Η δύση της νεοφιλελεύθερης Δύσης και το μετέωρο βήμα της δεσποτικής Ανατολής

Του Κώστα Λάμπου

Το νεφελώδες νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο της  Δύσης που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, βιώνει μια βαθιά και πολύπλευρη κρίση, απότοκο της παρακμιακής του φάσης, η οποία αφού πολτοποίησε όλες τις παλιές αστικές κοινωνίες της Δύσης κατάληξε να είναι η εξουσία του 1%, που λεηλατεί τον πλανήτη και τις ζωές  του 99% του  πληθυσμού του Δυτικού κόσμου. Βέβαια δεν φαίνεται να είναι καλύτερη η τύχη των δεσποτικών κοινωνιών που ζουν στις συνθήκες του σκοτεινού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού  των χωρών της Ανατολής. Η τοξικότητα των σχέσεων και ο ανταγωνισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης οξύνονται σε βαθμό επικίνδυνο με αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας για την πορεία της ανθρωπότητας. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι το γεγονός ότι τόσο η δυτική, όσο και η ανατολική κυρίαρχη ελίτ ετοιμάζονται για την τελική αναμέτρηση με στόχο την παγκόσμια ηγεμονία.

Αυτό φαίνεται από το γεγονός πως  οι εξοπλισμοί σε παγκόσμιο επίπεδο απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος από το ΑΕΠ όλων των χωρών, γεγονός που λειτουργεί σε βάρος των δαπανών για την δημόσια υγεία, παιδεία, ασφάλεια και ευημερία. Μάλιστα το 40% των καταγραμμένων παγκόσμιων ετήσιων αμυντικών δαπανών πραγματοποιούνται από τις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής, (ΕΠΑ), πράγμα αποκαλυπτικό των προθέσεών τους να εξουσιάζουν την παγκόσμια οικονομία με την απειλή και την χρήση του πολέμου. Αν στο 40% προσθέσουμε τις μυστικές δαπάνες για τον οικονομικό πόλεμο και τις αφανείς αμυντικές δαπάνες των ΕΠΑ τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι για να ξοδεύει αυτά τα τεράστια ποσά, την στιγμή που αντικειμενικά δεν κινδυνεύει από καμιά χώρα, τότε αυτές οι δαπάνες δεν είναι αμυντικές, αλλά επιθετικές, ενδεικτικές του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της οικονομίας τους. Έτσι γίνεται φανερό ότι αυτές οι επιθετικές δαπάνες επιτρέπουν στις ΕΠΑ να διαμορφώνουν προς το συμφέρον τους τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, ώστε αυτές οι δαπάνες να τους αποφέρουν πολλαπλάσιο πλούτο από το κόστος ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας.

Παρατηρείται επίσης ότι στις δέκα στρατιωτικά ισχυρότερες χώρες του πλανήτη, με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες, αντιστοιχεί περίπου το 73% του συνόλου των καταγραμμένων ετήσιων αμυντικών δαπανών, πράγμα που καταδεικνύει την ύπαρξη μιας πυραμίδας στρατιωτικής ισχύος, στην κορυφή της οποίας βρίσκονται οι ΕΠΑ, με την Κίνα και την Ινδία να ακολουθούν απειλητικά, δεδομένης και της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξής τους.

Την ίδια στιγμή όμως  συντελείται μια ανατροπή στη σχέση μεταξύ Αμερικής και Κίνας αναφορικά με τη συμμετοχή τους στο Ακαθάριστο Παγκόσμιο Προϊόν, η οποία  εξελίσσεται σε βάρος της Αμερικής αφού το 1950 η Αμερική συμμετείχε κατά 27,3%, ενώ η Κίνα μόλις κατά 4,5%, στο τέλος του ψυχρού πολέμου, το 1990, η Αμερική συμμετείχε κατά 20,6% και η Κίνα κατά 3,86%, για να καταλήξει το 2018 η Αμερική να συμμετέχει κατά 15% ενώ η συμμετοχή της Κίνας ανέρχεται στην πρώτη θέση με 18,6%[1].

Το σπάσιμο του ψυχολογικού φράγματος, με τον εκτοπισμό της Αμερικής, και κατά μία έννοια της Δύσης συνολικά, από την πρώτη θέση και την ανάδειξη της Κίνας, και κατά κάποια έννοια της Ασίας/Ανατολής, στην κορυφή της οικονομικής κατάταξης των χωρών του πλανήτη, καθιστά την Αμερική περισσότερο ανίσχυρη να διαχειριστεί το σχέδιο της παγκόσμιας ηγεμονίας του αμερικανισμού[2].  Αυτό το  γεγονός κάνει την ηγεσία των ΕΠΑ και ιδιαίτερα το στρατιωτικοβιομηχανικό της σύμπλεγμα να αντιδρά σπασμωδικά με μια σειρά από τοπικούς πολέμους που καταλήγουν στην απώλεια ισχύος και κύρους  της Αμερικής επειδή τελικά ασκούν αρνητικές επιδράσεις στις οικονομίες  όλων των εμπλεκόμενων και μη χωρών, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση ενός κλίματος αντιαμερικανισμού στον υπόλοιπο κόσμο[3].  Αυτό το γεγονός δημιουργεί ανασφάλειες και ανησυχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους λοιπούς ‘δυτικούς συμμάχους’, την ασφάλεια των οποίων έχει αναλάβει, δια του ΝΑΤΟ, εργολαβικά η Αμερική.  γεγονός που αφήνει χώρο στον αναδυόμενο ασιατικό και κύρια στον κινέζικο κρατικό καπιταλισμό να διεκδικήσει ρόλο παγκόσμιου ρυθμιστή. Έτσι γίνεται προφανές ότι η ανθρωπότητα εισέρχεται στη μεγαλύτερη γεωπολιτική κρίση που έλαβε χώρα ποτέ, η οποία εξελίσσεται σε υπαρξιακή, η λύση της οποίας όμως ξεφεύγει των νόμων της οικονομίας και της διπλωματίας πράγμα που προφανώς σημαίνει ότι ο ‘κύριος ΠΠ’, (Παγκόσμιος Πόλεμος), καλείται και πάλι να γράψει και την επόμενη σελίδα της ιστορίας της ανθρωπότητας δια της καταστροφής και της βαρβαρότητας.

