Γαλλία: Η αυτοδιαχείριση του συνταξιοδοτικού από τους εργαζομένους υπήρξε γεγονός

Υπήρξε μια εποχή που η συνταξιοδότηση θεωρούνταν και διαχειρίζονταν ως κοινό αγαθό. Καθώς η μεταρρύθμιση σπρώχνει εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους, ας ανατρέξουμε σε μια επαναστατική μέθοδο διαχείρισης.

Élisabeth, ξεπερνάς τα όρια/bornes” (Borne λογοπαίγνιο με το επίθετο της πρωθυπουργού), “Μακρόν, πάρε τη δική σου σύνταξη, όχι τη δική μας”: στις πορείες στη Γαλλία, τα συνθήματα και οι επιγραφές στα πλακάτ εξαπολύονται εναντίον των σχεδιαστών της μισητής μεταρρύθμισης. Ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού -σχεδόν 7 στους 10 Γάλλους- αποδοκιμάζει την επέκταση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64 έτη, η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της κλείνουν τα αυτιά τους. Μια χούφτα υπουργών και βουλευτών αποφασίζουν για το μέλλον δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Η μεταρρύθμιση αυτή εγείρει ένα μείζον δημοκρατικό πρόβλημα”, λέει ο κοινωνιολόγος Pierre Sauvêtre. Οι άνθρωποι που καταβάλλουν την προσπάθεια της αλληλοβοήθειας, μέσω των εισφορών, στερούνται της δυνατότητας να αποφασίζουν πώς θα γίνει αυτή η προσπάθεια και για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιηθεί.

Αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε. Από τα ταμεία αλληλεγγύης των εργαζομένων τον 19ο αιώνα μέχρι τη δημιουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης το 1945, οι εργαζόμενοι είχαν για καιρό τον έλεγχο της κοινωνικής τους προστασίας. Τι θα γινόταν αν επιστρέφαμε σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο συνταξιοδοτικό σύστημα; Καθώς οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται στη Γαλλία, το Reporterre διερευνά αυτή την επαναστατική ιδέα.

Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται

Ήδη από τον 19ο αιώνα, οι σιδηροδρομικοί, οι ανθρακωρύχοι και οι εργάτες συγκέντρωναν μέρος του εισοδήματός τους για να αλληλο-υποστηρίζονται. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η Société du devoir mutuel (Κοινωνία αμοιβαίου καθήκοντος), η οποία ιδρύθηκε από διευθυντές εργαστηρίων υφαντουργίας τη δεκαετία του 1830. Εκείνη την εποχή, αγωνίζονταν για ένα εγγυημένο ελάχιστο μισθό.

Οι ενώσεις των εργατών ανέπτυξαν ταμεία αλληλοβοήθειας, τα οποία κάλυπταν κυρίως την ανεργία -είτε ακούσια είτε εκούσια, με άλλα λόγια λόγω απεργίας-, την ασθένεια και τα έξοδα ταξιδιού, τα οποία ήταν συχνά απαραίτητα για την κατάρτιση”, λέει ο ιστορικός Michel Pigenet. Αλλά υπήρχαν πολύ λίγα συνταξιοδοτικά ταμεία. Οι εργαζόμενοι πέθαιναν νέοι, πριν φτάσουν στην ηλικία συνταξιοδότησης, και η επισφάλεια ήταν τέτοια που λίγοι από αυτούς μπορούσαν να κάνουν οικονομίες για ένα υποθετικό “αργότερα”.

Για να αντιμετωπίσει την άνοδο του εργατικού κινήματος, αποφεύγοντας παράλληλα να προκαλέσει επαναστατικό κίνημα, ο Ναπολέων Γ’ ευνόησε την ανάπτυξη των εταιρειών αλληλοβοήθειας κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Η ιδέα ήταν να προσανατολιστούν οι εργαζόμενοι προς τη συζήτηση για την “κοινωνική προστασία” και όχι για την “υπεράσπιση των μισθών”, συνοψίζει ο Michel Pigenet. Ως εκ τούτου, προώθησε αυτές τις τοπικές κοινωνίες, χωρίς αναφορά σε κάποιο επάγγελμα, οι οποίες εποπτεύονταν εν μέρει από επώνυμους. Ο στόχος του ήταν να διατηρηθεί ο έλεγχος του εργατικού δυναμικού.

