμε κάνει της γενικότερης στάσης και των επιμέρους πρακτικών μας κατά τη διάρκεια των lockdown; Τί έχουμε μάθει από τους εσωτερικούς εμφυλίους και τις ανήθικες επιθέσεις σε συντρόφους και εγχειρήματα για μικροπολιτικούς λόγους; Πόσο στηρίξαμε τους ανθρώπους μας και συντροφικά εγχειρήματα κατά τη διάρκεια των lockdown ή βοηθήσαμε στην κοινωνική οργάνωση της αλληλεγγύης και της αντίστασης; Πόσο έτοιμοι είμαστε για την επόμενη «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», που η κυριαρχία θα μας επιβάλλει με οργανωμένο σχέδιο και ξεκάθαρο στόχο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της;

Το κράτος διαχειρίστηκε την πανδημία με ξεκάθαρο στόχο τη διεύρυνση του κρατικού ελέγχου και της καταστολής, ενώ σε συνεργασία με το μεγάλο κεφάλαιο είδαν την κρίση σαν ευκαιρία για την εδραίωση μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης (αντι)κοινωνικής ηθικής και ενός βαλκανικού μοντέλου καπιταλισμού του καζίνο. Ο πολιτικός κυνισμός, η αποσυλλογικοποίηση, ο καριερισμός, η συλλογική κατάθλιψη, το burnout, ο εγωκεντρισμός και ο διαρκής φόβος είναι η άλλη όψη του νομίσματος της εντατικοποίησης της επισφαλούς εργασίας, του εξευγενισμού, της «πράσινης» ανάπτυξης, της κατάργησης των εργασιακών ρυθμίσεων, της άρσης πολιτικών δικαιωμάτων, των πλειστηριασμών, των ιδιωτικοποιήσεων, της πρόσληψης περισσότερων μπάτσων, της αγοράς πολεμικών εξοπλισμών, της αυστηροποίησης των ποινών για τα κατώτερα στρώματα και της ποινικοποίησης των αντιστάσεων. Το νόμισμα είναι αυτό: η πολιτειακή εκτροπή και μετατροπή της αστικής δημοκρατίας σε ένα απολυταρχικό καθεστώς νέου τύπου, που απαντά στις ανάγκες του νέου παγκόσμιου πολέμου που επεκτείνεται αυτήν τη στιγμή μεταξύ των κυρίαρχων. Στο καθεστώς αυτό η ελληνική κοινωνία θα βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση πόλεμου με κάποιον εξωτερικό ή εσωτερικό κίνδυνο, με κάποιον ορατό ή αόρατο εχθρό, με τον «κακό εαυτό» της ή τους «κακούς άλλους», ενώ η εκμετάλλευση και ο κοινωνικός έλεγχος θα λειτουργούν αποτελεσματικότερα και αμφίδρομα: από πάνω προς τα κάτω και από κάτω προς τα πάνω εντός των πλαισίων ενός υπερπατριωτικού έθνους-κράτους, ενός καπιταλισμού του καζίνο και μιας ανεξέλεγκτης πατριαρχίας, όπου καθένας θα ζει μέσα στην εξαθλίωση και τον κοινωνικό πόλεμο με την ελπίδα της μικρο-κυριαρχίας πάνω σε κάποιον άλλον.

Κάθε πολιτική δύναμη και ατομικότητα που έχει θέσει τον εαυτό της στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, καλείται εντός αυτής της συγκυρίας να κάνει μια κρίσιμη επιλογή, που θα καθορίσει τη στάση και την οργάνωσή της απέναντι στις παρούσες κι επερχόμενες κρίσεις. Είτε το αστικό-καπιταλιστικό σύστημα έχει περιθώρια αλλαγής προς το καλύτερο και μπορούμε να ελπίζουμε πως με την αποσπασματικότητα των αγώνων και καμιά ψήφο στις εκλογές τα πράγματα θα καλυτερέψουν / ίσως επιστρέψουμε σε μια προγενέστερη σοσιαλδημοκρατική κατάσταση (ρεφορμισμός).Είτε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, δεν υπάρχει περιθώριο ριζικής αλλαγής εντός του αστικού συστήματος ή επιστροφής σε ένα «προγενέστερο στάδιο», μάλλον αυτό το σύστημα δε θα πέσει μόνο του χωρίς να πάρει κι εμάς μαζί, και πρέπει να ενώσουμε τους αγώνες μας σε κοινή αξιακή και προγραμματική βάση με ξεκάθαρη στόχευση και τη σταδιακή δημιουργία ενός άλλου κόσμου στο εδώ και τώρα (επανάσταση).

