Η αριστερά και η επιστροφή του κράτους – Ι

Του Σπύρου Μαρκέτου Ιστορικού στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

«Η αριστερά θα πρέπει ν’ απαντήσει τόσο στους συντηρητικούς όσο και στους φιλελεύθερους, φτιάχνοντας το δικό της αντιηγεμονικό σχέδιο και προβάλλοντας την αυτονομία της από τα ολιγαρχικά στρατόπεδα. Μόνον έτσι μπορεί ν’ αναγεννηθεί.»
Συστημικές αντινομίες και ιμπεριαλισμός

Έχοντας μπει από τη δεκαετία του 1970 στην τερματική κρίση του [1], το καπιταλιστικό σύστημα βλέπει τις αντινομίες του να χειροτερεύουν ακατάπαυστα [2]. Οι πολιτικοί του παράγοντες αποκρίνονται στις ολοένα συχνότερες καταστάσεις ανάγκης με μια τεράστια επέκταση των κρατικών εξουσιών, την πιο φιλόδοξη σ’ ολόκληρη την ιστορία των κρατών, συστηματικά περιστέλλοντας τις δημοκρατικές κατακτήσεις των δυο προηγούμενων αιώνων. Ο αυταρχισμός ωστόσο δεν έχει λύσεις για τη διαρκή χειροτέρευση των διεθνών συγκρούσεων, που είναι και αυτή άλλος ένας σαφής δείκτης του πώς προχωρά η κρίση.

Ο διπολικός κόσμος γεννήθηκε το 1945 κι εδραιώθηκε μέσα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Έπειτα από μια σύντομη περίοδο ειρηνικής συνύπαρξης και προσπαθειών ύφεσης (1973-1985) η Ουάσιγκτον ξεκίνησε τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο. Με το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Πολέμου των Άστρων τσάκισε τη σοβιετική οικονομία κι εντέλει κατέστρεψε το Ανατολικό Μπλοκ και την ίδια τη Σοβιετική Ένωση το 1992. Ακολούθησαν κάποιες δειλές προσπάθειες για μια λιγότερο ανταγωνιστική διεθνή τάξη πραγμάτων, εξ ορισμού ατελέσφορες μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο, που έληξαν βίαια το 2001 [3]. Έκτοτε οι οικονομικές και γεωπολιτικές κρίσεις έρχονται με ολοένα ταχύτερο ρυθμό, ενώ οι αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις πολλαπλασιάζονται και η ίδια η κυριαρχία των αδύναμων κρατών περιστέλλεται [4]. Αυτή είναι η περίφημη Νέα Τάξη Πραγμάτων, που καταγγέλλει η σημερινή λαϊκή δεξιά για να προσελκύσει τις χειμαζόμενες μάζες χωρίς να τις στρέψει ενάντια στον καπιταλισμό.

Κύριο όργανο της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης είναι το ΝΑΤΟ. Από τη δική του σκοπιά, στον Πρώτο Ψυχρό Πόλεμο ήταν μια συμμαχία κατ’ εξοχήν εστιασμένη στην αποτροπή και άμυνα (1949–1991), ενώ το NATO 2.0 (1991–2010) δήθεν προώθησε την «ευρωπαϊκή ασφάλεια» μέσω της διεύρυνσής του και «ανθρωπιστικών» του επεμβάσεων, λόγου χάρη στη Γιουγκοσλαβία. Το NATO 3.0 πλέον συνδέει τη λειτουργική και γεωγραφική του επέκταση με επεμβάσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίες δεν προωθούν απαραίτητα τις δημοκρατικές αξίες [5]. Αναμφίβολα, «οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η κυρία, αν όχι η μόνη, δύναμη πίσω από τη γεωγραφική και λειτουργική επέκταση του ΝΑΤΟ» [6].

Από τη σκοπιά πάλι των λαϊκών στρωμάτων, όλες αυτές οι διαδικασίες μοιάζουν λιγότερο αθώες ή και συνιστούν έναν ιδιαίτερα επιθετικό ιμπεριαλισμό. Το αν μπορούν να κλιμακωθούν παραμένει ανοικτό ερώτημα, πόσω μάλλον καθώς η Δύση απώλεσε τον οικονομικό δυναμισμό που θα τής επέτρεπε να πραγματοποιήσει τους γεωπολιτικούς της στόχους [7], οι οποίοι πρακτικά σημαίνουν «ένα νέο ψυχρό πόλεμο των ΗΠΑ και των δορυφόρων τους στο ΝΑΤΟ όχι μόνον εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας, αλλά κι ενάντια σ’ όλες εκείνες τις χώρες οι οποίες αντιστέκονται στις ιδιωτικοποιήσεις και τη χρηματιστικοποίηση που προωθούν οι ΗΠΑ» [8].

Ακόμη και πριν από την ουκρανική σύγκρουση και την ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, οι Δυτικές οικονομίες θύμιζαν «ένα κρυστάλλινο βάζο γεμάτο περιττώματα, αφημένο άκρη άκρη στο πιο ψηλό ράφι πάνω απ’ το μαρμάρινο πάτωμα» [9]. Από την αρχή της πανδημίας η οικονομική αναταραχή χειροτερεύει με ανυπολόγιστες πολιτικές επιπτώσεις. Εδώ και δεκαετίες το Δυτικό επίπεδο ζωής πέφτει γενικά για την εργατική και τη μικροαστική τάξη, ενώ είναι σαφές ότι για τους ευρωπαϊκούς λαούς ο χειμώνας του 2022-3 θα είναι ο χειρότερος από τη δεκαετία του 1940. Στις ΗΠΑ το προσδόκιμο επιβίωσης, ο πιο εύγλωττος ίσως δείκτης κοινωνικής ευημερίας, με τη βοήθεια των αδοκίμαστων σκευασμάτων mRNAπου χορηγήθηκαν μαζικά στον απροστάτευτο πληθυσμό καταρρέει κι έχει ήδη πέσει κάτω από της Κίνας [10].

