Τα κινήματα συγκροτούν Δίκτυο συλλογικοτήτων για την ενέργεια

Η δεύτερη πανελλαδική συνάντηση για την ενέργεια, που πραγματοποιήθηκε 17-18/10/2020, συμφώνησε τη συγκρότηση και λειτουργία του Δικτύου και διαμόρφωσε ένα κοινό πλαίσιο φορέων και συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνται κινηματικά στο πεδίο της ενέργειας.


Το διήμερο 17-18/10/2020 πραγματοποιήθηκε -μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες- η δεύτερη πανελλαδική (διαδικτυακή) συνάντηση για την ενέργεια. Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία για τη συγκρότηση Δικτύου φορέων και συλλογικοτήτων, που δραστηριοποιούνται κινηματικά στο πεδίο συγκεκριμένων ενεργειακών δραστηριοτήτων. Η δημιουργία του Δικτύου θα στηρίζεται σε δύο βασικά κείμενα, που συμφωνήθηκαν με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση και τα οποία επισυνάπτονται. Το ένα αφορά στο κοινό πλαίσιο θέσεων και το άλλο στη συγκρότηση και λειτουργία του Δικτύου.

Σε αυτήν την κατεύθυνση καλούνται συγκεκριμένοι φορείς και συλλογικότητες, αφού ενημερωθούν και συζητήσουν, να δηλώσουν την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στο Δίκτυο, στη βάση των συγκεκριμένων κειμένων, στέλνοντας μήνυμα στο: [email protected], μέχρι την Κυριακή 8/11. Ώστε αμέσως μετά να ακολουθήσει η πρακτική συγκρότηση του Δικτύου, η δημοσιοποίηση του κειμένου των θέσεων με τις υπογραφές των φορέων και συλλογικοτήτων και να ξεκινήσει η δική του αυτόνομη πορεία και δράση.

Πρωτοβουλία πανελλαδικής συνάντησης για την ενέργεια

blog: 2ndenergymeeting.blogspot.com

e-mail: [email protected]