Δεν υπάρχει μέση λύση.

Μέχρι τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό & την καταστροφή κάθε μορφής κυριαρχίας

Σ.Κ.


ΔΕΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΟΥΜΑΣΤΕ

ΟΥΤΕ ΜΕ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ – ΟΥΤΕ ΜΕ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Η Αντιφασιστική Κίνηση Καλαμάτας στάθηκε με κοινωνική ευθύνη απέναντι στον κίνδυνο διασποράς της Covid19, περιορίζοντας τις δράσεις της σε αναγκαίες πράξεις αλληλοβοήθειας, ακολουθώντας όλα τα σχετικά μέτρα προφύλαξης και προστασίας. Γνωρίζαμε πολύ καλά ότι οι πιο εκτεθειμένοι απέναντι σε αυτήν την ασθένεια ήταν οι άνθρωποι της τάξης μας, εκείνοι που αν αρρώσταιναν ούτε πρόσβαση κατά προτεραιότητα θα είχαν στις θεραπείες, ούτε την δυνατότητα για ιδιωτική περίθαλψη. Αυτά τα μέτρα προστασίας όμως καμία σχέση δεν είχαν με την απαγόρευση των συναθροίσεων και το δικαίωμα στην πολιτική διαμαρτυρία. Εκείνο που ήθελε η κυβέρνηση να προληφθεί ήταν η διάδοση των ιδεών και όχι της ασθένειας.

Την ώρα που:

– οι άνθρωποι έπρεπε να μένουν κλεισμένοι στο σπίτι, εκτός φυσικά από εκείνους που ως αναλώσιμοι εργάτες συνέχιζαν να πηγαίνουν στους χώρους δουλειάς, όπως οι εργαζόμενοι σε αποθήκες, πολυκαταστήματα, σουπερμάρκετ, τουριστικές επιχειρήσεις κ.α.

– αυτοί οι εργαζόμενοι έπρεπε να στοιβάζονται σε γεμάτα με κόσμο λεωφορεία για να πάνε στις δουλειές τους και να δουλεύουν σε επικίνδυνες συνθήκες χωρίς καμία προφύλαξη ή κάλυψη σε περίπτωση νόσησης. – οι μάχιμοι γιατροί του ΕΣΥ απηύθυναν αγωνιώδεις εκκλήσεις για προσλήψεις και για ενίσχυση του συστήματος υγείας και οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι μας παρότρυναν να τους επιβραβεύουμε με… παλαμάκια από τα μπαλκόνια. – η χώρα που ζούμε έσπασε όλα τα ευρωπαϊκά ρεκόρ σε θανάτους από την άριστη διαχείριση των αρίστων κατά την πανδημία.

– οι κυβερνώντες ψήφιζαν δεκάδες νομοσχέδια κατάργησης εργασιακών δικαιωμάτων και προστασίας του περιβάλλοντος, την κατάργηση οποιασδήποτε ρύθμισης θα μας προστάτευε από το χρηματιστήριο ενέργειας και τα funds, αλλά και την εμπορευματικοποίηση κάθε δημόσιου αγαθού.

– η αστυνομία η ίδια δεν τηρούσε τα μέτρα προστασίας: έδερνε, προσήγαγε και συλλάμβανε κόσμο στο σωρό στοιβάζοντάς τον σε κλειστούς χώρους χωρίς καμία έγνοια για την ασφάλεια και την υγεία του. Εκείνη την ώρα:

Η κυβέρνηση επέλεξε να αναθέσει το έργο της προστασίας της υγείας μας αποκλειστικά στην αστυνομία: αντί για προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών, έκανε προσλήψεις χιλιάδων αστυνομικών και στόλων περιπολικών. Ξεδιπλώθηκε τότε πανελλαδικά ένα τεράστιο κύμα καταστολής που έφτασε μέχρι το σημείο να ξυλοκοπούνται βάναυσα άνθρωποι από την αστυνομία μόνο και μόνο επειδή βρίσκονταν σε μία πλατεία. Δεν ξεχνάμε την Νέα Σμύρνη, το Γαλάτσι, την Αγία Παρασκευή.