Η αντίθεση ανάμεσα στη μεγέθυνση της κινεζικής και τη συρρίκνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας την πρώτη χρονιά της πανδημίας, καθώς και η σταθερή χειροτέρευση της ανισότητας πλούτου και εισοδήματος στην Ευρώπη, δείχνουν πως η τρέχουσα Πανδημική Κρίση ορίζεται κυρίως από πολιτικούς παράγοντες. Η κοινωνική πόλωση ανάμεσα στο 1% και την πλειονότητα του πληθυσμού εντείνεται καθώς η χρηματοπιστωτική απαλλοτρίωση μεταφέρει πλούτο και εισοδήματα από τα κάτω προς τα πάνω, από τους πολλούς στους λίγους, από τους αδύναμους στους ισχυρούς. Συγκεκριμένες πολιτικές, λόγου χάρη το Δυτικό εμπάργκο στην ενέργεια και τα λιπάσματα της Ρωσίας, χειροτερεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Η επιστροφή του κράτους

Καθώς η παγκόσμια κρίση χειροτερεύει, τα κράτη ολοένα εμφανέστερα έρχονται στο προσκήνιο. Οι αποκρίσεις των κρατών στα δύο μεγάλα σοκ που έπληξαν το καπιταλιστικό σύστημα την τελευταία δεκαπενταετία, δηλαδή τη Μεγάλη Ύφεση του 2007-9 και την Πανδημική Κρίση που συνέθεσαν η κρίση δημόσιας υγείας και η οικονομική κρίση το 2020-21, έγιναν ο πρόλογος της τωρινής γεωπολιτικής κρίσης. Το κοινό τους στοιχείο σ’ Ανατολή και Δύση ήταν η δραστήρια και κολοσσιαίων διαστάσεων κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Στα πεδία της κοινωνικής πολιτικής όμως τα κράτη ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, οι οποίοι αποτύπωναν τη διαφορετική ταξική δομή και ιστορία τους, καθώς και τις διαφορετικές τους θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.

Τα Δυτικά κράτη γενικά απάντησαν και στις δύο κρίσεις ενισχύοντας τις άρχουσες ολιγαρχίες τους και χειροτερεύοντας ακόμη περισσότερο την εσωτερική κοινωνική πόλωση που προκάλεσαν δεκαετίες νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Οι στρατηγικοί ανταγωνιστές τους, Κίνα και Ρωσία, κέρδισαν σ’ εσωτερική νομιμοποίηση και διεθνή επιρροή μοιράζοντας λιγότερο άνισα τα κόστη και τις θυσίες στις κοινωνίες τους, κι επίσης προσφέροντας σημαντική διεθνή βοήθεια στις φιλικές τους χώρες. Αυτές οι διαφορετικές αποκρίσεις στην πανδημία σηματοδότησαν μια κλιμάκωση στις συγκρούσεις για την παγκόσμια ηγεμονία, κατεξοχήν μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Η τρέχουσα σύρραξη στην Ουκρανία είναι η κορύφωση αυτής της κεντρικής γεωπολιτικής σύγκρουσης των τελευταίων δεκαετιών. Στην πάλη πρωταγωνιστούν εθνικά κράτη, τα οποία, όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ στη «Δεκάτη ογδόη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», αυτονομούνται χάρη στις εσωτερικές διαφωνίες των διάφορων ομάδων της άρχουσας τάξης – γαιοκτημόνων, βιομηχάνων και χρηματιστών τη δική του εποχή.

Παρ’ όλα τα εύκολα λόγια λοιπόν για τις δήθεν παντοδύναμες αγορές, την παγκοσμιοποίηση και τα λοιπά, στην πραγματικότητα τα κράτη, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, καθώς καθένα τους είναι διαφορετικό, ορίζουνε τον κόσμο μας μαζί με το κεφάλαιο. Με τα λόγια του Τσαρλς Τίλλυ, αυτές οι «ιδιότυπες μορφές διακυβέρνησης» είναι «σχετικά συγκεντροποιημένοι κι εσωτερικά διαφοροποιημένοι οργανισμοί, που οι αξιωματούχοι τους αξιώνουν περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα έλεγχο πάνω στα κύρια μέσα συγκεντροποιημένης βίας, μέσα στους κόλπους ενός πληθυσμού που κατοικεί σε μια αξιόλογου μεγέθους και αδιάσπαστη επικράτεια» [11]. Έχοντας συσσωρεύσει τεράστια κοινωνική ισχύ, σε τελική ανάλυση μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους στην επικράτεια όπου κυριαρχούν, όχι μόνο με την έννοια ότι ελέγχουν τους μηχανισμούς οργανωμένης και νομιμοποιημένης βίας –στρατό, αστυνομία και δικαιοσύνη- αλλά και με την οικονομία.

Αναλύοντας τη Γαλλία, ο κορυφαίος ριζοσπάστης ιστορικός δημογράφος Εμμανουέλ Τοντ βρίσκει πως τον έλεγχό της διατηρεί η «κρατικο-χρηματιστική αριστοκρατία», δηλαδή το ισχυρότερο χιλιοστό της γαλλικής κοινωνίας, που κυριαρχεί στις ανώτατες βαθμίδες του κράτους καθώς και στις τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα [12]. Τα συμπεράσματά του λίγο πολύ ισχύουν για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Στην κορυφή των σημερινών καπιταλιστικών κρατών, όπως μάς δείχνει ο Ντέηβιντ Χάρβεϋ, βρίσκεται το «κρατικό-χρηματιστικό πλέγμα», όπως το χαρακτηρίζει, το οποίο άλλωστε δεσπόζει και στην κορυφή του πιστωτικού συστήματος. Πρόκειται για το σημείο όπου συγκλίνουν κρατική και οικονομική εξουσία, ακυρώνοντας την αφελή ιδέα ότι κράτος και κεφάλαιο είναι καθαρά διαχωρισμένα μεταξύ τους.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως κράτος και κεφάλαιο ταυτίζονται, ή ταυτίζονταν ποτέ στο παρελθόν. Απλώς αναδεικνύουν κάποιες σκληρές κυβερνητικές δομές και λειτουργίες που λειτουργούν με αναγκαστική συνεργεία κράτους και κεφαλαίου, όπως ήταν παλιότερα η εξουσία να κόβεις νόμισμα και είναι σήμερα οι εξουσίες των κεντρικών τραπεζών και των υπουργείων Οικονομικών. Μέσα απ’ αυτές η κρατική διαχείριση της δημιουργίας κεφαλαίου και των νομισματικών ροών γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, και δεν μπορεί να ξεχωριστεί απ’ αυτήν μέσα στην κοινωνική ζωή. Ισχύει βέβαια και η αντίστροφη σχέση, καθώς φόροι και δάνεια ρέουν προς το κρατικό θησαυροφυλάκιο, ενώ επίσης λειτουργίες που ήτανε παλιότερα κρατικές αρχίζουν πλέον να κυριαρχούνται από το χρήμα και το εμπόρευμα κι εντέλει ιδιωτικοποιούνται [13]. Οι παλιότερες δημοκρατικές εγγυήσεις ακυρώνονται καθώς οι εξουσίες μεταβιβάζονται στις λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές, στην πραγματικότητα ανεξάρτητες από τη λαϊκή πίεση και οργανικά στοιχεία αυτού που η αριστερή ανάλυση μεταπολεμικά χαρακτήριζε «βαθύ κράτος». Βλέπουμε ολόγυρά μας σχετικά παραδείγματα προφανή και άφθονα.

