Εργαλειοποίηση του ενεργειακού στο βωμό των γεωπολιτικών ανταγωνισμών

119Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

 Η Μόσχα χρησιμοποιεί το όπλο του φυσικού αερίου και μειώνει τις ροές προς τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες πλέον αντικρίζουν το φάσμα του ενεργειακού κενού. Παρά το γεγονός των επιπτώσεων από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οι Ευρωπαίοι πελαγοδρομούν… παρατηρώντας τους αμερικανοβρετανούς να ωθούν σε περαιτέρω κλιμάκωση, όπως και τη συνέχιση των ρωσικών επιχειρήσεων που καταλαμβάνουν πλέον όλη την νοτιοανατολική ουκρανική επικράτεια. Και μάλιστα την ώρα που η ρωσική οικονομία ενισχύεται με την αύξηση των εσόδων από τις εξαγωγές ενέργειας, ένεκα της εκτίναξης των τιμών που προκάλεσαν οι δυτικές επιλογές. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ανακοινώνουν η μία μετά την άλλη ως διέξοδο την επιστροφή στο λιγνίτη, κατ’ εντολή των γερμανών βιομηχάνων. Ενώ οι κοινωνίες είναι αυτές που πρώτα πλήττονται από τον ανταγωνισμό των καπιταλιστικών μπλοκ ισχύος.

Οι μειώσεις στις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω του Nord Stream που αποφάσισε η Ρωσία, αποτελούν μια «επίθεση» που στοχεύει να «σπείρει χάος στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας», κατήγγειλε χθες ο αντιπρόεδρος της γερμανικής κυβέρνησης, υπουργός Ενέργειας, Οικονομίας και Κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ (εκ των Πρασίνων), μιλώντας σε ηγετικά στελέχη της βιομηχανίας στο Βερολίνο. «Η τεταμένη κατάσταση και οι υψηλές τιμές είναι άμεση συνέπεια του πολέμου του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας», σημείωσε ο Χάμπεκ και πρόσθεσε: «Η στρατηγική του Πούτιν είναι να μας αναστατώσει, να ανεβάσει τις τιμές και να μας διχάσει. Δεν θα το επιτρέψουμε. Αμυνόμαστε με αποφασιστικό, συγκεκριμένο και συνετό τρόπο», επισήμανε μιλώντας στο δίκτυο Zdf.

Ο δε υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (εκ των Φιλελευθέρων) δήλωσε ότι παρά την στήριξη της ηλεκτροκίνησης, στο μέλλον δεν θα μπορέσει να επεκταθεί παντού. Για τον λόγο αυτό η γερμανική κυβέρνηση τάσσεται κατά μιας de facto απαγόρευσης των κλασικών κινητήρων καύσης. «Αποφάσισα ότι εγώ ως μέλος της γερμανικής κυβέρνησης και εμείς ως γερμανική κυβέρνηση δεν θα υποστηρίξουμε τη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία». Ενώ ο επικεφαλής της Ένωσης Γερμανών Βιομηχάνων Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ υποστήριξε ευθέως την άμεση επιστροφή στην καύση άνθρακα προκειμένου να αποφευχθούν περαιτέρω προβλήματα στη βιομηχανική παραγωγή από την αβεβαιότητα που επικρατεί ως προς το φυσικό αέριο.

Μετά τη μείωση των ροών αερίου της Gazprom μέσω του NordStream προς την Ευρώπη τις προηγούμενες μέρες, η Μόσχα απέρριψε και την πρόταση του Κιέβου να αντισταθμίσει τις απώλειες αυξάνοντας την ευρωπαϊκή ενεργειακή τροφοδοσία μέσω του ουκρανικού δικτύου αγωγών. Οι Ρώσοι αναφέρθηκαν σε «τεχνικά προβλήματα» και έλλειψη ανταλλακτικών ένεκα των δυτικών κυρώσεων. Κι αν δεν είναι σύμπτωση η ταυτόχρονη εμφάνιση όλων αυτών, τότε αυτή η κίνηση ερμηνεύεται ως πολιτικό μήνυμα του Κρεμλίνου για κλιμάκωση της πίεσης προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μέσω σχεδίου «ενεργειακής ασφυξίας».

Άμεση συνέπεια είναι η νέα εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου, η οποία συνολικά από πέρυσι αυξήθηκε κατά  300%. Οι Βρυξέλες μιλάνε για ενεργειακό εκβιασμό από την Ρωσία, αλλά η Ευρώπη αντιμετωπίζει πια ορατή απειλή βαθιάς ενεργειακής κρίσης τον επόμενο χειμώνα. Έτσι, απεγνωσμένα και άρον-άρον ανακοινώνεται η γενικευμένη επιστροφή στην καύση άνθρακα. Πρώτα η Γερμανία, μετά η Αυστρία, η Ολλανδία και έπεται η Ιταλία κατά πως φαίνεται.

Να σημειωθεί ότι η Ρωσία έχει ήδη σταματήσει τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Πολωνία, τη Βουλγαρία και τη Δανία, γιατί δεν πλήρωσαν σε ρούβλια όπως απαίτησε η Μόσχα. Η μείωση της ροής φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές χώρες έχει φθάσει το 60%. Μάλιστα η κατάσταση θα επιδεινωθεί, με την προγραμματισμένη για τον Ιούλιο πλήρη διακοπή λειτουργίας του αγωγού NordStream για «εργασίες συντήρησης», όπερ και οι ρωσικές ροές αερίου προς την Ευρώπη θα μειωθούν ακόμη περισσότερο. Ενώ ανακοινώθηκε και η διακοπή λειτουργίας για μία εβδομάδα του TurkStream που διοχετεύει το ρωσικό αέριο μέσω της Τουρκίας στην νοτιοανατολική Ευρώπη (και στην Ελλάδα), για «προγραμματισμένη συντήρηση» όπως ελέχθη από ρωσικής πλευράς.

