Πορεία ενάντια στην κρατική διαχείριση της πανδημίας για την πρόσβαση στην υγεία, Παρασκευή 17/12 στις 18:00, Θεσσαλονίκη

Λένε ότι φταίνε μόνο οι ανεμβολίαστοι
Και εννοούν ότι δεν θα δώσουν δεκάρα για την υγεία μας
Ακόμα και αν έχουμε κάθε μέρα εκατόμβες νεκρών

Η οργή των υγειονομικών για την εξοντωτική υπερεργασία σε συνδυασμό με την μη μονιμοποίηση προσωπικού, τις υποσχέσεις για τις προσλήψεις που έμειναν στα χαρτιά, για τις αναστολές αδειών, για τα νταηλίκια των διοικητών πρέπει να συναντηθεί με τη δική μας οργή για τους χιλιάδες νεκρούς, για τον αποκλεισμό από τις δομές υγείας, για την διάλυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, για την αστυνόμευση και τον έλεγχο που πλασάρεται ως φροντίδα και πρόνοια, για τα πιστοποιητικά εμβολιασμού και τα εκβιαστικά μέτρα αποκλεισμού που δεν έχουν κανένα υγειονομικό νόημα, για τους μισθούς μας που βρίσκονται στο πάτο, για την οικονομία που επιβιώνει σε βάρος των ζωών μας.

Ενάντια σε κρατικές υποσχέσεις καταναλωτικής ελευθερίας και στη διάχυτη συνωμοσιολογία που γεμίζουν φέρετρα και διαβρώνουν μυαλά.

ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 18.00, πάρκο Αγίου Θεράποντα (Τούμπα)


Κείμενο της κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ ενάντια στην κρατική διαχείριση της πανδημίας για την πρόσβαση στην υγεία

Λένε ότι φταίνε μόνο οι ανεμβολίαστοι, για να μην δώσουν δεκάρα για την υγεία μας, ακόμα και αν έχουμε εκατόμβες νεκρών

Άμεση, δωρεάν πρόσβαση στην περίθαλψη, χωρίς αποκλεισμούς

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε την προσπάθεια του ελληνικού κράτους να κατασκευάσει πάνω στην φιγούρα του ανεμβολίαστου τον αποδιοπομπαίο τράγο για όλα τα δεινά της πανδημίας. Η ανάγκη για την δημιουργία ενός μοναδικού «φταίχτη» είναι απαραίτητη προκειμένου να συσκοτιστούν οι ευθύνες της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας, που από κοινού με την ασθένεια Covid-19 έχουν σκορπίσει το θάνατο, τον πόνο και τον αποκλεισμό από την περίθαλψη εν μέσω πανδημίας σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.

Για το κράτος, τα εμβόλια αποτελούν τη  φτηνή λύση που θα βγάλει το κεφάλαιο από την υγειονομική κρίση, χωρίς παράλληλα να σταθεί  εμπόδιο στη φιλελεύθερη αναδιάρθρωση. Η κυβέρνηση τα λανσάρει ως αποκλειστική λύση προκειμένου να μην φανερωθεί η γενικότερη αναγκαιότητα αλλαγής αυτού του κόσμου εν μέσω πολλαπλών κρίσεων. Για να μην φανερωθεί δηλαδή η αναγκαιότητα του περιορισμού της περιβαλλοντικής καταστροφής, της αλλαγής των συνθηκών εργασίας και παραγωγής, της αλλαγής του συνόλου της ζωής. Για να μην χρειαστεί επιπλέον να πάρει μέτρα ακριβά και σε κατεύθυνση διαμετρικά αντίθετη προς την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση, δηλαδή να μην χρειαστεί να δώσει παροχές, να αυξήσει τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να προσφέρει κατοικίες στους έγκλειστους μετανάστες, να βελτιώσει την κατάσταση των δομών περίθαλψης, την ποιότητα τους όπως και την πρόσβαση των ανθρώπων σε αυτή σε μία συγκυρία .

Επιπλέον μέσα από το αφήγημα περί πανδημίας ανεμβολίαστων και του εμβολίου ως magic bullet που θα αντιμετωπίσει μόνο του ως δια μαγείας την υγειονομική κρίση,το κράτος δικαιολογεί τους αποκλεισμούς και την πειθάρχηση ως τα μόνα μέτρα. Από την αρχή της πανδημίας έχουμε καταλάβει οτι αρνείται να αναλάβει οποιοδήποτε κόστος για την αντιμετώπισή της, το οποίο να σχετίζεται με την βελτίωση της περίθαλψης και της καθημερινότητάς μας και όχι με τον έλεγχο και την αστυνόμευση. Πέρυσι ήταν οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας και οι μπάτσοι παντού. Φέτος είναι το πιστοποιητικό εμβολιασμού, το οποίο δεν έχει κανένα υγειονομικό νόημα αφού όσα άτομα έχουν εμβολιαστεί αποκτούν μία ψευδή αίσθηση ασφάλειας ενώ συνεχίζουν να μεταδίδουν την ασθένεια και σε κάποιες περιπτώσεις να νοσούν βεβαρημένα. Στην ουσία εκβιάζει επειδή δεν ενδιαφέρεται να πείσει, ενώ ταυτόχρονα προωθεί την εξάπλωση του ελέγχου σε κάθε πτυχή της ζωής μας, μετατρέποντάς μας πότε σε ελεγκτές και πότε σε ελεγχόμενα υποκείμενα.