Η λογική λοιπόν του καπιταλιστικού κράτους είναι αλληλένδετη με τη λογική του κεφαλαίου, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της. Επιβάλλοντας κανόνες μέσω των οποίων λειτουργούν οι αγορές, και με βάση τους οποίους εκτυλίσσεται η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, στην πραγματικότητα η συσσώρευση του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, οι κρατικοί μηχανισμοί επηρεάζουν πανίσχυρα, και μερικές φορές και άμεσα, την κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας. Στην προηγούμενη κορύφωση της οικονομικής κρίσης, το 2008, το κράτος και κανέναν άλλο κάλεσαν επειγόντως οι καπιταλιστές να σώσει το σύστημα, και αυτό ακριβώς κατόρθωσε να κάνει το καπιταλιστικό κράτος, έστω και προσωρινά.

Στη διάρκεια της πανδημίας τα κράτη παρουσιάστηκαν ως οι κύριοι φορείς πάνω στους οποίους στηρίχθηκε ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος και χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός. Αυτά ακριβώς λειτούργησαν ως οι κύριοι διασώστες του συστήματος και προστάτες των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Στο εσωτερικό της επικράτειάς τους παραμέρισαν τα αξιώματα και τις συνταγές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού για ν’ αναδείξουν την ουσία του, δηλαδή την κυριαρχία του κρατικοχρηματιστικού πλέγματος εξουσίας, κι επίσης επέβαλαν ακραία παρεμβατικά μέτρα στην κοινωνική και προσωπική ζωή των υπηκόων, φυσικά όχι πολιτών, πολίτες έχουν οι δημοκρατίες, εστιάζοντας στη δημόσια υγεία και την υγιεινή, καθώς και ακραίους περιορισμούς στις πολιτικές ελευθερίες και την οικονομική δραστηριότητα, μερικές φορές φτάνοντας μέχρι και τις εθνικοποιήσεις. Όλα αυτά τα έκαναν με την επίκληση μιας κατάστασης ανάγκης, ή με άλλες αντίστοιχες δικαιολογίες, με τις οποίες ακύρωσαν προσωρινά ή μόνιμα παλαιότερες δημοκρατικές κατακτήσεις.

Η Πανδημική Κρίση που ξέσπασε το 2020 έφερε στο προσκήνιο τα εθνικά κράτη, όχι μόνον επειδή αναγκαστικά οι πολιτικές δημόσιας υγείας έγιναν πολύ πιο δραστήριες, αλλά κι επειδή, στη Δύση, τα ίδια κράτη έκαναν εξαιρετικά ασυνήθιστες παρεμβάσεις στην οικονομία προκειμένου να προστατέψουν τις κυρίαρχες ολιγαρχίες τους. Αυτές ακριβώς οι παρεμβάσεις αποτυπώνονται καθαρά στην πολιτική που ορίζουν τα υπουργεία Οικονομικών και οι κεντρικές τράπεζες και συμπεριλαμβάνει τη νομισματική πολιτική (πρακτικά σήμερα σημαίνει κολοσσιαίων διαστάσεων έκδοση νέου χρήματος) όσο και στη δημοσιονομική πολιτική (χειρισμοί των επιτοκίων δανεισμού και αυξανόμενο δημόσιο χρέος). Οι επιπτώσεις της είναι σήμερα ακόμη μεγαλύτερες απ’ ότι στην κρίση του 2007-9, όταν έδωσε τις πρώτες βοήθειες στην επιβίωση του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Ωστόσο η παγκόσμια διόγκωση του χρέους μετά το 2007 περιορίζει δραστικά τα εργαλεία που έχει σήμερα στη διάθεσή του το κρατικοχρηματιστικό πλέγμα. Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού μεταφράζεται άμεσα σε κοινωνικά καταστροφική και πολιτικά ριψοκίνδυνη οικονομική συρρίκνωση, ενώ η μη αύξησή τους, σε συνδυασμό με την επιταχυνόμενη δημιουργία νέου χρήματος, παράγει πληθωρισμό ο οποίος επίσης δημιουργεί κοινωνικές πιέσεις και απαξιώνει το υπάρχον χρέος. Καθώς το παγκόσμιο σύστημα είναι ιεραρχικά δομημένο κι εφόσον το δολλάριο διατηρεί το ρόλο του παγκόσμιου νομίσματος, οι αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ για τα επιτόκια του δολλαρίου, με γνώμονα τα συμφέροντα της αμερικανικής καπιταλιστικής ολιγαρχίας, μετακυλούν το κόστος της κρίσης στις υποτελείς τους χώρες και κατεξοχήν στην Ευρώπη. Σήμερα οι χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα γνωρίζουν στα χέρια των ΗΠΑ την ίδια καταστροφή που οι ίδιες επέβαλαν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και κατεξοχήν στην Ελλάδα μετά το 2010. Ο καπιταλισμός τρώει τις σάρκες του.