f/b: Συνάντηση για την ενέργεια

Συγκρότηση και λειτουργία του Δικτύου συλλογικοτήτων για την ενέργεια

  1. Το Δίκτυο είναι ένα άτυπο, δηλαδή χωρίς καταστατικό και νομική υπόσταση, σχήμα, με αντικείμενο το σύνολο των ενεργειακών δραστηριοτήτων στη χώρα και την αντιμετώπιση των επιπτώσεών τους.
  2. Η ύπαρξη ισχυρών τοπικών κοινωνικών αντιστάσεων, όπου υλοποιούνται ή σχεδιάζεται να υλοποιηθούν ενεργειακές δραστηριότητες, αποτελεί τη βασική μας προτεραιότητα. Το Δίκτυο φιλοδοξεί να ενισχύσει και να αναβαθμίσει αυτές τις αντιστάσεις και σε καμία περίπτωση να τις υποκαταστήσει ή να τις υπερκεράσει.
  3. Σκοπός του Δικτύου είναι:
  • η αλληλοενημέρωση και η διάχυση της πολύτιμης εμπειρίας των επιμέρους κινημάτων, ώστε να γίνει συλλογικό κτήμα όλων μας.
  • η αλληλέγγυα και συνεργατική δράση των συλλογικοτήτων, σε μια minimum βάση, γεγονός που θα περιορίσει τις όποιες αντιφατικές ή και αντιθετικές τάσεις μεταξύ των επιμέρους κινημάτων.
  • η αναβάθμιση του αγώνα και των αντιστάσεων που αναπτύσσονται ή θα αναπτυχθούν στο προσεχές μέλλον, σε διάφορες περιοχές της χώρας,
  • η διευκόλυνση διεθνούς δικτύωσης, ειδικά στην περιοχή των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου.
  1. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκεται η διαμόρφωση ενός ενιαίου, συνεκτικού και πειστικού κινηματικού αντίλογου στα ζητήματα της ενέργειας, η παραγωγή και διακίνηση ενημερωτικού υλικού, η στήριξη των τοπικών δράσεων, η οργάνωση κοινών υπερτοπικών δράσεων και η αύξηση της κοινωνικής πίεσης στα κέντρα λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα.
  2. Το Δίκτυο συγκροτείται από φορείς και συλλογικότητες που εμπλέκονται άμεσα, αν όχι αποκλειστικά, σε κινηματικές δραστηριότητες με αντικείμενο συγκεκριμένες ενεργειακές δραστηριότητες και με κοινό χαρακτηριστικό το ενδιαφέρον τους για τις επιπτώσεις (σημ.: των δραστηριοτήτων), τη διάθεσή τους να αγωνιστούν για την αντιμετώπισή τους και τη συμφωνία με ένα βασικό πλαίσιο θέσεων και επιδιώξεων.
  3. Το Δίκτυο είναι σταθερά ανοιχτό σε νέες συμμετοχές, ενώ και η αποχώρηση θεωρείται αυτονόητη οποιαδήποτε στιγμή, όταν παύει -για οποιονδήποτε λόγο- να είναι επιθυμητή η συμμετοχή σε αυτό.
  4. Αυτονόητα, εξαιρούνται από τη συμμετοχή στο Δίκτυο φορείς και οργανώσεις, που έχουν λειτουργήσει αρνητικά στο θέμα των πολιτικών στον τομέα της ενέργειας, που υπονομεύουν την ανεξαρτησία και αυτονομία του Δικτύου και που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση πολιτικών, παραταξιακών ή προσωπικών σκοπιμοτήτων.
  5. Τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι το Δίκτυο επιδιώκει να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον και τις δράσεις για τα ζητήματα των ενεργειακών δραστηριοτήτων. Οποιοσδήποτε φορέας ή πολιτικός χώρος μπορεί να έχει τη δική του ξεχωριστή δραστηριότητα. Στο βαθμό που οι περιστάσεις το απαιτούν και εξυπηρετούνται οι στόχοι του, το Δίκτυο μπορεί να οργανώνει παράλληλες ή κοινές δράσεις για συγκεκριμένα ζητήματα με άλλους φορείς, που δε μετέχουν σε αυτό.
  6. Για το ζήτημα της ανταλλαγής πληροφοριών και της ενημέρωσης, το βασικό εργαλείο που χρησιμοποιεί το Δίκτυο είναι ένα διαδικτυακό group, το οποίο λειτουργεί (και) σαν ένας άτυπος κατάλογος «μελών» του Δικτύου. Η λειτουργία αυτή θα επιτελείται με την αποστολή μηνυμάτων σε μια διεύθυνση (π.χ[email protected]), τα οποία κοινοποιούνται σε όλα τα μέλη του group, χωρίς να υπάρξει καμία διαμεσολάβηση.