Η συχνή ταύτιση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας τάξης όσον αφορά τη διαχείριση της πανδημίας και  τη στρατηγική του κράτους, γιγάντωσαν την ήδη υπάρχουσα συνωμοσιολογία στο  συλλογικό φαντασιακό. Όλα αυτά τα ασαφή μηνύματα, οι αντιφατικές και κατασταλτικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας, μέσω της αστυνόμευσης και της πειθάρχησης, που περιφρουρούσαν τη συνέχεια των παραγωγικών δραστηριοτήτων και του κέρδους, ενέτειναν γενικά τον σκεπτικισμό και την ήδη υπάρχουσα αντιδραστικότητα, όχι μόνο δυστυχώς προς το κράτος και την κυβέρνηση, αλλά και γενικότερα προς την ίδια την πραγματικότητα. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των ανθρώπων πλέον δεν μπορεί να εμπιστευτεί τίποτα που να παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως λύση, με αποτέλεσμα να αυτό-υποτιμάται, καθώς φτάνει σε σημείο να απορρίψει την σημασία της πανδημίας, τα εμβόλια είτε και γενικότερα την ιατρική περίθαλψη. Έτσι, αυτή τη στιγμή από ότι δείχνουν τα πράγματα ακόμα ένα κομμάτι του πληθυσμού (της τάξεως του 20%) δεν φαίνεται πρόθυμο να εμβολιαστεί και αντιλαμβάνεται αυτή την ατομική του επιλογή και ως ένα μέσο εναντίωσης στην πολιτική του κράτους, κάτι που αναδύεται στο δημόσιο χώρο επί το πλείστον μέσω της πατριωτικής μισαλλοδοξίας.

Ωστόσο, το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης που συντελείται, δεν βλέπουμε να περνάει μέσα από την ατομική (ή και τη συλλογική) εναντίωση στον εμβολιασμό. Παρά την κριτική που κάνουμε στην κρατική διαχείριση της πανδημίας, πιστεύουμε ότι τα εμβόλια είναι χρήσιμα για την αντιμετώπισή της και για την βελτίωση των ζωών μας. Είναι χρήσιμα καθώς μειώνουν τη νόσηση, περιορίζουν ως ένα βαθμό την μετάδοση της ασθένειας και στην τελική θα βοηθήσουν κάποια στιγμή να μην έχει τόσο μεγάλη επίδραση η πανδημία στις ζωές μας. Επομένως, είναι απαραίτητα τα εμβόλια, αλλά συγχρόνως είναι απαραίτητο να ασκήσουμε κριτική και στην αντίληψη τους ως το μόνο και μοναδικό όπλο απέναντι στην πανδημία. Γιατί παρόλο που είναι σημαντικά και χρήσιμα δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν την έξαρση της πανδημίας. Δεν επαρκούν γιατί δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να τα κάνουν λόγω πιθανών επιπλοκών και φαίνεται να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν απόλυτα κάθε νέα μετάλλαξη με επιτυχία. Δεν επαρκούν καθώς δεν αρρωσταίνουμε μόνο από Covid-19 και γιατί μοιράζονται ανισομερώς στις χώρες του καπιταλιστικού κόσμου. Δεν επαρκούν γιατί μειώνουν τον κίνδυνο αλλά δεν τον εξαλείφουν και συχνά οι μετανάστριες, όπως και άλλες κοινωνικές ομάδες, αποκλείονται από αυτά.

Το κράτος δεν νοιάζεται αν πεθαίνουμε κατά εκατοντάδες κάθε μέρα, αρκεί να συνεχίζεται ομαλά η παραγωγή και κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Από τα εργατικά κάτεργα της επισφάλειας μέχρι τα νοσοκομεία και τα σύνορα έχουμε καταλάβει ότι για το κεφάλαιο είμαστε αναλώσιμες. Στην πραγματικότητα  το ενδιαφέρει να εμβολιαστεί ο καθένας, όχι απλά για να μην καταλήξει στο νοσοκομείο, αλλά ώστε να μην χρειαστεί να πάρει μέτρα για την ενίσχυση του συστήματος υγείας και γενικότερα για την ενίσχυση του άμεσου και έμμεσου μισθού μας. Επομένως, το κεντρικό ζήτημα έτσι όπως εμφανίζεται στη συγκυρία δεν είναι αυτό των εμβολιασμένων ή των ανεμβολίαστων, αλλά ούτε και της υποχρεωτικότητάς του εμβολιασμού. Το κεντρικό ζήτημα που αναδύεται για άλλη μια φορά είναι η συνέχεια της θανατοπολιτικής του κράτους για χάριν της οικονομίας. Η επίσπευση της αναδιάρθρωσης του συστήματος υγείας και της συνέχειας των πολιτικών λιτότητας εις βάρος των ζωών μας. Εν ολίγοις οι ανεμβολίαστοι έρχονται να κατασκευαστούν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για να λειτουργήσει καλύτερα η αναδιάρθρωση, για να συνεχίζουν να βρίσκονται στα νοσοκομεία ελάχιστες και πλήρως εξαντλημένες εργαζόμενες, για να πεθαίνουν άνθρωποι και να μην μιλάει κανείς, για να μείνει αλώβητη η παραγωγή και η κυκλοφορία των εμπορευμάτων ανεξάρτητα με την κατάσταση της πανδημίας.

Η οργή των υγειονομικών για την  εξοντωτική υπερεργασία σε συνδυασμό με την μη μονιμοποίηση προσωπικού, τις υποσχέσεις για προσλήψεις που έμειναν στα χαρτιά, για τις αναστολές αδειών, για τα νταηλίκια των διοικητών πρέπει να συναντηθεί με τη δική μας οργή ·  για τους χιλιάδες νεκρούς, για τους ανθρώπους που πεθαίνουν εκτός ΜΕΘ περιμένοντας για ένα κρεβάτι, για  τον αποκλεισμό από τις δομές υγείας για προβλήματα πέρα από covid, για την διάλυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, για την αστυνόμευση και τον έλεγχο που πλασάρεται ως φροντίδα και πρόνοια, για τα πιστοποιητικά εμβολιασμού και τα εκβιαστικά μέτρα αποκλεισμού που δεν έχουν  κανένα υγειονομικό νόημα, για τους μισθούς μας που βρίσκονται στο πάτο,  για την οικονομία που επιβιώνει σε βάρος των ζωών μας.