Σε ολόκληρο τον κόσμο πάντως οι κρατικές παρεμβάσεις τον καιρό της πανδημίας συμπεριλάμβαναν εντελώς ασυνήθιστα μέτρα, στα οποία συχνά συμπεριλαμβάνονταν η μερική εθνικοποίηση του μισθολογικού βάρους των ιδιωτικών επιχειρήσεων καθώς και η άμεση επιδότηση των νοικοκυριών με ρευστό χρήμα. Αντιμέτωπος με την κρίση δημόσιας υγείας, ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός ξεφορτώθηκε τη σαβούρα του νεοφιλελευθερισμού και τη λιτότητα, αλλά το έκανε αυτό προκειμένου να σώσει το μεγάλο κεφάλαιο. Φυσικά με τη λήξη της πανδημίας (ήδη έχει ξεχαστεί σ’ όλες τις χώρες που δεν χρησιμοποίησαν μαζικά τα σκευάσματα mRNA)η λιτότητα για τους φτωχούς συνεχίζεται, ενώ από την άλλη μεριά οι πλούσιοι απολαμβάνουν κολοσσιαίες κρατικές επιχορηγήσεις της τιμής των περιουσιακών τους στοιχείων. Το κάνουν αυτό χάρη σε απεγνωσμένα χωροχρονικά μπαλώματα και στη μαζική δημιουργία αντιαξίας, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Ντέηβιντ Χάρβεϋ που αναδεικνύει τα αξεπέραστα όρια όλων αυτών των πολιτικών [14].

Δημοκρατικό έλλειμμα και ολιγαρχία

Η Δημοκρατία δεν ήταν ποτέ κορυφαία προτεραιότητα για τους συντηρητικούς, ενώ και στους φιλελεύθερους η στήριξη αντιδημοκρατικών πολιτικών έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Αντίθετα από τον διαδεδομένο διαφημιστικό μύθο, μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παντού και σχεδόν μόνιμα οι φιλελεύθεροι προωθούσαν απροκάλυπτα αντιδημοκρατικές πολιτικές, ενώ τις έβαλαν σε δεύτερο πλάνο στις καπιταλιστικές μητροπόλεις (όχι βεβαίως στις αποικίες που εξακολουθούσαν να κατέχουν) μονάχα στις λίγες δεκαετίες καπιταλιστικής επέκτασης που ακολούθησαν το 1945, για να τίς επαναφέρουν επί χρηματιστικοποίησης [15]. Ακόμη βαθύτερες ρίζες έχει, στα Δυτικά καθεστώτα, η παράκαμψη των συνταγματικών περιορισμών, που γίνεται πλέον ιδιαίτερα εμφανής. Όπως τό έθεσε κλασικά κι έγκαιρα ο ριζοσπάστης πολιτικός φιλόσοφος Γιοχάννες Ανιόλι, o αληθινός χαρακτηρισμός της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» είναι συνταγματική ολιγαρχία. Όλοι οι άλλοι χαρακτηρισμοί διακρίνονται για τη διαφημιστική απατηλότητά τους, που παράγει συναίνεση κι επομένως ειρήνευση, με άλλα λόγια εφησυχασμό […] Το ερώτημα είναι αν οι υπερεθνικές ολιγαρχίες που τώρα αναπτύσσονται (η οικονομική, η πολιτική και η πολιτισμική) θα κρίνουν αναγκαίο να υποταχθούν στους κληροδοτημένους αστικούς κανόνες του συνταγματισμού. Οι οξείες κοινωνικές συγκρούσεις που διαφαίνονται στον ορίζοντα μάλλον κάνουν πολύ αμφίβολο να συμβεί κάτι τέτοιο [16].

Στη χρηματιστικοποιημένη ευρωζώνη, η οικονομική και η χρηματοπιστωτική πολιτική έχουνε και τυπικά αφαιρεθεί από τα χέρια των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Η εκλογική πολιτική μετά το Μάαστριχτ αντικαταστάθηκε από τη Μεγάλη Κωμωδία και, αφότου ξέσπασε η οικονομική κρίση το 2007, από την Πολύ Μεγάλη Κωμωδία (Εμμανουέλ Τοντ) [17]. Στο δικό μας αιώνα, τα δικαιώματα και οι εγγυήσεις που συνδέονται με τον συνταγματισμό και το πολυθρύλητο κράτος δικαίου κενώνονται με κάθε κρίση. Μετά το 2008 εξαφανίστηκαν ολότελα στο χρηματοπιστωτικό πεδίο, ενώ θεμελιώδεις ελευθερίες πλήγηκαν αμέσως μόλις ξέσπασε η πανδημία, με πρόφαση την υγειονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Για ν’ αντιμετωπίσουν τις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις και τη νεολαία η Ελλάδα, τα Κίτρινα Γιλέκα η Γαλλία, και άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη επίσης για δικούς τους λόγους, για να μη μιλήσουμε για τ’ ανατολικοευρωπαϊκά, εμφανίζουν πλέον έντονα χαρακτηριστικά αστυνομοκρατίας [17α].  Ακόμη χειρότερα, σήμερα, τέλη του 2022, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ πρακτικά συμμετέχουν σ’ έναν ακήρυκτο πόλεμο που ούτε καν συζητήθηκε ποτέ δημόσια, με πολεμικούς στόχους απροσδιόριστους, κοινωνικό κόστος ανυπολόγιστο, και ρίσκο συνολικής εκμηδένισης απαράδεκτο κι εγκληματικό. Η λήψη των αποφάσεων γίνεται ολοένα πιο αδιαφανής καθώς ολιγαρχικοί μηχανισμοί κερδίζουν έδαφος.