Αυτή η “αυτοκρατορική αμοιβαιότητα” είχε μικρή ή καθόλου απήχηση στους εργαζόμενους. Όμως η ζημιά είχε γίνει: οι εργατικές οργανώσεις, και στη συνέχεια τα συνδικάτα, όταν νομιμοποιήθηκαν το 1884, δεν ανέκτησαν τον έλεγχο της κοινωνικής προστασίας. Μέχρι το 1945 και τη δημιουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. “Αυτή ήταν η επιστροφή της εξουσίας λήψης αποφάσεων και διαχείρισης στους εργαζόμενους”, κατέληξε ο ιστορικός.

“Το κράτος επιβλήθηκε στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης”.

Έτσι, τα τρία τέταρτα των συνταξιοδοτικών ταμείων διαχειρίζονταν από εκπροσώπους των συνδικάτων, ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο από τα αφεντικά. Ο Pierre Laroque, ένας από τους αρχιτέκτονες του Sécu, εξήγησε ότι “το σχέδιο αυτό δεν αποσκοπούσε μόνο στη βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων, αλλά κυρίως στη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής τάξης στην οποία οι εργαζόμενοι θα είχαν πλήρη ευθύνη”.

Μη βιώσιμο για τις άρχουσες τάξεις. Όπως αφηγείται ο Nicolas Da Silva σε άρθρο του στη Le Monde diplomatique, “πάντα φαινόταν σκανδαλώδες για τις πολιτικές, διοικητικές και οικονομικές ελίτ το γεγονός ότι ο κόσμος της εργασίας θα έπρεπε να ηγηθεί ενός θεσμού τέτοιου μεγέθους”. Και συνεχίζει: “Δεν έπαψαν ποτέ να αμφισβητούν την αρχική του πρωτοτυπία. Τη διαχείριση των κονδυλίων από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους ».

Από τα διατάγματα του Υπουργού Κοινωνικών Υποθέσεων Jean-Marcel Jeanneney το 1967 μέχρι το σχέδιο του Alain Juppé το 1995, όταν ήταν πρωθυπουργός, οι κυβερνήσεις πήραν σταδιακά πίσω την εξουσία της κοινωνικής προστασίας. Για τον Nicola Da Silva, “το κράτος επιβλήθηκε στην κοινωνική ασφάλιση” ενσωματώνοντάς την στον εθνικό προϋπολογισμό και θεωρώντας την ως λογιστική μεταβλητή.

Επιστροφή της εξουσίας στους πολίτες

Το συνταξιοδοτικό μας σύστημα είναι επομένως “ένα ανολοκλήρωτο κοινό”, σύμφωνα με τα λόγια του Benoît Borrits, ανεξάρτητου ερευνητή που ειδικεύεται στο θέμα. Αλλά θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε αυτό, εμπνεόμενοι ακριβώς από τον κοινοτισμό. “Αυτό προϋποθέτει τη συγκέντρωση πόρων -που γίνεται μέσω των συνδρομών των μελών- αλλά και την αυτοοργάνωση και τη διαχείριση από τους ίδιους τους χρήστες”, λέει ο Pierre Sauvêtre. Η επιστροφή της εξουσίας στους πολίτες να αποφασίζουν για τη συνταξιοδότησή τους θα είχε επίσης άμεσο οικολογικό αποτέλεσμα: την επιστροφή στην ηλικία συνταξιοδότησης των 60 ετών (ή και νωρίτερα!), που επιθυμούν περισσότεροι από 7 στους 10 Γάλλους. Λιγότερη εργασία, λιγότερη παραγωγή, λιγότερη ρύπανση.

Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Ο κοινωνιολόγος παίρνει ως παράδειγμα τους στεγαστικούς συνεταιρισμούς, όπου οι κάτοικοι συγκεντρώνουν τους πόρους τους προκειμένου να αγοράσουν και να διαχειριστούν από κοινού ένα σπίτι, με κοινούς κανόνες διαβίωσης που αποφασίζονται συλλογικά. Με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τοπικά, αυτοδιαχειριζόμενα συνταξιοδοτικά ταμεία: “Πρέπει να οικοδομήσουμε συστήματα αλληλεγγύης στην κλίμακα όπου οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά να τα σκεφτούν”, επέμεινε ο Matthieu Amiech το 2019. Το οικολογικό ζήτημα θέτει την ανάγκη να επιστρέψουμε σε μικρότερες, πιο τοπικές κλίμακες, οι οποίες είναι οι καταλληλες κλίμακες για την πολιτική διαβούλευση.

Ταμεία που θα λειτουργούν σε κοινοτικό επίπεδο ή οργανωμένα κατά κλάδο, όπως συνέβαινε τον 19ο αιώνα, με μια μορφή φεντεραλισμού: “Θα υπήρχαν αποφάσεις που θα λαμβάνονταν σε τοπικό επίπεδο, αλλά άλλες που θα λαμβάνονταν σε εθνικό επίπεδο”, προσθέτει ο Pierre Sauvêtre. Με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγονταν οι υπερβολικές ανισότητες μεταξύ των περιοχών.

Ριζική αναδιανομή του πλούτου

Για τον Benoît Borrits, η τοπική κλίμακα δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Αντίθετα, “μπορούμε να επιστρέψουμε σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο συνταξιοδοτικό σύστημα, αποσυνδέοντας και πάλι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τον κρατικό προϋπολογισμό και χρηματοδοτώντας το αποκλειστικά μέσω των εισφορών των εργαζομένων”. Αλλά αυτός ο ορίζοντας, που απαιτεί να μην υπάρχουν εργοδοτικές εισφορές -αν οι διευθυντές δεν συνεισφέρουν πλέον, δεν έχουν πλέον λόγο- είναι εφικτός μόνο αν οι μισθοί είναι αρκετά υψηλοί. Διαφορετικά, επιστρέφουμε στο τετράγωνο 1900: οι άνθρωποι δεν θα θέλουν, ούτε θα μπορούν, να μοιραστούν τις πενιχρές αποταμιεύσεις τους στα ταμεία αλληλεγγύης.

Αύξηση των μισθών: αδύνατο, λένε ήδη οι πολιτικοί και βιομηχανικοί ιθύνοντες. Και όμως, και εδώ, πάλι, υπάρχουν διάφοροι δρόμοι, κυρίως αυτοί που ακολουθούνται όσους υποστηρίζουν την αποανάπτυξη. Ο Benoît Borrits, για παράδειγμα, προτείνει ένα σύστημα οικονομικής ασφάλειας στο οποίο ένα μέρος του παραγόμενου πλούτου θα συγκεντρώνονταν και θα αναδιανέμονταν με ισότιμο τρόπο σε όλους τους ενεργούς. Ο Baptiste Mylondo, και πολλοί άλλοι, πιέζουν για ένα καθολικό επίδομα (ή άνευ όρων εισόδημα) που θα χρηματοδοτείται από φόρους.

Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα ελκυστική για την Isabelle Attard, πρώην πολιτικό των Πρασίνων και αναρχική. “Ένα καθολικό εισόδημα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής θα επέτρεπε στους ανθρώπους να μην εργάζονται μέχρι θανάτου, να μην εξαντλούνται στα 55. Αυτό θα ήταν ένα πράσινο σύστημα συνταξιοδότησης. Ένα εγγυημένο εισόδημα, μείωση των ωρών εργασίας σε τέσσερις ώρες την ημέρα, όπως το φαντάστηκαν οι Ισπανοί αναρχικοί το 1936, χρόνος που θα απελευθερωνόταν για κηπουρική, μαγείρεμα, δεσμούς… και όλα αυτά χάρη σε μια ριζική κατανομή του πλούτου.

Lorène Lavocat

16 février 2023

Απόδοση από τα γαλλικά Ηρώ Σιαφλιάκη

Μοιραστείτε το άρθρο