Ενάντια σε κρατικές υποσχέσεις καταναλωτικής ευημερίας και στη διάχυτη συνωμοσιολογία που γεμίζουν φέρετρα και διαβρώνουν μυαλά

Μόνη μας ευθύνη, η φροντίδα και η αλληλεγγύη, οι συλλογικοί αγώνες ενάντια στο θάνατο, τον παντοτινό αλλά και τον καθημερινό


Μπορεί η εμφάνιση του Covid το Δεκέμβριο του 2019, και ό,τι έχει συμβεί από τότε, να αιφνιδίασε τους περισσότερους από εμάς, δεν αποτέλεσε όμως κάποιο αναπάντεχο φαινόμενο για την επιστημονική κοινότητα και τους κυρίαρχους του κόσμου. Οι μεταδοτικές ασθένειες αποτελούν μία πραγματικότητα που όχι απλά δεν έχει εξαφανιστεί, αλλά επιδεινώνεται συνεχώς. Τόσο εξαιτίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της διατάραξης των φυσικών οικοσυστημάτων, με την εξάπλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε κάθε γωνιά του φυσικού περιβάλλοντος με σκοπό την εκμετάλλευσή του, και τις αποψιλώσεις π.χ. ολόκληρων δασών για να γίνουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις (ενέργειες που μας φέρνουν σε άμεση ή έμμεση επαφή με μικροοργανισμούς και άγρια ζώα που κατοικούσαν εκεί), όσο και λόγω της αστικοποίησης και των σύγχρονων συνθηκών ζωής αλλά και των διατροφικών συνηθειών στα αστικά κέντρα, και ιδίως στις αχανείς μεγαλουπόλεις/παραγκουπόλεις των αναπτυσσόμενων χωρών. Παράλληλα, η ιλιγγιώδης πύκνωση των παγκόσμιων δικτύων και της συχνότητας μεταφοράς εμπορευμάτων και ταξιδιωτών που σημειώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, συνέβαλε στην ταχύτατη μετάδοση του ιού σε ολόκληρο τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν μεταξύ άλλων και το πάγωμα των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, με τρομερές συνέπειες στο διεθνές εμπόριο και την οικονομία, σε έναν κόσμο που βρίσκεται ήδη εδώ και πάνω από δέκα χρόνια εν μέσω μίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού.

Έτσι, ο κορωνοϊός έφτασε και στην Ελλάδα. Μια Ελλάδα με ένα δημόσιο σύστημα υγείας υπό κατάρρευση, έπειτα από δεκαετίες σκόπιμης υποβάθμισης και υποχρηματοδότησής του, με σκοπό η ιδιωτικοποίηση της περίθαλψης, αλλά και της κοινωνικής ασφάλισης, να παρουσιαστεί σιγά-σιγά σαν αναγκαιότητα. Άλλωστε η υγεία και η περίθαλψη, όπως και όλα τα κοινωνικά αγαθά, δεν εκλαμβάνονται από το κράτος και το κεφάλαιο ως δικαιώματα, αλλά αντιμετωπίζονται με όρους κέρδους. Χαρακτηριστικό είναι το μαζικό κλείσιμο νοσοκομείων -μεταξύ των οποίων το “Παναγία” και το “Λοιμωδών” στη Θεσσαλονίκη- το 2013, αλλά και το ότι ολόκληρα κομμάτια της κοινωνίας όπως οι μετανάστριες βιώνουν αποκλεισμούς από το δημόσιο σύστημα υγείας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, πριν από τις τελευταίες εκλογές, η Νέα Δημοκρατία δεν είχε πλέον κανένα πρόβλημα να μιλήσει ανοιχτά για ιδιωτικοποιήσεις και ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα) στον χώρο της υγείας, και να διορίσει ως διοικητές νοσοκομείων από έναν 80χρονο (στην Καρδίτσα) με αντάλλαγμα κάποιες ψήφους -όπως ο ίδιος ομολόγησε ανοιχτά- μέχρι στρατιωτικούς παντελώς άσχετους με το αντικείμενο. Την ίδια στιγμή η πρωτοβάθμια περίθαλψη είναι πρακτικά ανύπαρκτη και οι δομές υγείας υποεξοπλισμένες και υποστελεχωμένες (χωρίς να γίνονται μόνιμες προσλήψεις γιατρών από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης).

Από τις πρώτες στιγμές εμφάνισης του κινδύνου από τον “αόρατο εχθρό” της πανδημίας στη χώρα (λίγο μόλις καιρό μετά τον “πόλεμο” με έναν άλλο “αόρατο εχθρό” στον Έβρο, και με διάχυτο στην κοινωνία το κλίμα εθνικής συσπείρωσης και συστράτευσης με τις κρατικές επιλογές), η κυβέρνηση επικεντρώθηκε στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος, επιχειρώντας να αντλήσει κοινωνική νομιμοποίηση. Προσπάθησε αρχικά να αποφύγει την ύπαρξη νεκρών, όχι από κάποιο ενδιαφέρον για την υγεία και τις ζωές μας, αλλά για μην τους χρεωθεί πολιτικά και προκληθούν κοινωνικές αναταραχές (στρατηγική που ακολούθησε και το φετινό καλοκαίρι με τις πυρκαγιές). Επέλεξε έτσι τις πολιτικές των lockdown, καθώς το σύστημα υγείας δεν μπορούσε να αντέξει μια ταυτόχρονη εμφάνιση χιλιάδων σοβαρών κρουσμάτων. Εξήγγειλε προσλήψεις γιατρών και νέες ΜΕΘ, αλλά δεν έκανε καμία ουσιαστική προετοιμασία στον χρόνο που “κέρδισε” με το πρώτο lockdown, αφού προχώρησε σε ελάχιστες προσλήψεις, κυρίως νοσηλευτών με ολιγόμηνες συμβάσεις, και τη δημιουργία υποστελεχωμένων κλινών ΜΕΘ χωρίς να πληρούνται συνήθως ούτε καν τα απαραίτητα υγειονομικά πρωτόκολλα για να χαρακτηριστούν ως τέτοιες. Παράλληλα μοίρασε εκατομμύρια σε κανάλια, σάιτ και εφημερίδες για να αναπαράγουν το κυβερνητικό αφήγημα, προχώρησε σε μαζική διενέργεια δωρεάν τεστ όχι όταν μπορούσε ακόμα να ελέγξει τη διασπορά του ιού, αλλά όταν θέλησε να δικαιολογήσει την επερχόμενη καραντίνα, και θέσπισε μια επιτροπή λοιμωξιολόγων για να ντύνει με επιστημονικό μανδύα και να προσδίδει “εγκυρότητα” στις κρατικές αποφάσεις.