Η ύπαρξη ολιγαρχών (στη Δύση λέγονται δισεκατομμυριούχοι) και μαζικής φτώχειας οπουδήποτε είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ορίσουμε την τελευταία, εκτός και αν περιοριστούμε σε καθαρά τυπικούς και διαδικαστικούς ορισμούς. Η πολιτική δημοκρατία είναι ανέφικτη σε κοινωνίες όπου ο πλούτος και η εξουσία έχουν τόσο άνιση κατανομή ώστε να υπάρχουν αφενός ολιγάρχες και αφετέρου φτωχοί. Την αποκλείουν εξ ορισμού στον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό τόσο η πάγια εκμετάλλευσή της εργασίας όσο και τα αλλεπάλληλα κύματα απαλλοτριωτικής συσσώρευσης. Οι πολιτικοί φορείς και παράγοντες που αρνούνται αυτή την απλή αλήθεια, ότι για να υπάρξει δημοκρατία πρέπει η ολιγαρχική εξουσία να συντριβεί, ο πλούτος των ολιγαρχών να επιστραφεί στην κοινωνία και η φτώχεια να εκλείψει, δεν είναι δημοκρατικοί κι επομένως εξ ορισμού δεν μπορούν να είναι αριστεροί. Όποιες κι αν είναι οι μνημονικές τους αναφορές, όποια ιδέα κι αν έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, όποιες προτεραιότητες, ευαισθησίες ή ταυτότητες και αν επικαλούνται ρητορικά, αν δεν μιλούν για την ολιγαρχία, ενώ η συντριβή της είναι εφικτή κι επείγουσα, στην πραγματικότητα την στηρίζουν. Δεν μπορεί να υπάρξει ολιγαρχική αριστερά. Δεν μπορεί καν να υπάρχει μη αντι-ολιγαρχική αριστερά.

Τι είναι αριστερά;

Καθώς οι απαιτήσεις των αρχόντων από το λαό πολλαπλασιάζονται, η νομιμοποίησή τους γίνεται ολοένα περισσότερο αμφίβολη και ακόμη και η συναίνεση [18] εξατμίζεται. Αν είχαμε ποτέ μια στιγμή που πράγματι υπάρχουν οι λεγόμενες αντικειμενικές συνθήκες για την άνοδο ριζοσπαστικών κινημάτων, αυτή η στιγμή είναι τώρα. Στη Δύση ωστόσο, και παρ’ όλη την εξάπλωση ενός νεφελώδους αλλά διαδεδομένου λαϊκού αντικαπιταλισμού, η οργανωμένη αριστερά αγκομαχά στο ιστορικό της ναδίρ των τελευταίων διακόσιων χρόνων, αφότου συγκροτήθηκε. Ούτε στην Ευρώπη ούτε στις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία έχουμε σήμερα οτιδήποτε συγκρίσιμο με τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα, ή ακόμη και με τ’ αναρχικά κινήματα που άφησαν το αποτύπωμά τους από τη δεκαετία του 1880 ως εκείνη του 1980. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης η αριστερά ταχύτερα ή αργότερα εγκατέλειψε το πολιτικό προσκήνιο, τόσο στο διεθνές πεδίο όσο και σε κάθε μια από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί βρίσκονται επίσης σε ιστορικά χαμηλά, μολονότι τελευταία δείχνουν σημάδια αναζωογόνησης, ενώ τα ελπιδοφόρα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα που σημάδεψαν τις προηγούμενες δεκαετίες χάθηκαν και αυτά τη διετία της Πανδημικής Κρίσης.

Όλα αυτά δεν ήταν απλώς αποτελέσματα λαθών και ανεπαρκειών της ίδιας της Δυτικής αριστεράς, που ήταν βεβαίως αρκετά και αναμενόμενα, αλλά και μιας αμείλικτης ιδεολογικής εκστρατείας, στο πνεύμα της κλασικής αντεπανάστασης [19], την οποία προώθησαν συστηματικά τα κρατικοχρηματιστικά πλέγματα μέσα από κάθε λογής θεσμούς, από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα μέσα ενημέρωσης ως το πανεπιστήμιο και τους κρατικούς μηχανισμούς εν γένει. Με σκοπό, ούτε λίγο ούτε πολύ, ν’ αναπλάσουν ολοκληρωτικά την κοινωνία και την ίδια την ταυτότητα και ακόμη και τη θεμελιώδη ψυχική συγκρότηση των ανθρώπων, κάνοντάς τους όσο το δυνατόν πιο εύπλαστο υλικό έτοιμο να ξαναχυθεί σε φιλελεύθερα ή συντηρητικά καλούπια. Να φτιάξουν τον νέο καπιταλιστικό άνθρωπο, ίσως στο δρόμο προς τον υπεράνθρωπο ή τον μετάνθρωπο ή τον «επαυξημένο άνθρωπο», στόχο που συχνά θεωρεί καλό και λογικό η τρέχουσα φιλελεύθερη σκέψη, και ιδίως προβεβλημένοι εκλαϊκευτές της όπως ο Κλάους Σβαμπ και ο Νώε Γιουβάλ Χαράρι.

Ενώ οι πολιτικοί κληρονόμοι των ιστορικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων ελάχιστα αντιδρούν, δείχνοντας πως μάλλον συμβιβάστηκαν με τον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, πάντως μειοψηφικά κομμάτια της ευρωπαϊκής αριστεράς προσπαθούν να την ξαναχτίσουν απ’ την αρχή, τονίζοντας πως ειδάλλως δεν έχουμε ελπίδα σωτηρίας. Ιστορικά κρίνοντας, προκειμένου να επιστρέψει στο πολιτικό προσκήνιο η αριστερά οφείλει ν’ απαντήσει τόσο στους συντηρητικούς όσο και στους φιλελεύθερους, φτιάχνοντας το δικό της αντιηγεμονικό σχέδιο και προβάλλοντας την αυτονομία της από τα ολιγαρχικά στρατόπεδα. Μόνον έτσι μπορεί ν’ αναγεννηθεί.

Η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει για το τι σημαίνει πραγματικά αριστερά. Σε περιόδους εξέλιξης και αναγέννησης, όπως είναι η δική μας, λογοθετικές μάχες μαίνονται και οι θεμελιώδεις σημασίες των λέξεων γίνονται επίδικες. Αποκλείεται να υπάρξει ποτέ συμφωνία για τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της «αριστεράς», όπως άλλωστε για τις πιο κρίσιμες έννοιες της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης, όπως ελευθερία, ισότητα, και δημοκρατία. Μολονότι χωρίς αυτές τις έννοιες δεν υπάρχει συγκροτημένη ανάλυση ούτε οποιαδήποτε στοχοθέτηση, πάντως δεν παύουν να είναι έννοιες καταστατικά διαμφισβητούμενες, που η σωστή τους χρήση δηλαδή εξ ορισμού συμπεριλαμβάνει αέναες διαμάχες για τον ορισμό τους [20].