Με την ίδια λογική η Κυβέρνηση ανέθεσε στον αρχηγό της αστυνομίας να εκδίδει έκτακτες διαταγές απαγόρευσης των συναθροίσεων, υποτίθεται για να μη διαδοθεί η Covid-19. Η χαλαρότητα της αστυνομίας τη μέρα των Θεοφανείων το 2021, αλλά και στη συγκέντρωση της εγκληματικής οργάνωσης της Χ.Α. για την επέτειο των Ιμίων, επιβεβαίωσε αυτό που γνωρίζαμε εξαρχής: η κυβέρνηση με πρόφαση την πανδημία επιτέθηκε συστηματικά σε εκείνα μόνο τα συνταγματικά δικαιώματα που την ενοχλούν και την εμποδίζουν να ξεδιπλώσει ανενόχλητη την αντεργατική και αντικοινωνική της ατζέντα˙ στη συνάθροιση, τη διαδήλωση, τη συνδικαλιστική ελευθερία και γενικότερα στον πυρήνα των δικαιωμάτων εκείνων που έχουν κατακτηθεί με τους αγώνες των καταπιεζόμενων ως ελάχιστα όπλα απέναντι στην εξουσία και το σύστημα της εκμετάλλευσης.

Στις 6 Δεκεμβρίου 2020 η Αντιφασιστική Κίνηση Καλαμάτας κάλεσε σε συγκέντρωση τιμής και μνήμης για τον δολοφονημένο εν ψυχρώ από την αστυνομία Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στις 11.00 το πρωί στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας τονίζοντας την ανάγκη τήρησης των αναγκαίων μέτρων προστασίας μας (αποστάσεις, μάσκες). Η κυβέρνηση εντελώς προσχηματικά απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις πανελλαδικά για τη συγκεκριμένη μέρα. Οι άνθρωποι που αποφάσισαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα εμφανίσθηκαν στην πλατεία με αιτία μετακίνησης τη σωματική άσκηση και πράγματι άλλοι ήρθαν περπατώντας και άλλοι ήρθαν με τα ποδήλατά τους. Αυτό που αντικρύσαμε όσοι και όσες φτάσαμε στη πλατεία γύρω στις 11 ήταν σουρεαλιστικό: πολυάριθμες αστυνομικές δυνάμεις κάθε κατηγορίας (ΜΑΤ, ΟΠΚΕ, ασφάλεια και ένστολοι), περί τα εκατό άτομα, ήταν συγκεντρωμένοι στην κεντρική πλατεία και γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς να τηρούν κανένα μέτρο ασφαλείας, ενώ εμείς ήμασταν διάσπαρτοι σε μεγάλες αποστάσεις και δεν ξεπερνούσαμε τα 15 άτομα.

Προτού προλάβει να συγκροτηθεί οποιαδήποτε συγκέντρωση, οι αστυνομικοί προέβησαν στην πρώτη σύλληψη. Ο σύντροφος συνελήφθη εντελώς προσχηματικά, όταν είπε στους αστυνομικούς να σταματήσουν να προκαλούν και να προσβάλουν. Οι αστυνομικές δυνάμεις αποτελούμενες από ΟΠΚΕ και ασφαλίτες όρμησαν πάνω του, φωνάζοντας και τραβώντας τον χωρίς ο ίδιος να αντιστέκεται, ενώ όλοι οι υπόλοιποι διαμαρτυρόμασταν για την προσαγωγή του. Μετά από λίγο αποφασίσθηκε επί τόπου να μεταβούμε όλοι στο αστυνομικό τμήμα για να απαιτήσουμε την απελευθέρωση του προσαγόμενου συντρόφου. Όταν οι αστυνομικοί αντιλήφθηκαν ότι εμφανίστηκε πανό με το σύνθημα «ΜΑΤ ΠΑΝΤΟΥ-ΜΕΘ ΠΟΥΘΕΝΑ» με σκοπό οι δύο σύντροφοι που το κράτησαν για δευτερόλεπτα στα χέρια τους να το εναποθέσουν στην πλατεία (πάνω στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο) και να αποχωρήσουμε, αμέσως προχώρησαν στην προσαγωγή και αυτών κατά τον ίδιο τρόπο.

Μετά από αυτά, φυσικά όσοι και όσες ήμασταν στην πλατεία μεταβήκαμε στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατούνταν οι σύντροφοί μας χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο επί τουλάχιστον τρεις ώρες. Η πρακτική των προσαγωγών χωρίς πρόσβαση σε συνήγορο διανθίστηκε με δικαιολογίες που αν δεν ήταν επικίνδυνες, θα ήταν γελοίες: οι αστυνομικοί απαιτούσαν από τη συνήγορο να υποδείξει από ποια διάταξη προβλέπεται η παρουσία δικηγόρου για κάποιον που «απλά του κόβουν πρόστιμο»!