Αποφάσεις με κριτήρια όχι υγειονομικά, αλλά οικονομικά-πολιτικά, σε μια προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη για διατήρηση και υλική αναπαραγωγή της εργατικής τάξης (όλων εμάς δηλαδή που πρέπει να επιβιώσουμε για να συνεχίσουμε να παράγουμε τον πλούτο για το κεφάλαιο, αλλά και να πληρώνουμε μετά ώστε να καταναλώνουμε τα ίδια τα αγαθά που εμείς παράγουμε), και την ανάγκη για συνέχιση της παραγωγής και της συνεχούς συσσώρευσης κερδών. Προσπαθώντας διαρκώς να ισορροπήσει μεταξύ των δύο αυτών αναγκών, και με βάση το ποια ιεραρχούσε ως πιο επιτακτική σε κάθε στιγμή, το κράτος όλους αυτούς τους μήνες προχώρησε σε αντιφατικά μέτρα και ημίμετρα, όπως τα συνεχή ανοίγματα-κλεισίματα χωρίς σοβαρή προετοιμασία (με γνώμονα όχι τα κρούσματα και την κατάσταση στα νοσοκομεία, αλλά την έναρξη της τουριστικής σεζόν), την έλλειψη ελέγχων και την απόκρυψη κρουσμάτων στους μαζικούς χώρους εργασίας, την απαγόρευση στα φαρμακεία να κάνουν φθηνά rapid test στα πρώτα στάδια της πανδημίας για να σημειώσουν κέρδη οι ιδιωτικές κλινικές, την παύση των δωρεάν rapid test για τους ανεμβολίαστους όταν αυτά έγιναν υποχρεωτικά φέτος, την πολύμηνη καθολική απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας, αλλά και τον περιορισμό επιβατών σε ταξί και ΙΧ, ενώ κάθε πρωί τα αστικά λεωφορεία είναι γεμάτα από κόσμο που πρέπει να πάει στη δουλειά για να παράγει αξία για το κεφάλαιο. Κόσμο που από τη μία έπρεπε να «μένει σπίτι» τις ώρες που δεν εργαζόταν «για να μειωθεί η διασπορά του ιού», αλλά ταυτόχρονα όφειλε να πάει να δουλέψει (για να συνεχιστεί η παραγωγή) και δεν δικαιούταν καν άδεια αν αρρώσταιναν οι ίδιοι ή τα παιδιά τους. Που τη μια στιγμή δε χρειαζόταν να φοράει μάσκα πουθενά (όσο δεν υπήρχαν διαθέσιμες), ενώ την άλλη ήταν υποχρεωτικό παντού (αφού τις προμήθευε μαζικά κάποιος οικογενειακός φίλος του πρωθυπουργού). Εξάλλου οι απευθείας συμβάσεις με ιδιώτες για προμήθεια ιατρικού εξοπλισμού έγιναν καθημερινότητα, συχνά μάλιστα σε εξωφρενικές τιμές (βλ. το σχετικό σκάνδαλο με τις προμήθειες των φυλακών και εταιρείες που ιδρύονταν πρακτικά γι’ αυτό το λόγο).

Την ίδια στιγμή, οι πλεονάζοντες για την παραγωγική διαδικασία πληθυσμοί, όπως οι έγκλειστοι στις φυλακές, στα κέντρα κράτησης μεταναστριών και τις ψυχιατρικές δομές, αφέθηκαν στη μοίρα τους, ζώντας στοιβαγμένοι μέσα σε τραγικές συνθήκες υγιεινής, χωρίς μέτρα προστασίας και πρόσβαση σε κατάλληλη ιατρικοφαρμακευτική περίθαλψη, και χωρίς να πραγματοποιηθεί ποτέ η παραμικρή αποσυμφόρηση τους. Αντίθετα, οι συνθήκες εγκλεισμού επιδεινώθηκαν και το καθεστώς εξαίρεσης εντάθηκε, στερώντας ακόμα και τη δυνατότητα επισκεπτηρίου ή παραλαβής δεμάτων. Αποτέλεσμα των παραπάνω υπήρξαν οι θάνατοι κρατουμένων, αλλά και η εξέγερση το Σεπτέμβρη του 2020 με αποτέλεσμα την καταστροφή του κολαστηρίου της Μόριας.