Αν προσεγγίσουμε το ζήτημα ιστορικά, η αριστερά ήταν ο μεγάλος πολιτικός νεωτερισμός του λεγόμενου μακρύ δέκατου ένατου αιώνα, από τη Γαλλική Επανάσταση ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναπτύχθηκε μιλώντας στους απλούς ανθρώπους και κινητοποιώντας τους με βάση τις δικές τους ανάγκες, εξερευνώντας νέους και δημοκρατικούς τρόπους μαζικής οργάνωσης, πρώτα πρώτα κόμματα, συνδικάτα και συνεταιρισμούς, κι εστιάζοντας στη δημοκρατική κυριαρχία του λαού. Αξιώνοντας πολιτική ελευθερία και οικονομική ισότητα, και χτυπώντας τους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη τότε και τώρα, η ιστορική αριστερά πάλεψε συστηματικά ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, τον πόλεμο και τη δουλεία, το σκοταδισμό, την αποικιοκρατία και την πατριαρχία. Πρωτοπορώντας στην οργάνωση του λαού σε μαζικά κόμματα και συνδικάτα [21], έκανε τη νεολαία πολιτικό υποκείμενο κι αναγνώρισε στις γυναίκες πεδίο παρέμβασης και προσωπικό χώρο, κρυστάλλωσε την ευαισθησία των απλών ανθρώπων απέναντι στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, κι επίσης δημιούργησε ζωτικές και συμπεριληπτικές πολιτικές κουλτούρες ικανές να δώσουν περήφανη εργατική ταυτότητα στις μάζες που στέναζαν κάτω από τον κρατικό και καπιταλιστικό ζυγό [22]. Συχνά, αλλά όχι πάντοτε, η αριστερά τόνιζε επίσης τη διόραση που ανέπτυξε αναλυτικά ο φεμινισμός τον εικοστό αιώνα, ότι το προσωπικό είναι πολιτικό [23].

Αυτές ακριβώς τις κατακτήσεις της αριστεράς και των λαϊκών στρωμάτων κατέστρεψαν στο τελευταίο τρίτο του εικοστού αιώνα, χρόνια απατηλής οικονομικής άνθισης στη Δύση, οι κληρονόμοι της αντεπανάστασης. Το έκαναν με τη βία ασφαλώς, αλλά και με τον προσεταιρισμό ηγεσιών και ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων, με την αδιάκοπη κατήχηση από τα μέσα ενημέρωσης, κι επίσης με την ελεγχόμενη ποπ κουλτούρα. Τέλος, κι εξαιρετικά σημαντικό, αφότου πρωτοφτιάχτηκε η αριστερά, συνδυάζοντας το σοσιαλιστικό όραμα με καθημερινούς αγώνες για δημοκρατικές κατακτήσεις, πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια, ανολοκλήρωτη ως σήμερα, για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης [24].

Η σημερινή οργανωμένη αριστερά μικρή σχέση διατηρεί με τέτοιες δομές και ταυτότητες, καθώς και με όλους αυτούς τους αγώνες και τις σύγχρονες προεκτάσεις τους, ενώ το νόημα του όρου έχει θολώσει στη δημόσια χρήση του και στον κοινό νου, καθώς συνήθως συγχέεται με έναν ασαφή φιλελεύθερο προοδευτισμό. Μάλιστα γύρω στη στροφή του αιώνα μας η αριστερά ανακηρύχθηκε κλινικά νεκρή, μαζί με τις λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις και με άλλες βαριές έννοιες όπως ιστορία, ηθικότητα, κοινωνική τάξη, έθνος, θρησκεία, πατριαρχία, ιδεολογία, πολιτική, και βεβαίως φασισμός -όλα πέθαναν, εκτός από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Παραδόξως όλα τους μοιάζουν ολοζώντανα σήμερα.

Έναν καλό αρχικό ορισμό της αριστεράς μάς έδωσε ο φιλελεύθερος πολιτικός φιλόσοφος Νορμπέρτο Μπόμπιο. Ο Μπόμπιο την έβλεπε με όρους κεντρικού σχεδίου ή θεμελιακών αξιών, και την όριζε με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο. Αριστερά, έλεγε, είναι το κομμάτι εκείνο του πολιτικού φάσματος που προάγει και δίνει προτεραιότητα στην ισότητα και την ελευθερία, ακριβέστερα την απελευθέρωση, ενώ η δεξιά προκρίνει άλλες κοινωνικές αξίες, όπως είναι κατεξοχήν η ιεραρχία και η ανισότητα. Ελευθερία και ισότητα είναι αξίες που αλληλοενισχύονται. Περισσότερη ισότητα δεν σημαίνει λιγότερη ελευθερία, αλλ’ αντίθετα δίνει τις κοινωνικές προϋποθέσεις για περισσότερη ελευθερία. Δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος αν δεν είσαι ίσος [25]. Σύγχρονοι ριζοσπάστες, από τον Ιμμάνουελ Βαλερστάιν ως την Κάθριν ΜακΚίννον, συμμερίζονται την ίδια άποψη.

Για τον Μπόμπιο η σχέση μεταξύ ηγεμονικού φιλελευθερισμού και δημοκρατίας είναι «ιδιαίτερα περίπλοκη, και δεν πρόκειται διόλου για σχέση συνέχειας η ταυτοσημίας» [26]. Ιστορικά τα φιλελεύθερα κράτη δεν υπήρξαν απαραιτήτως δημοκρατικά, ενώ και οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην σε φιλελεύθερα κράτη [27]. Ο φιλελευθερισμός είναι μια νεωτερική θεωρία του κράτους, η δημοκρατία είναι αρχαία μορφή διακυβέρνησης [28].

Προεκτείνοντας τώρα το επιχείρημα του Μπόμπιο, και προσπαθώντας να κρατήσουμε μπροστά στα μάτια μας τόσο την πολιτική εξουσία όσο και την οικονομική, με άλλα λόγια κεφάλαιο και κράτος συγχρόνως, αριστερά είναι τα πολιτικά μορφώματα και οι δυνάμεις που εργάζονται για να μεταφέρουν πόρους και εξουσία από τους λίγους στους πολλούς, από τους ισχυρούς στους αδύναμους, από τους πλούσιους στους φτωχούς. Αντίστοιχα η δεξιά συμπεριλαμβάνει τους πολιτικούς μηχανισμούς που προσπαθούν να συγκεντρώσουν την εξουσία στα χέρια των λίγων ισχυρών και πλούσιων. Η ουσία δεν αλλάζει αν ντύσουμε αυτές τις διαδικασίες, και τα προτάγματά τους, με αξιοκρατική, πολιτισμική, οικονομική, παραδοσιοκρατική, θρησκευτική, ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα θέλουμε, που να δικαιολογεί την ελευθερία και την ισότητα είτε την ανισότητα και την ιεραρχία.