Όμως, ο ρωσικός ενεργειακός τομέας αποκομίζει πολλά έσοδα από τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη, παρά τους μειωμένους όγκους παράδοσης». Σύμφωνα με την γερμανική εφημερίδα Handelsblatt: Οι εισπράξεις της Gazprom ήταν λιγότερες μόλις κατά 3%, παρ’ όλο που οι ποσότητες φυσικού αερίου που παραδόθηκαν ήταν μειωμένες πάνω από 30% στη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Ένα άλλο μέτρο που εξετάζουν οι Βρυξέλες είναι και η επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι κοντά στην επίτευξη συμφωνίας για την επιβολή πλαφόν στην χονδρική τιμή αγοράς του ρωσικού φυσικού αερίου, προβλέποντας ανώτατο όριο 80 – 90 ευρώ τη μεγαβατώρα, σύμφωνα με την ιταλική εφημερίδα La Repubblica. Κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο της ρωσικής αντίδρασης με κλείσιμο εντελώς των προμηθειών στην Ευρώπη.

Στην άλλη μεγάλη επίπτωση αυτού του πολέμου, την επισιτιστική κρίση, οι ενέργειες της Άγκυρας οδηγούν σε «τετραμερή συνάντηση» με τη συμμετοχή αντιπροσωπειών της Ρωσίας, της Ουκρανίας, των Ηνωμένων Εθνών και της Τουρκίας, με αντικείμενο την οργάνωση ενός θαλάσσιου διαδρόμου στη Μαύρη Θάλασσα για τη μεταφο΄ρα σιτηρών από τα ουκρανικά λιμάνια. Σύμφωνα με τουρκικά μέσα, η συνάντηση θα φιλοξενηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Το ζητούμενο είναι η παροχή εγγυήσεων σχετικά με τον ασφαλή διάπλου της Μαύρης Θάλασσας από εμπορικά πλοία που θα μεταφέρουν τα ουκρανικά σιτηρά και τα ρωσικά λιπάσματα, με τους Ρώσους να ζητάνε αποναρκοθέτηση των λιμανιών και έλεγχο των πλοίνω ώστε να μην χρησιμοποιηθούν μεταφορά όπλων από τη Δύση στην Ουκρανία.

Την ίδια ώρα συνεχίζονται οι παραδόσεις όπλων από τους Δυτικούς στο Κίεβο. Η πρώτη παράδοση γερμανικών βαρέων όπλων έφτασε στην Ουκρανία, με τον ουκρανό υπουργό Άμυνας Ολέκσι Ρεζίνοφ να πανηγυρίζει για τα αυτοκινούμενα οβιδοβόλα. Αν και έχουν καθυστερήσει οι παραδόσεις τεθωρακισμένων Leopards στις ενδιάμεσες χώρες οι οποίες θα στείλουν στην Ουκρανία παλαιά τεθωρακισμένα σοβιετικής κατασκευής –όπως με την Σλοβακία, αλλά και την Ελλάδα. Πάντως, η γερμανική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα τον κατάλογο με τα όπλα που έχει δώσει ή θα δώσει στην Ουκρανία. Σε αυτόν περιλαμβάνεται βαρύς οπλισμός, όπως τα σύγχρονα τεθωρακισμένα τύπου Gepard, το σύστημα πολλαπλής εκτόξευσης πυραύλων Mars και το αντι-ραντάρ πυροβολικού τύπου Cobra, τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, φορτηγά, αντιαεροπορικοί πύραυλοι τύπου Stinger, πυρομαχικά, υγειονομικό υλικό και πολλά άλλα.

Από την πλευρά του ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν διακήρυξε ενίσχυση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, απευθυνόμενος σε αποφοίτους των στρατιωτικών σχολών. Όπως είπε: Θα συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε και να ενισχύουμε τις ένοπλες δυνάμεις μας, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές στρατιωτικές απειλές και κινδύνους. Μεταξύ αυτών το πυραυλικό σύστημα αεράμυνας S-500 και οι προσφάτως δοκιμασθέντες διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι Sarmat που θα αναπτυχθούν μέχρι το τέλος του έτους.

Στις συγκρούσεις στα νοτιοανατολικά, ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στη βιομηχανική ζώνη της πολιορκημένης πόλης Σεβεροντονέτσκ, όπως γνωστοποίησε ο περιφερειάρχης της Λουγκάνσκ, ο Σερχίι Χαϊντάι. Το εργοστάσιο χημικών Azot  είναι η μόνη εγκατάσταση στην περιοχή που δεν έχει καταληφθεί ακόμη από τον ρωσικό στρατό, διευκρίνισε. Παράλληλα, οι ρωσικές δυνάμεις ελέγχουν πλέον και τις περιοχές Τοσκίβκα, Πιντλίσνε, Μάλα Ντολίνα, νοτιοδυτικά του Σεβεροντονέτσκ.

Μοιραστείτε το άρθρο