Ταυτόχρονα η πολιτική του κράτους βασίστηκε στο αφήγημα της “ατομικής ευθύνης”. Εκμεταλλευόμενο τα εκατομμύρια που μοίρασε στα ΜΜΕ, το κράτος προσπάθησε και προσπαθεί να αποποιηθεί όλες τις δικές του ευθύνες και να καλλιεργήσει διάφορους διαχωρισμούς, ώστε να υποβαθμίζεται και να εξαφανίζεται μονίμως από τη δημόσια σφαίρα η συζήτηση για την κατάσταση του συστήματος υγείας. Να αποκρύπτονται οι κρατικές ευθύνες για τους χιλιάδες ανθρώπους που πεθαίνουν μόνοι και αβοήθητοι στα νοσοκομεία, ή στα σπίτια τους, ενώ περίμενουν σε κάποια λίστα αναμονής. Έτσι, πριν από τους ανεμβολίαστους έφταιγαν οι “ανεύθυνοι νέοι” (σε αντιδιαστολή με τους ηλικιωμένους που “επιβαρύνουν το εθνικό σύστημα υγείας”), λίγο αργότερα όσοι διαδηλώνουν, κοκ.

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι η πανδημία δεν αποτελεί κάποια συνωμοσία του κράτους ή διάφορων “σκοτεινών κέντρων”/εταιρειών για να επιβάλλουν τα σχέδιά ή τις πολιτικές τους. Κάτι τέτοιο φαντάζει μάλλον ανόητο αν σκεφτούμε τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία, το πάγωμα -για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα- των αγορών, σε όλο το φάσμα της αλυσίδας παραγωγή-μεταφορές-κατανάλωση, και τα οικονομικά μέτρα που πάρθηκαν.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αξιοποιήθηκε ως ακόμα μία ευκαιρία έντασης της εκμετάλλευσης. Δεκάδες νομοσχέδια ψηφίστηκαν εν μέσω lockdown και απαγορεύσεων κυκλοφορίας (από εργασιακά, ασφαλιστικά και νέο πτωχευτικό κώδικα ως εκπαιδευτικά και περιβαλλοντικά/”αναπτυξιακά”, η λίστα φαντάζει ατέλειωτη). Η αστυνόμευση και η καταστολή αναβαθμίστηκαν -με αποκορύφωμα ίσως την τετραήμερη απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων, ενόψει της περσινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου-, στοχεύοντας όμως όχι μόνο σε συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, αλλά σε ένα πολύ ευρύ φάσμα κόσμου. Από νέους που αράζαν σε πλατείες μέχρι συνδικαλιστές υγειονομικούς (τόσο με ωμή αστυνομική βία μέσα στα ίδια τα προαύλια νοσοκομείων, όσο και με εκδικητικές μετακινήσεις, διώξεις και πειθαρχικά) επειδή τόλμησαν να μιλήσουν για την τραγική κατάσταση του συστήματος υγείας. Παράλληλα το κράτος στόχευσε στη μελλοντική προετοιμασία του, αλλά και στην πρόσκληση φόβου για να αποτρέψει και να αντιμετωπίσει την πιθανή εμφάνιση κοινωνικών αντιδράσεων, όπως φάνηκε και από τις προσλήψεις χιλιάδων μπάτσων και τη σπατάλη εκατομμυρίων για περιπολικά αντί για ασθενοφόρα.

Μαζί με το φόβο για το κράτος και την καταστολή, όμως, καλλιεργήθηκαν και άλλοι φόβοι. Οι επί μήνες συνθήκες εγκλεισμού έκαναν ακόμα πιο ασφυκτική τη ζωή χιλιάδων γυναικών, που έπρεπε να έρθουν καθημερινά αντιμέτωπες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι με τις εκφάνσεις της πατριαρχίας, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, πολλές από αυτές να δολοφονηθούν. Παράλληλα, η ψυχική υγεία όχι μόνο αυτών που επιβιώνουν από τέτοιες καταστάσεις, αλλά και χιλιάδων ακόμα καταπιεσμένων έχει επιβαρυνθεί ιδιαίτερα από το φόβο και το άγχος, σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, από διαστήματα διαρκούς εγκλεισμού, υψηλά ποσοστά ανεργίας, ένταση της εργασιακής ανασφάλειας και αύξηση του κόστους ζωής. Κι όλα αυτά σε μια κοινωνία που η ψυχική υγεία παραμένει σε μεγάλο βαθμό ταμπού, με πάρα πολλούς ανθρώπους να βιώνουν τέτοιες καταστάσεις χωρίς να μιλήσουν, χωρίς να έχουν κάποια στήριξη.

Πολλά -αν όχι όλα- από τα παραπάνω προκάλεσαν ή ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τη φυσιολογική και ελπιδοφόρα δυσπιστία μεγάλου τμήματος της κοινωνίας προς το κράτος. Η διαχείριση του ιού με όρους δημόσιας τάξης, η ελλιπής επιστημονική ενημέρωση και η εκφυλισμένη επιτροπή λοιμοξιολόγων, οι απειλές και τα πρόστιμα (στο ύψος σχεδόν του βασικού μισθού), οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας και τα αντιφατικά μέτρα, ενίσχυσαν ξεκάθαρα αυτή την κατάσταση. Αυτή η δυσπιστία, λοιπόν, εκφράστηκε με βασικό επίδικο τον εμβολιασμό ως μέτρο αντιμετώπισης του ιού, ξεπερνώντας όμως τα όρια της αμφισβήτησης προς το κράτος και αγγίζοντας τα όρια της αμφισβήτησης της πραγματικότητας και της επικινδυνότητας του ιού.