Ύστερα από ώρες, κατά τις συνήθεις «δημοκρατικές πρακτικές», η αστυνομία ανακοίνωσε ότι οι σύντροφοί μας συλλαμβάνονται με τις κατηγορίες της παραβίασης μέτρων που έχουν τεθεί για την πρόληψη ασθενειών από τις οποίες θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για αόριστο αριθμό ανθρώπων και της απείθειας γιατί δεν διαλύθηκαν. Ένας σύντροφος αρνήθηκε να δώσει αποτυπώματα και φορτώθηκε άλλη μία κατηγορία για απείθεια. Σημειώνουμε για το αστείο της υπόθεσης ότι η απαγόρευση συγκέντρωσης αφορούσε τον αριθμό των 4 ατόμων και οι συλληφθέντες είναι 3! Μάλιστα, οι σύντροφοι αποδεδειγμένα ήταν αρνητικοί στον Covid-19, ενώ κατά δημοσιεύματα στα κρατητήρια της αστυνομίας υπήρχε επιβεβαιωμένο κρούσμα.

Είναι ολοφάνερο ότι ο μόνος πραγματικός λόγος των συλλήψεων των συντρόφων μας είναι η επίδειξη ισχύος του κράτους απέναντι στην αμφισβήτηση των πολιτικών επιλογών του. Πάνω στην πλατεία υπήρχε πλήθος κόσμου που έκανε τη βόλτα του. Η δική μας παρουσία αντικειμενικά δεν διέφερε σε τίποτα από αυτό. Η μόνη διαφορά του ήταν ότι εμείς είχαμε μία κοινή συνείδηση τιμής της μνήμης του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και μια κριτική πολιτική σκέψη ενάντια στην χουντικής έμπνευσης απαγόρευση των πολιτικών συγκεντρώσεων, που καμία φυσικά σχέση δεν είχε με τη διαφύλαξη της ασφάλειας και της υγείας μας.

Γι’ αυτό και η δίωξη των συντρόφων μας είναι μία πολιτική επιλογή τιμώρησης του φρονήματος! Οι επιλογές αυτές της κυβέρνησης για περισσότερη καταστολή απέναντι στην ανάγκη για θωράκιση της δημόσιας υγείας με γιατρούς και υποδομές δεν ήταν ούτε στιγμιαία ούτε τυχαία. Είναι μέρος της συνολικής επίθεσης απέναντι στα δικαιώματα των εργαζομένων και κάθε ανθρώπου που αγωνίζεται. Μέρος της ίδιας πολιτικής είναι η ποινικοποίηση των απεργών που υπερασπίζονται την συλλογική τους απόφαση ενάντια στους απεργοσπάστες, των κινητοποιήσεων ενάντια στους πλειστηριασμούς, αλλά και κάθε είδους αγωνιστικής δράσης που κατά βούληση θα αναγορεύεται σε αξιόποινη πράξη μέσα από δικογραφίες στημένες στα γραφεία της ασφάλειας και δίκες με μάρτυρες αστυνομικούς να μετατρέπονται σε «φαντάσματα», όπως επιχειρείται με τις νέες αλλαγές στους ποινικούς κώδικες.

Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στην πολιτική δράση και υψώνουμε ανάχωμα στην ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων! Θα αγωνιζόμαστε ενάντια στο σύστημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης όσα εμπόδια και να μας βάλουν!

Απαιτούμε την αθώωση των τριών μελών της Αντιφασιστικής Κίνησης όπως και όλων των συλληφθέντων πανελλαδικά στις 17 Νοέμβρη και 6 Δεκέμβρη του 2020!

Καλούμε όλο τον κόσμο του αγώνα να εκφράσει την αλληλεγγύη του με ψηφίσματα και δράσεις ενόψει του δικαστηρίου που θα γίνει στις 24 Ιανουαρίου 2024 στην Καλαμάτα!

Καλούμε όλο τον κόσμο του αγώνα να συμμετέχει στη συγκέντρωση αλληλεγγύης έξω από τα δικαστήρια Καλαμάτας στις 24 Ιανουαρίου 2024 και ώρα 09:00!

– Αντιφασιστική Κίνηση Καλαμάτας

Μοιραστείτε το άρθρο