  7. Για τα ζητήματα της συνεννόησης, του συντονισμού και της ανάπτυξης κοινών δράσεων ο βασικός χώρος είναι οι συνελεύσεις του Δικτύου, που πραγματοποιούνται με φυσική παρουσία των μελών του. Λόγω της δυσκολίας των μετακινήσεων, αλλά και εξαιτίας των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας μπορεί να επιλεγεί -σε συγκεκριμένες περιπτώσεις- διαδικασία τηλεδιάσκεψης, με τη χρήση των σχετικών εργαλείων (π.χ. zoom). Για τη διεκπεραίωση τρεχόντων ζητημάτων, οι συνεννοήσεις μπορούν να γίνονται και μέσω του googlegroup. Οι συνελεύσεις πραγματοποιούνται περιοδικά (π.χ. κάθε 6 μήνες), με εναλλαγή του τόπου πραγματοποίησης, ώστε να διευκολύνεται η μέγιστη δυνατή συμμετοχή. Περιοδικά, μπορεί να συγκαλούνται (και) περιφερειακές συνελεύσεις.
  8. Η συμμετοχή στο Δίκτυο φορέων και συλλογικοτήτων κάνει σχετικά πιο σύνθετη τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στις συνελεύσεις του Δικτύου. Για να αντιμετωπιστεί -όσο γίνεται- αυτό το πρόβλημα προτείνουμε να υπάρχει σαφής ατζέντα για κάθε συνέλευση, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα συζήτησης στο εσωτερικό των φορέων-πριν από τις συνελεύσεις-και, κατά συνέπεια, η δυνατότητα λήψης αποφάσεων, χωρίς ανεπιθύμητες καθυστερήσεις.
  9. Δεν προτείνουμε τη συγκρότηση συντονιστικού οργάνου του Δικτύου, διότι ενισχύει τη λογική της ανάθεσης, ευνοεί τη υπεραπασχόληση όσων τυχαίνει να έχουν ειδικότερες γνώσεις ή διαθέσιμο χρόνο και υποβαθμίζει τη συλλογική ευθύνη και δράση. Αντί γι’ αυτό, προτείνουμε τη συγκρότηση συγκεκριμένων ομάδων εργασίας (π.χ. για τη διαχείριση των διαδικτυακών μέσων του Δικτύου, για την παραγωγή επικοινωνιακού υλικού και τη στήριξη των δράσεων ενημέρωσης ή για τη οργάνωση μιας κεντρικής δράσης), που θα μπορούν να έχουν εναλλασσόμενη σύνθεση. Αν στο μέλλον αυξηθούν τόσο πολύ οι απαιτήσεις του συντονισμού και της οργάνωσης των κοινών δράσεων, μπορούμε να ξανασυζητήσουμε το θέμα.
  10. Για την προβολή των δράσεων του Δικτύου, χρησιμοποιούμε το προφίλ και μια ομάδα στο f/b. Μελλοντικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες διαδικτυακές πλατφόρμες, αλλά και μια ιστοσελίδα ή ένα blogτου Δικτύου. Βασικό εργαλείο, πάντως, ενημέρωσης αποτελούν οι ζωντανές συνελεύσεις των κατοίκων στις διάφορες περιοχές και η προσωπική συζήτηση.
  11. Για την ενημέρωση τρίτων (εκτός Δικτύου) χρησιμοποιούμε το mail του Δικτύου (π.χ. diktio@gmail.com) και μια λίστα διευθύνσεων, συμπεριλαμβανομένων τοπικών και κεντρικών μέσων ενημέρωσης. Την παραπάνω διεύθυνση χρησιμοποιούμε και για τη λήψη μηνυμάτων που απευθύνονται στο Δίκτυο.
  12. Σε ότι αφορά το όνομα του Δικτύου, αποφασίζεται στην πρώτη οργανωτική συνάντηση του Δικτύου.
  13. Πέρα από το διαδικτυακό group για την εσωτερική συνεννόηση των μελών του Δικτύου, προτείνουμε τη δημιουργία και ενός ευρύτερου διαδικτυακού group, με αντικείμενο την ανταλλαγή εμπειριών, πληροφοριών και απόψεων για ζητήματα ενέργειας. Αυτό μπορεί να γίνει, είτε με την ανασυγκρότηση από μηδενική βάση του υφιστάμενου [email protected], είτε με τη δημιουργία ενός νέου, με μέλη συλλογικότητες και άτομα που θα έχουν δηλώσει ρητά ότι το επιθυμούν.
  14. Οι φορείς και οι συλλογικότητες που θα μετέχουν στο Δίκτυο είναι αναγκαίο να το δηλώσουν ρητά, ώστε να μπορούμε να το επικαλούμαστε όταν και όπου χρειάζεται.