Αφήνοντας εκτός των κομμάτι των καθαρά σκοταδιστών ή συνωμοσιολόγων, τέτοιες αντιδράσεις μπορούν να γίνουν κατανοητές σε ένα βαθμό, ιδίως αν συνυπολογίσουμε και την κρατική εκστρατεία περί εμβολιασμού, που βασίστηκε στα υλικά κίνητρα και την ψευδή εξαγγελία (χωρίς σοβαρή επιστημονική ενημέρωση του πληθυσμού) ότι ο εμβολιασμός θα σημάνει την επιστροφή στην κανονικότητα. Ο εμβολιασμός για εμάς δυστυχώς δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση το τέλος της πανδημίας και των χιλιάδων νεκρών συνανθρώπων μας -ιδίως αν δε συνοδεύεται από άλλα μέτρα-, για το κράτος όμως και το κεφάλαιο ενδεχομένως να αποτελεί πράγματι το λιγότερο κοστοβόρο τρόπο για να επιστρέψουν στη δικιά τους κανονικότητα: αυτήν της συνέχισης της παραγωγής, χωρίς να χρειαστεί να ξοδευτούν χρήματα για την ενίσχυση του συστήματος υγείας, χωρίς να χρειαστεί να αποκλίνουν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και το πλάνο των περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεων.

Αυτό από μόνο του, δε σημαίνει ότι το εμβόλιο είναι κάτι θετικό ή αρνητικό για όλους εμάς που ανήκουμε στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Οι τυχόν συγκλίσεις ή οι διαφωνίες με επιμέρους ζητήματα της κρατικής διαχείρισης του ιού, δεν συνεπάγονται “επαναστατικότητα” ή κάποια ταύτιση με τα συμφέροντα του κράτους. Τα εμβόλια αποτελούν ένα εργαλείο, που δεν μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για το συμφέρον των αστικών τάξεων των ανεπτυγμένων χωρών -που έσπευσαν να παραλάβουν τρίτη και τέταρτη δόση, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχει φτάσει ακόμα ούτε πρώτη, με τα ποσοστά εμβολιασμού σε πάρα πολλές περιπτώσεις να είναι μονοψήφια. Ούτε μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για τα συμφέροντα των πολιτικών εκφραστών του κεφαλαίου, που έτρεξαν να εμβολιαστούν πρώτοι, παρακάμπτοντας ακόμα και τις ευπαθείς ομάδες. Τα εμβόλια αποτελούν ένα εργαλείο πρόληψης (προφανώς όχι το μοναδικό), τόσο για τη μείωση των βαριών περιστατικών νόσησης όσο και για τον περιορισμό της μετάδοσης. Εργαλείο σημαντικό για όλους εμάς, που δε μας περιμένει καμία κρατημένη VIP ΜΕΘ σε περίπτωση που νοσήσουμε βαριά.

Γιατί μπορεί ο ιός θεωρητικά να μην κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, αλλά είναι αδύνατον να κρυφτούν οι ξεκάθαρες ταξικές διαφορές όσον αφορά τους τρόπους αντιμετώπισής, και τις δυνατότητες πρόληψης και νοσηλείας που έχει ο καθένας μας. Δεν έχουν βιώσει με τον ίδιο τρόπο όλη αυτή την περίοδο όσες έπρεπε να χρησιμοποιούν καθημερινά τα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία για να δουλέψουν σε έναν μαζικό χωρό εργασίας, με εκείνους που μπορούν να χρησιμοποιούν το αμάξι τους ή με όσους δεν είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν. Ήταν εύκολο για τους διαχειριστές της εξουσίας να λένε να “μείνουμε σπίτι”, όταν στα σπίτια τους μπορούν να έχουν κάθε άνεση, ενώ πολλοί από’μας ασφυκτιούσαν μέσα σε τέσσερις τοίχους, συχνά χωρίς κανένα προσωπικό χώρο, και πάλι αισθάνονταν ένοχα τυχεροί, καθώς για εκατομμύρια άλλους αυτοί οι τέσσερις τοίχοι δεν είναι φυλακή, αλλά μια “πολυτέλεια” που δεν έχουν. Ένα τεστ κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας για κάποιες στοίχιζε πολλά εξαντλητικά μεροκάματα, ενώ σε άλλους φαινόταν ψίχουλα, όπως το ίδιο συμβαίνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό με την πρόσβαση στην ιδιωτική περίθαλψη, που δεν αποτελεί καν ενδεχόμενο για την εργατική τάξη, ενώ για τους εκμεταλλευτές της θεωρείται δεδομένη.

Είναι αλήθεια επίσης ότι η επιστήμη δεν είναι ουδέτερη, όπως δυστυχώς και το ότι η επιστημονική έρευνα πραγματοποιείται σε τεράστιο βαθμό με βάση τα διάφορα καπιταλιστικά συμφέροντα και χρηματοδοτείται εν μέρει από αυτά. Αυτή όμως είναι η επιστήμη που έχουμε διαθέσιμη αυτή τη στιγμή, ζώντας μέσα σε μία καπιταλιστική κοινωνία, και αυτή η επιστήμη έχει βοηθήσει στο να συντελεστούν πολλά σημαντικά βήματα μπροστά για την αντιμετώπιση διάφορων ασθενειών. Στόχος δεν μπορεί να είναι το να την αγνοήσουμε και να επιστρέψουμε στο σκοταδισμό, αλλά το να ζήσουμε, να προστατεύσουμε τους γύρω μας, και να αγωνιστούμε για την ανατροπή αυτού του συστήματος και την ανάπτυξη μιας επιστήμης προς όφελος της κοινωνίας. Το να είμαστε κριτικοί απέναντι σε κάθε είδους “αυθεντίες” είναι παραπάνω από θεμιτό, αλλά αυτό δεν καθιστά εμάς αυθεντίες, ούτε δυστυχώς μας δίνει γνώση πάνω σε κάθε ζήτημα, πόσο μάλλον σε θέματα ιατρικά και επιστημονικά. Το ότι είναι καλό να εξετάζουμε τα πάντα κριτικά, σημαίνει επίσης να μη λειτουργούμε με βάση τις -όποιες- δικές μας παγιωμένες αντιλήψεις, τις οποίες συνήθως ψάχνουμε να βρούμε τρόπους και επιχειρήματα για να ενισχύσουμε.