Αυτή η βασική διάκριση -λίγοι πλούσιοι και ισχυροί εναντίον των πολλών φτωχών και αδύναμων- δεν ισχύει μονάχα στο εσωτερικό των κρατών, αλλά και στο διακρατικό περιβάλλον. Έχουμε βεβαίως ιστορικά παραδείγματα, και είναι αρκετά, πολιτικών σχηματισμών που ευνοούν τον σχετικό εκδημοκρατισμό της εξουσίας και του πλούτου στο εσωτερικό της δικής της κοινωνίας, αλλά στηρίζουν ιμπεριαλιστικές πολιτικές. Από τους βρετανούς Φαβιανούς και τους γερμανούς Ρεβιζιονιστές ως τους σοσιαλδημοκράτες του Ψυχρού Πολέμου και τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ σήμερα. Όποια γενεαλογία, πολιτισμικές προτιμήσεις και ρητορική προβάλλουν κάποιοι πολιτικοί χώροι, είναι παράλογο να τούς εντάσσει κανείς στην αριστερά αν τάσσονται υπέρ του ιμπεριαλισμού ή ιμπεριαλιστικών οργανισμών όπως είναι το ΝΑΤΟ, πόσω μάλλον σήμερα που ο πόλεμος ξαναγίνεται κανονικότητα του καπιταλιστικού κράτους και απειλεί να επεκταθεί ανεξέλεγκτα. Η αριστερά είναι αριστερά μόνον όταν αξιώνει ισότητα κι ελευθερία στο εσωτερικό των συνόρων όσο και στο διεθνές πεδίο. Εξ ορισμού αποκρούει τον ιμπεριαλισμό. Αν συνταχθεί μαζί του παύει να είναι αριστερά, όπως δεν είναι αριστερά και οι συντηρητικοί ή φιλελεύθεροι που με παροχές εξαγοράζουν επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες προκειμένου να εξασφαλίσουν στήριξη στο εσωτερικό ή το εξωτερικό ώστε να σταθεροποιήσουν τον καπιταλισμό. Περιττεύει να αναλύσουμε εδώ γιατί δεν είναι αριστερά το Κινάλ και ο Σύριζα.

Σε σύνθετα εξουσιαστικά μορφώματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η αριστερά δεν μπορεί παρά να στηρίζει τη δημοκρατική κυριαρχία των λαών, η οποία κατά κανόνα έχει ισχυρότερα ερείσματα μεταξύ των εθνικών κρατών παρά των διακρατικών οργανισμών και μηχανισμών, και βεβαίως να πολεμά τη ντε φάκτο ιεράρχησή τους, που στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι δεδομένη. Με αυτή την έννοια, η αριστερά είναι ουσιωδώς και απαραίτητα αντιηγεμονική στο εγχώριο όσο και στο διεθνές πεδίο. Ωστόσο δεν είναι όλες οι αντιηγεμονικές δυνάμεις αριστερές, όπως μαρτυρούν τα κάθε λογής συντηρητικά μορφώματα, τα οποία τον τελευταίο καιρό ενισχύονται στην Ευρώπη ακριβώς χάρη στην αδυναμία της αριστεράς να εκφράσει τη λαϊκή δυσφορία και να προτείνει ένα πολιτικό σχέδιο περιεκτικό, ρεαλιστικό και ριζοσπαστικό.

Συνέχεια αύριο…

 

[1]  Βλ. Immanuel Wallerstein, World-Systems Analysis. An Introduction, Duke University Press, Ντάραμ, Λονδίνο 2004.Καισταελληνικά, ImmanuelWallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Εισαγωγή στην ανάλυση κοσμοσυστημάτων, μετάφραση Σπύρος Μαρκέτος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2009.

[2] David Harvey, Seventeen Contradictions and the End of Capitalism, Oxford University Press, Oξφόρδη, ΝέαΥόρκη 2014.

[3] Η πιο εύλογη περιοδολόγηση αυτών των φάσεων βλέπει ως ορόσημα τα έτη 1945, 1955, 1962, 1973, 1985, 1992, και 2001. Maurice Vaïsse, Les Relations internationales depuis 1945, Armand Colin, Παρίσι 2008 [2005], σ.3.

[4] Sidita Kushi, Monica Duffy Toft (2022) Introducing the Military Intervention Project: A New Dataset on US Military Interventions, 1776–2019, στοhttps://doi.org/10.1177/00220027221117546 . Tο Military InterventionProject (MIP) εκτιμά σε περίπου τετρακόσιες τις αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις μετά το 1776, οι μισές από αυτές έγιναν μεταξύ του 1950 και του 2019, ενώ μόνον η περίοδος μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου αριθμεί περίπου εκατό.

[5] Henrik B.L. Larsen, NATO’s Democratic Retrenchment. Hegemony After the Return of History, Routledge, Abingdon, NέαΥόρκη 2020, σ.10,12.

Στο ίδιο, σ.17-8.

[6] Στο ίδιο, σ.17-8.

[7] Μια προφητική αποτίμηση της πτώσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων των ΗΠΑ βλ. στο Andrei Martyanov, Losing Military Supremacy. The Myopia of American Strategic Planning, Clarity Press, Aτλάντα 2018.

[8] Michael Hudson, The Destiny of Civilization. Finance Capitalism, Industrial Capitalism or Socialism, ISLET—Verlag, Δρέσδη 2022.