Κοινό πλαίσιο φορέων και συλλογικοτήτων για τα ζητήματα της ενέργειας

Μια έντονη δραστηριότητα στον ενεργειακό τομέα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Εκτείνεται χωρικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς (ηλεκτροπαραγωγή παντός είδους, εξορύξεις, ενεργειακές υποδομές, δίκτυα μεταφοράς κλπ.), χαρακτηρίζεται από τα μεγάλα μεγέθη, ενισχύει το συγκεντρωτισμό του συστήματος διαχείρισης ενέργειας και επιβάλλεται με έναν εξαιρετικά βίαιο τρόπο. Για την υλοποίησή της, προσαρμόζεται κατάλληλα το νομικό πλαίσιο, περιορίζεται ασφυκτικά η περιβαλλοντική προστασία και πριμοδοτείται απροκάλυπτα η δράση του κεφαλαίου.

Οι ραγδαίες αυτές αλλαγές βιώνονται από την κοινωνία με επώδυνο τρόπο, ιδιαίτερα στις «στοχοποιημένες» περιοχές, ανεξάρτητα από το είδος της δραστηριότητας και τη βαρύτητα που αυτή έχει στους κεντρικούς σχεδιασμούς. Ταυτόχρονα, επειδή η διασπορά των ενεργειακών δραστηριοτήτων είναι εκτεταμένη, αρχίζουν να εισπράττονται, όχι σαν άθροισμα μεμονωμένων τοπικών βλαπτικών «περιστατικών», αλλά σαν ένα ενιαίο πρόβλημα γενικού ενδιαφέροντος και καθολικής ισχύος. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ωρίμανση της ανάγκης για συντονισμένη κινηματική δράση.

Η ρητορική και η επικοινωνιακή πολιτική, που υπηρετούν τις παραπάνω συστημικές επιλογές, αποδεικνύονται ανίκανες να συγκαλύψουν τις βαθύτερες επιδιώξεις των φορέων τους. Η προστασία του κλίματος, η ενεργειακή ασφάλεια, η προσδοκία της ευημερίας, ο στόχος της μετατροπής της Ελλάδας σε «ενεργειακό κόμβο», η γεωπολιτική ασφάλεια κ.ά., δεν είναι παρά το προκάλυμμα μιας επιθετικής κερδοσκοπικής αντίληψης και το μέσο για την κοινωνική νομιμοποίηση της λογικής της ανάπτυξης («πράσινης» ή μη), κάτι που, όμως, γίνεται αντιληπτό από μεγάλα στρώματα της κοινωνίας. Την αίσθηση αυτής της γενικευμένης δυσπιστίας και αμφισβήτησης του συνόλου, σχεδόν, των ενεργειακών δραστηριοτήτων την ενισχύει η συνειδητοποίηση, αφενός, της πλήρους εμπορευματικής παραγωγής της ενέργειας και της εγκατάλειψης κάθε σκέψης περί κοινού αγαθού και, αφετέρου, της καθολικής αποξένωσης της κοινωνίας από οποιουδήποτε είδους «ενεργειακό σχεδιασμό».

Αυτό που, πραγματικά, εισπράττουμε σαν πολίτες και οργανωμένες συλλογικότητες είναι πρακτικές λεηλασίας της φύσης και «αρπαγής» γης, συρρίκνωση της βιοποικιλότητας και των παραγωγικών δραστηριοτήτων που αλλοιώνουν τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά των τοπικών κοινωνιών, φαινόμενα επικυριαρχίας (τοπικά και γενικά) των οικονομικών συμφερόντων, μεγέθυνση των προβλημάτων πρόσβασης στις υπηρεσίες ενέργειας εξαιτίας του υψηλού κόστους, εξάπλωση της ενεργειακής φτώχειας, γεωπολιτική αβεβαιότητα και κινδύνους πολεμικής εμπλοκής σαν συνέπεια των μεγα-σχεδίων εξόρυξης υδρογονανθράκων, εξάρτηση από εταιρικές και διακρατικές πολιτικές διαμοιρασμού της «πίτας» των ενεργειακών πόρων κ.λπ..