Αυτή τη στιγμή, έπειτα από χιλιάδες θανάτους, ξεκινάει ένας χειμώνας με το σύστημα υγείας να είναι σε ακόμα χειρότερη κατάσταση μετά από ενάμιση χρόνο εντατικοποίησης, εξάντλησης αλλά και αναστολών υγειονομικών, αντί για μόνιμες προσλήψεις, και με μια νέα μετάλλαξη του ιού να εμφανίζεται. Τα νοσοκομεία είναι υποστελεχωμένα και χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό, και οι μονάδες εντατικής θεραπείας είναι σχεδόν μόνιμα γεμάτες. Ολόκληρα νοσοκομεία έχουν μετατραπεί σε μονοθεματικά για τον COVID, ενώ πλέον χωρίς καραντίνα σε ισχύ υπάρχουν καθημερινά από δεκάδες τροχαία μέχρι οποιαδήποτε ασθένεια μπορεί να έχει επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς εμφάνισης. Όλα αυτά ενώ το 80% των χειρουργείων και των κλινικών έχει κοπεί από καιρό (κι ενώ ήδη πριν από την πανδημία υπήρχαν λίστες αναμονής που έφταναν τα 2 ή 3 χρόνια). Γίνονται εφημερίες χωρίς κενά κρεβάτια ΜΕΘ και διασωληνώσεις σε απλές κλίνες, με εγκληματικά αποτελέσματα. Άδειες γιατρών έχουν ανακληθεί, ασθενείς βρίσκονται σε ράντζα στους διαδρόμους νοσοκομείων. Το ποσοστό εμβολιασμού είναι σχετικά χαμηλό, ενώ η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη, καθώς αρκετός κόσμος πίστεψε στην καμπάνια της κυβέρνησης και θεώρησε ότι δεν κινδυνεύει καθόλου να κολλήσει ή να μεταδώσει τον ιό επειδή έχει εμβολιαστεί, αψηφώντας τα υπόλοιπα μέτρα (αυτο)προστασίας.

Είμαστε ενάντια σε λογικές υποχρεωτικότητας ή επιβολής, πόσο μάλλον για κάτι που προστατεύει εμάς τις ίδιες και τις κοινότητές που ανήκουμε. Δεν αξιολογούμε το εμβόλιο σαν εργαλείο επειδή τίθεται κάποιο θέμα νομιμότητας, αλλά επειδή αποτελεί ζήτημα κοινωνικής αλληλεγγύης. Οι μεταδοτικοί ιοί δεν αποτελούν κάποιο ατομικό πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα συλλογικό, και ως τέτοιο θεωρούμε ότι οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε, σκεπτόμενοι τους/τις γύρω μας. Για εμάς δεν είναι το άτομο που αποτελεί το κέντρο του κόσμου, για να αντιμετωπίζουμε τα ζητήματα εξατομικευμένα, όπως ίσως προστάζει ο καπιταλιστικός τρόπος σκέψης ή το κλίμα απογοήτευσης και εξατομίκευσης που έχει επικρατήσει μετά από έναν κύκλο χαμένων αγώνων κατά τα προηγούμενα χρόνια. Δεν θεωρούμε την ατομική ελευθερία -εις βάρος της κοινότητας- ως το αντίβαρο που πρέπει να προβάλουμε απέναντι στον κρατικό αυταρχισμό, σε μία συνθήκη μάλιστα που κόσμος γύρω μας πεθαίνει, όχι μόνο λόγω covid, αλλά κι επειδή περιμένει για μήνες για να κάνει μια εγχείρηση ή μια θεραπεία, ανήμπορος να πληρώσει τα ποσά που απαιτούν οι ιδιωτικές κλινικές.

Κρίνουμε πως όσοι επικεντρώνουν την κριτική τους στα εμβόλια και την υποχρεωτικότητα υποτιμούν την επικινδυνότητα του ιού στην παρούσα κατάσταση, και απομακρύνονται -και απομακρύνουν- τη συζήτηση από το βασικότερο ζήτημα, που είναι η κατάσταση του συστήματος υγείας και οι ζωές των συνανθρώπων μας. Άλλωστε αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί και η εμφάνιση του (ακρο)δεξιού συρφετού που παρουσιάζεται για ακόμα μία φορά ως “αντισυστημικός”, ενώ κάνει ακριβώς ό,τι βολεύει το σύστημα: αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από τις εγκληματικές ευθύνες του κράτους -με τη μη ενίσχυση του συστήματος υγείας- και τις ανάγκες του κεφαλαίου για παραγωγή χωρίς καμία μέριμνα για τη ζωή μας, και καταφέρνει να προκαλέσει τη διάσπαση των από τα κάτω. Καταφέρνει να φαίνεται το κράτος ως φορέας ορθολογισμού -ενώ μόνο τέτοιος δεν είναι- και δημιουργεί παράλληλα μια win-win κατάσταση για την πολιτική που ακολουθεί, καθώς σε περίπτωση αύξησης της συμμετοχής στο εμβολιαστικό πρόγραμμα λόγω των καταναγκασμών, το κράτος δε θα παραλείψει να καρπωθεί την επιτυχία του προγράμματος, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας του, έχει ήδη βρει τον υπαίτιο.

