Θεσσαλονίκη | 3 γιγαντοπανό σε 1 πυροβολείο για τα -προς το παρόν- εκκενωμένα σπίτια & όσα πρόσωπα αντιστέκονται ακόμη

Κι απ’ το τραγούδι μας αυτό
παλιάτσοι άλλοι εκατό
να επιτεθούν στην εξουσία

Πόσα κιλά τσιμέντο χρειάζονται για να μπαζώσεις μια ουτοπία; Μια σφραγισμένη πόρτα δε λέει τίποτα σ’ όσους ανοίγουνε περάσματα. Οι καταλήψεις και οι κοινότητές τους αποτελούν ερώτηση που ταράζει τον ύπνο μιας εποχής αυτονόητα υποταγμένης. Οι καταλήψεις και οι κοινότητές τους αποτολμούν απάντηση στην ερώτηση που ίδιες αποτελούν απ’ όταν υπάρχουν. Και η ερώτηση είναι: πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε μια φορά κι έναν καιρό και τι μας εμποδίζει;

Το σημερινό trend καλύπτει το χθεσινό – το αυριανό ήδη διαφημίζεται. Όσο ο άνθρωπος σέρνεται απονευρωμένος στη διαφημιστική λεωφόρο της self-made επιβίωσης, ανάμεσα σε ναυάγια μεταναστών, δίπλα από τρένα που συγκρούστηκαν «τραγικά» παίρνοντας μαζί τους τόση ζωή και πάνω στην καμένη γη της ανεμογεννήτριας και του ηλιακού πάνελ, οι καταλήψεις σπρώχνουνε την πόρτα του παρόντος και συγκρούονται. Επαναφέρουν τη ζωή στον τόπο της παρουσίας και της δράσης, εκμηδενίζοντας την απόσταση της απουσίας που προσφέρει ένα (re)post. Μια φορά κι ένας καιρός τ ώ ρ α είναι.

Η αίσθηση της ελευθερίας δεν κατοικεί πολλά σπίτια, παρά μόνο εκείνα που τα κλειδιά τους κρατάν δεκάδες χέρια τριγύρω στη γεωγραφία – κι όχι ένας ιδιοκτήτης. Παρά μόνο τα σπίτια που στους ετοιμόρροπους τοίχους τους σπάνε τα μυαλά και τα χρόνια για την επανεφεύρεση της γλώσσας και της συνύπαρξης, της συνδημιουργίας και της επίθεσης στον κόσμο που συντρίβει ό,τι ζωντανό ξεπηδήσει από μέσα του.

Στα εκκενωμένα σπίτια προβάλλεται μια μικρογραφία του όλου. Οι ξυλοδαρμοί, οι συλλήψεις, τα δικόγραφα υπενθυμίζουν στους φιλήσυχους πως η συλλογικοποίηση της ζωής είναι αδίκημα στην εποχή της επιβεβλημένης μοναξιάς, όπου καθένας πρέπει μόνο να μασουλάει τα cookies της εξατομίκευσής του. Τα τελεσίγραφα, τα ΦΕΚ, και τα παζάρια νομιμότητας είναι επικηρύξεις που ζητάν επιτακτικά το κεφάλι της κοινότητας που βρήκε το θράσος να αυτοργανωθεί. Ωστόσο ο παλιάτσος επιμένει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός από καιρό και στοιχηματίζει κάθε φορά το κεφάλι του γι’ αυτό. Όταν τα σπίτια εκκενώνονται η ίδια εξουσία που επικήρυξε την κοινότητα έρχεται να εκτελέσει την επικήρυξη και η ίδια να εισπράξει το αντίτιμο, υποκλινόμενη στον τηλεοπτικό θίασο. Όμως η ζωή γράφεται στο δρόμο κι όχι σε πολιτικές ατζέντες – οι εκκενώσεις, λοιπόν, εκκινήσεις.

Αν και διωκόμενη παντού η κοινότητα παραμένει ασύλληπτη γιατί ο πόλεμός της δε διεξάγεται μόνο υλικά. Τα ντουβάρια συνιστούν σημείο συνάντησης και μια αντικειμενική πραγματικότητα, ωστόσο η υπόσταση της κοινότητας δε στοιχειοθετείται με σοβάδες και σκυρόδεμα. Μπάτσοι, υπουργεία, πανεπιστήμια και επιχειρήσεις κάνουν ασκήσεις επί χάρτου για καταστολή και «αξιοποίηση»: θαυμάζουν το μέλλον μέσα από μπαζωμένα παράθυρα σχεδιάζοντας σωφρονιστικά θέρετρα – αλλά οι ιδέες δεν εκκενώνονται. Κι αυτό είναι κάτι που δε συνέλαβε καμιά εξουσία ως εδώ.

Αλληλεγγύη σ’ όσες δε συνήθισαν στην παρουσία του τέρατος, συνενοχή με τα πρόσωπα που επιμένουν ν’ αντιστέκονται.

Μοιραστείτε το άρθρο