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η εστίαση του προβληματισμού, αποκλειστικά, στο ζήτημα της αλλαγής του ενεργειακού μείγματος, με άξονα τη μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων και εντατικοποίηση της χρήσης μεθοδολογιών ΑΠΕ, φαντάζει επιφανειακή και ατελέσφορη, καθώς αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην ουσία του και παρακάμπτει ουσιαστικές παραμέτρους του, με ορατό τον κίνδυνο να οδηγήσει στη δημιουργία νέων «πληγών», χωρίς να θεραπεύει τις παλιές. Υπάρχει, κατά συνέπεια μια διπλή ανάγκη: αφενός, αυτή μιας γενικότερης θεώρησης του ζητήματος της ενέργειας και, αφετέρου, της διαμόρφωσης ενός πλατιού κοινωνικού μετώπου αμφισβήτησης και ανατροπής των κυρίαρχων επιλογών. Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, η 2η συνάντηση για την ενέργεια (17-18 Οκτώβρη) επεξεργάστηκε τις θέσεις που ακολουθούν.

Θέσεις

  1. Βασική αιτία της έξαρσης και επέκτασης των ενεργειακών δραστηριοτήτων είναι η συνεχιζόμενη ραγδαία αύξηση της ζήτησης και κατανάλωσης ενέργειας, αναντίστοιχης με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Το φαινόμενο αυτό αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός οικονομικού συστήματος αέναης μεγέθυνσης και συσσώρευσης και κάτω από την κυριαρχία της λογικής της ανάπτυξης, παράγοντες που οφείλουν να τεθούν σε ριζική αμφισβήτηση.
  2. Μαχόμαστε ενάντια στην εμπορευματική παραγωγή και διαχείριση της ενέργειας. Οι πολιτικές της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, η μετατροπή της σε τυπικό εμπορικό-χρηματιστηριακό προϊόν στο πλαίσιο μιας αυτόνομης αγοράς -μέσω κυβερνητικών και κρατικών πολιτικών, που δε λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες- μεγεθύνουν το πρόβλημα και δίνουν χαρακτηριστικά «φρενίτιδας» στις ενεργειακές δραστηριότητες.
  3. Μας βρίσκει ριζικά αντίθετους το μοντέλο του ευρύτατου ενεργειακού μετασχηματισμού, που βρίσκεται σε φάση πλήρους εξέλιξης. Ο μετασχηματισμός αυτός στηρίζεται στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, στην εξάπλωση των βιομηχανικού τύπου εγκαταστάσεων αξιοποίησης αιολικού και φωτοβολταϊκού δυναμικού, στη συνέχιση της φραγματοποίησης των ποταμών (μικρών και μεγάλων), στην επιλογή της καύσης των αποβλήτων ως σταθερής μεθόδου παραγωγής ενέργειας, στην έρευνα-εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, στην εξάπλωση των μεγάλων -πλέον και διακρατικών- ηλεκτρικών δικτύων και αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου και στο γενικότερο συγκεντρωτισμό του συστήματος ενέργειας. Η θέση μας αυτή συνεπάγεται την αντίθεσή μας σε όλες τις διεκδικήσεις δικαιωμάτων εξόρυξης Υ/Α στη Μεσόγειο, τους διεθνείς ανταγωνισμούς και τις πολεμικές συρράξεις που παράγονται, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και διόδων.
  4. Παλεύουμε για την προστασία και ανάκτηση του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και για τη διαφύλαξη και ανάδειξη του πολιτισμικού περιβάλλοντος, ενάντια στις πολιτικές της άνευ προηγουμένου απώλειας οικοσυστημάτων και της δραστικής μείωσης της βιοποικιλότητας, που συνδέονται άμεσα με τις παραπάνω δραστηριότητες.
  5. Στη βάση των παραπάνω:
  • δηλώνουμε τη ριζική αντίθεσή μας στο εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) και στο εθνικό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων (ΕΣΔΑ).
  • απαιτούμε την ακύρωση του αντιπεριβαλλοντικού νόμου Χατζηδάκη (ν. 4685/2020) και του συνόλου των νομοθετικών ρυθμίσεων, που νομιμοποιούν την περιβαλλοντική καταστροφή και συρρικνώνουν κάθε μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας.
  1. Η αρπαγή γης με σκοπό την ανάπτυξη κάθε είδους ενεργειακών δραστηριοτήτων και οι αλλαγές χρήσεις που επιφέρει, ο άμεσος επηρεασμός μεγάλου μέρους ήπιων οικονομικών δραστηριοτήτων, η υποβάθμιση των τοπίων, οι κίνδυνοι από ενδεχόμενα «ατυχήματα» κατά την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, το νέο κύμα αστικοποίησης και ανεργίας που συνεπάγεται η βίαιη αναδιάρθρωση που επιχειρείται, συνιστούν βίαιη, αρνητική μεταβολή των συνθηκών ζωής των τοπικών κοινωνιών, στο όνομα αναγκών, για τις συνέπειές των οποίων ούτε ενημερώθηκαν ποτέ, ούτε ποτέ αποδέχτηκαν.
  2. Η κλιματική αλλαγή είναι προϊόν της λογικής της «ανάπτυξης» των 200 τελευταίων ετών και αποτελεί εκδήλωση της γενικότερης οικολογικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Από αυτήν την άποψη, έχει θέση στην ατζέντα της στρατηγικής των περιβαλλοντικών κινημάτων, στη βάση ενός αυτόνομου και διακριτού λόγου, που δε θα εγκλωβίζεται στη ρητορική της επίσημης πολιτικής. Μιας πολιτικής η οποία δεν αποσκοπεί πραγματικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά στη δημιουργία της εντύπωσης ότι το κάνει. Κάτω από αυτήν την οπτική, ο αγώνας για την ανάσχεση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί παρά να είναι διαμετρικά αντίθετος, τόσο με την «μαύρη ανάπτυξη», όσο και με την «πράσινη ανάπτυξη» της αγοράς, καθώς και σε κάθε συστημική δήθεν «λύση», που επιχειρεί να εξωραΐσει τις διαχρονικές και σύγχρονες ευθύνες του ίδιου του συστήματος.
  3. Κριτήριο για τη χάραξη των ενεργειακών σχεδιασμών, σε όλα τα επίπεδα, δεν μπορεί να είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου σε βάρος των αδύναμων. Υποστηρίζουμε την κατοχύρωση των πηγών ενέργειας ως κοινού αγαθού στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Προκρίνουμε την ενίσχυση της τοπικότητας και την αποκέντρωση των δικτύων και των βασικών υποδομών, μέσα σε ένα πλαίσιο κάλυψης τόσο τοπικών όσο και υπερτοπικών αναγκών και πέρα από τον διαχωρισμό μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας. Η συμμετοχή στη διαμόρφωση των σχεδιασμών, ο κοινωνικός έλεγχος, η διασφάλιση της καθολικής πρόσβασης στις βασικές ενεργειακές υπηρεσίες, η εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας οφείλουν να αποτελούν βασικά στοιχεία μιας εναλλακτικής κινηματικής αντίληψης.
  4. Η υιοθέτηση αυτής της εναλλακτικής αντίληψης, δεν περιορίζεται στην παρεμπόδιση και αντιμετώπιση μεμονωμένων ενεργειακών δραστηριοτήτων, αλλά χρειάζεται αναπόφευκτα να ενσωματωθεί στον στρατηγικό προσανατολισμό των κινημάτων και να στηριχθεί σε μια συνολική θεώρηση των πολιτικών για την ενέργεια, ως μέρους των γενικότερων πολιτικών για ένα ριζικό κοινωνικό -οικολογικό μετασχηματισμό.

25.10.2020

Μοιραστείτε το άρθρο