Σε ένα διαλυμένο σύστημα υγείας που λειτουργεί με διάφορα μπαλώματα, οι αναστολές εργασίας των υγειονομικών (κυρίως διοικητικών υπαλλήλων και νοσηλευτών) αποτελούν ακόμα ένα επικίνδυνο, αποπροσανατολιστικό μέτρο με σκοπό την περαιτέρω υποβάθμισή του και δεν μπορούν να ιδωθούν ξέχωρα από την μείωση της προβλεπόμενης κρατικής χρηματοδότησης για το σύστημα υγείας (για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά εν μέσω πανδημίας, και ενώ ξοδεύονται δισεκατομμύρια για πολεμικούς εξοπλισμούς), τις εξαγγελίες του Μητσοτάκη ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι του ’21 για κλείσιμο και συγχωνεύσεις νοσοκομείων, τη θέσπιση της αξιολόγησης ιδρυμάτων γι’ αυτό το σκοπό, την απασχόληση ιδιωτών γιατρών σε δημόσια νοσοκομεία και τη δυνατότητα των ιδιωτικών κλινικών να επιλέγουν όποια περιστατικά θέλουν οι ίδιες (και να αμείβονται πλουσιοπάροχα για αυτά), καθώς φυσικά και τη χρήση απευθείας αναθέσεων για να προσληφθούν (πολύ λιγότεροι) αντικαταστάτες των υγειονομικών που είναι σε αναστολή, με τρίμηνες συμβάσεις, μέσω εργολαβικών εταιρειών.

Το ότι θεωρούμε απαραίτητο για το υγειονομικό προσωπικό να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή και τον περιορισμό μεταδόσεων μολυσματικών ασθενειών μέσα στα νοσοκομεία (έναν ακόμα βασικό χώρο “μόλυνσης”), δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το ότι το κράτος θα μπορούσε να βρει άλλες επιλογές, αλλά επέλεξε να μην το κάνει. Λύσεις που θα μπορούσε να σκεφτεί ο οποιοσδήποτε ασχοληθεί με το ζήτημα. Το βασικό όμως για εμάς τους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες, στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι το να συζητήσουμε με το κράτος και να βρούμε λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούν οι αντιφάσεις του καπιταλισμού, αλλά το να οργανωθούμε, δίνοντας δύναμη ο ένας στην άλλη, και να αγωνιστούμε συλλογικά, ενάντια στο κράτος και την κρατική διαχείριση της πανδημίας, γύρω από τα αιτήματα και τις ανάγκες μας.

Να στηρίξουμε τοπικούς αγώνες, όπως είναι σήμερα αυτός για την επαναλειτουργία του Λοιμωδών, εξοπλισμένου και στελεχωμένου, και αύριο γιατί όχι και του Παναγία ή του πρώην 424, και να τους μπολιάσουμε με τις ιδέες της οριζοντιότητας και της αντιθεσμικότητας. Να απαιτήσουμε την πραγματική επίταξη των ιδιωτικών ΜΕΘ και κλινών, την ένταξη του 424 στις γενικές εφημερίες, την ενίσχυση του συστήματος υγείας με μόνιμες προσλήψεις υγειονομικών και την πραγματοποίηση όλων των εγχειρήσεων, θεραπειών και τακτικών ιατρείων που έχουν διακοπεί.

Να αγωνιστούμε για την οργάνωση της δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ώστε να μπορούμε να ακούμε τη γνώμη ενός γιατρού (και όχι του κάθε πρωθυπουργού που προτείνει υγειονομικά μέτρα σε επιστημονικές επιτροπές) χωρίς να φοβόμαστε μην ξοδέψουμε τα χρήματα που έχουμε στην άκρη για ολόκληρες μέρες, καταλήγοντας τελικά να παραμελούμε την ίδια μας την υγεία. Να απαιτήσουμε μαζικά τεστ για όλους, μέτρα προστασίας στους χώρους δουλειάς, ανθρώπινα μέσα μαζικής μεταφοράς με περισσότερα δρομολόγια, σχολεία με λιγότερους μαθητές ανά τάξη, και προσλήψεις δασκάλων αντί για στρατιωτικών.

Να αγωνιστούμε ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης, για την αποσυμφόρηση και το κλείσιμο των φυλακών και των κέντρων κράτησης μεταναστριών, για την ελεύθερη μετακίνηση των μεταναστών, για δωρεάν εμβόλια για όλους χωρίς πατέντες, για την πρόσβαση σε ποιοτική δωρεάν περίθαλψη και ανθρώπινες συνθήκες ζωής για όλες. Να οικοδομήσουμε δίκτυα αλληλοβοήθειας, και απέναντι σ’ αυτό το σύστημα που καθημερινά επιλέγει ποιοι από μας θα ζήσουν και ποιοι περισσεύουν, να αντιτάξουμε την αλληλεγγύη και τη φροντίδα για όλες τις καταπιεσμένες και όλους τους εκμεταλλευόμενους. Να βάλουμε φρένο στη λεηλασία της φύσης για τα κέρδη των καπιταλιστών, και να οργανωθούμε εν όψει του νέου επικείμενου βαθέματος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που θα κληθεί να πληρώσει για ακόμα μία φορά η τάξη μας. Να τολμήσουμε να αμφισβητήσουμε όχι μόνο τον κόσμο όπως είναι τώρα, αλλά και όπως ήταν πριν από την εμφάνιση της πανδημίας.

Να συνδέσουμε τα αιτήματα και τους αγώνες μας σε μια κοινή προοπτική, αυτή της οριστικής κατάργησης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, και να δομήσουμε έναν κόσμο ελευθερίας, ισότητας, αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης. χωρίς διακρίσεις με βάση το χρώμα, τη φυλή, το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Χωρίς κράτη και καπιταλισμό, χωρίς έθνη και σύνορα, πατριαρχία, πολέμους και φτώχεια. Έναν κόσμο όπου όλα θα είναι για όλους.

Να τολμήσουμε να αγωνιστούμε, να τολμήσουμε να ζήσουμε.

Στηρίζουμε την πορεία ενάντια στην κρατική διαχείριση της πανδημίας για την πρόσβαση στην υγεία, την Παρασκευή 17 Δεκέμβρη στις 18:00, στο Πάρκο Άγιου Θεράποντα στην Τούμπα.

Συλλογικότητα αναρχικών από τα ανατολικά

anatolika.espivblogs.net

Μοιραστείτε το άρθρο