[9] Dmitry Orlov, “A Short-Term Geopolitical Forecast”, January 20, 2022, στοhttps://thesaker.is/a-short-term-geopolitical-forecast/

[10] Τοπροσδόκιμοεπιβίωσηςέπεσεκαταστροφικάγιατοσύνολοτουαμερικανικουπληθυσμού, κατά 2,7 χρόνιααπότο 2019 ως το 2021, ενώ οι απώλεις ήταν πολύ χειρότερες για τις περιθωριοποιημένες ομάδες. Elizabeth Arias, Betzaida Tejada-Vera, Kenneth D. Kochanek, Farida B. Ahmad, Provisional Life Expectancy Estimates for 2021, Vital Statistics Rapid Release Report No. 23 August 2022, στοhttps://www.cdc.gov/nchs/data/vsrr/vsrr023.pdf.

[11] Charles Tilly, “War Making and State Making as Organized Crime”, CRSO Working Paper No. 256, University of Michigan, Ann Arbor February 1982, σ.3.

[12] Emmanuel Todd, Les luttes de classes en France au xxie siècle, avec la collaboration de Baptiste Touverey, Éditions du Seuil, Παρίσι 2020.

[13] David Harvey, The Enigma of Capital and the Crises of Capitalism, Oxford University Press, Οξφόρδηκλπ. 2010, σ.48.

[14] Σχετικάμ’ αυτούςτουςόρουςβλ. David Harvey, Marx, Capital and the Madness of Economic Reason, Oxford University Press, NέαΥόρκη 2018.

[15] Luciano Canfora, Democracy in Europe. A History of an Ideology,μετάφραση Simon Jones, Blackwell, Οξφόρδη 2006; Domenico Losurdo, Liberalism. A Counter-History, μετάφραση Gregory Elliott,Verso, Λονδίνο 2011 [2006].

[16] Johannes Agnoli, “The Market, the State, and the End of History”, μετάφρασηWerner Bonefeld και Susanne Soederberg, στο Werner Bonefeld, Kosmas Psychopedis (επιμ.), The Politics of Change. Globalization, Ideology and Critique, Springer Verlag 2000, σ.201-2.

[17] Em. Todd, Les luttes de classes en France au xxie siècle, ό.π..

[17a] Tον ορο αστυνομοκρατια (Polizeistaat) εισηγαγε ο φιλελεύθερος νομικος Robert von Mohl στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ως αντιθετο στο κρατος δικαιου (Rechtsstaat). Στην κυρίαρχη τρεχουσα χρηση του ο όρος σημαίνει ότι «οι άρχοντες διασφαλίζουν ευταξία και υπακοή χρησιμοποιώντας καταναγκασμό, τρομοκρατία, βασανιστήρια, προπαγάνδα, πλύση εγκεφάλου, μαζική επιτήρηση ή οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών των μεθόδων. […] Ο όρος αστυνομοκρατία επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο, για να περιγράψει μια τεχνική άσκησης εξουσίας. […] Είναι δυνατό μια δημοκρατία να χρησιμοποιεί μεθόδους αστυνομοκρατίας για την αντιμετώπιση αυτών που θεωρεί απειλές». JackR. Greene, TheEncyclopaediaofPoliceScience, 3rdEdition, Taylor&Francis, NέαΥόρκη, Abingdon [2007], λήμμαPoliceStates, σ. 1039.

[18] Στη χώρα μας η ιδέα της συναίνεσης πρόσφατα συζητήθηκε δημόσια σε σχέση με τον νομικό ορισμό του βιασμού. Οι ριζοσπάστριες φεμινιστριες ωστόσο επισημαίνουν πως είναι ιδιαίτερα προβληματική όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και γενικά, καθώς πρόκειται για ένα πλάσμα δικαίου που σκοπό έχει τον εξορθολογισμό της άσκησης κυριαρχικής εξουσίας εκ μέρους του κράτους (ή του άντρα) πάνω στους υπηκόους (ή τις γυναίκες): CatharineA.MacKinnon, “RapeRedefined”, στοCatharineA. MacKinnon, ButterflyPolitics, TheBelknapPressofHarvardUniversityPress, CambridgeMA, Λονδίνο 2017.

[19] Για την ιδέα της αντεπανάστασης και τη σημασία της βλ. το έργο του μεγάλου ιστορικού Άρνο Μάγιερ: Arno J. Mayer, Dynamics of Counterrevolution in Europe, 1870-1956. An Analytic Framework, Harper and Row, ΝέαΥόρκη, Evanston, Λονδίνο 1971.Arno J. Mayer, The Persistence of the Old Regime. Europe to the Great War, Pantheon Books, ΝέαΥόρκη 1981.

[20] W.B. Gallie, “Essentially Contested Concepts”, Proceedings of the Aristotelian Society, New Series  56 [1955-6], σ.167-198, στησ.169.

[21] Umberto Cerroni, Θεωρία του πολιτικού κόμματος, μετάφραση Τάσος Δαρβέρης, επιμέλεια Αντώνης Λιάκος, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1986.

[22] Geoff Eley, Forging Democracy. The History of the Left in Europe, 1850-2000, Oxford University Press, NέαΥόρκη 2002, καισεελληνικήμετάφραση Geoff Eley, Σφυρηλατώνταςτηδημοκρατία. Η ιστορία της αριστεράς στην Ευρώπη, 1850-2000, μετάφραση Θανάσης Κατσικερός, πρόλογος, επιμέλεια Σπύρος Μαρκέτος, Σαββάλας, Αθήνα 2010. Selina Todd, The People. The Rise and Fall of the Working Class, 1910–2010, John Murray, Λονδίνο 2014.

[23] Dorchen Leidholdt, Janice G. Raymond, The Sexual Liberals and the Attack on Feminism, Teachers College Press – Pergamon Press, New York 1990.

[24] G. Eley, Forging Democracy…, ό.π..

[25] Norberto Bobbio, Left and Right. The Significance of a Political Distinction, μετάφραση, εισαγωγή Allan Cameron, The University of Chicago Press, Σικάγο 1996 [1994].

[26] N. Bobbio, Liberalism and Democracy, μετάφραση Martin Ryleκαι Kate Soper, Verso, Λονδίνο, ΝέαΥόρκη 1990 [1988], σ.1.

[27] N. Bobbio, Liberalism and Democracy, ό.π., σ.2.

[28] N. Bobbio, Liberalism and Democracy, ό.π., σ.25.

Μοιραστείτε το άρθρο