Αυτή η εκδοχή ενισχύεται, αν δούμε με τη διεύρυνση της ομάδας των δέκα σε ομάδα των είκοσι στρατιωτικά ισχυρότερων χωρών, με κριτήριο τις αμυντικές δαπάνες τους, τότε το ποσοστό της ομάδας των είκοσι θα ξεπερνούσε το 80% των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών, πράγμα που αποκαλύπτει την στρεβλή, δύσμορφη, ανορθολογική, ασταθή και μη συμμετρική δομή των χωρών στα πλαίσια της πυραμίδας στρατιωτικής ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι η διάσπαση του κόσμου σε δυό κύρια στρατόπεδα, με αρχηγέτες την Αμερική και την Κίνα με τις αντίστοιχες ακολουθίες, οδηγεί λογικά στη γλώσσα των όπλων, που σημαίνει ότι από την στιγμή που το άθροισμα της μεταξύ τους ισχύος θα πάψει να είναι ίσο με το μηδέν, τότε  η πλάστιγγα θα έχει αναδείξει τον ισχυρότερο, ικανό για το πρώτο χτύπημα.

Για να μην συμβεί αυτό πρέπει στο μεταξύ διάστημα να έχουν αλλάξει κοσμοαντίληψη, γνώμη, επιλογή, στρατηγική και τακτική οι λαοί της Αμερικής, της Κίνας και της υπόλοιπης ανθρωπότητας, του Μεγάλου Θεατή των εξελίξεων, δηλαδή, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου.

Αυτό το φαινόμενο της μη-συμμετρικής και άδικης διασποράς της οικονομικής δραστηριότητας του πλανήτη προκαλείται αποκλειστικά από την ανισοκατανομή του καταμερισμού της εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα η οποία ξεκινά από την ανισοκατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στο έδαφος και στα άλλα μέσα παραγωγής και  καταλήγει στην ακραία ανισοκατανομή του πλούτου. Ζούμε σε έναν κόσμο που σπαράσσεται αδιαλείπτως από κατακτητικούς πολέμους και βιώνει την καπιταλιστική βαρβαρότητα με την μορφή της ακραίας συγκέντρωσης του παγκόσμιου πληθυσμού σε ελάχιστα τερατωδώς μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ο προκλητικός πλούτος ‘συγκατοικεί’ με την απόλυτη φτώχεια.

Αυτή η ανισόμερη και ασύμμετρη διασπορά της  οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος διαψεύδει το ιδεολόγημα περί οικονομίας της ελεύθερης αγοράς:

  • Πρώτον γιατί την αγορά την ρυθμίζουν τα όπλα και οι πόλεμοι των ισχυρών εναντίον άλλων ισχυρών αλλά και ανίσχυρων ανταγωνιστών τους.
  • Δεύτερον γιατί ελεύθερη αγορά σε συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας εξαιτίας των ακραίων οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και των συχνών πολεμικών συγκρούσεων δεν υπάρχει.
  • Τρίτον γιατί ελεύθερη αγορά και συνεπώς ελεύθερη οικονομία με καχεκτικές και ανελεύθερες κοινωνίες και δυστυχισμένους και ανελεύθερους ανθρώπους δεν μπορεί να υπάρξει, παρά ως πολεμική οικονομία και ακραίες κοινωνικές ανισότητες.

Ο ανασφαλής, λαίμαργος και συγκρουσιακός χαρακτήρας της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής δεν οδηγεί μόνο στην κοινωνική ανισότητα και στην πολεμική οικονομία για την διασφάλιση και την διεύρυνση της ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην διαρκή όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ ιδιοκτητών μέσων παραγωγής κατά συνέπεια και μεταξύ κρατών, πράγμα που καθιστά την παγκόσμια οικονομία πολεμική, οικονομία για την εξουσία και την κυριαρχία και όχι οικονομία για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την ανθρωπότητα.

Όσο η οικονομία για την εξουσία και τον πόλεμο θα κυριαρχεί πάνω στην κοινωνία και η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής θα στρεβλώνει τις οικονομικές δομές, θα ζουγκλοποιεί τις κοινωνικές και τις ανθρώπινες σχέσεις και θα στηρίζεται στη θεσμική, δομική και στρατιωτική βία τόσο οι κρίσεις και οι καταστροφικές συγκρούσεις θα αναπαράγονται με κύριο σχεδιαστή τις ΕΠΑ και εκτελεστή το ΝΑΤΟ[4]. Πίσω από τις ΕΠΑ στοιχίζονται δυτικές χώρες όπως Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και κάποιες χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, αλλά και κάποιες ιδιότυπα ‘δυτικές χώρες’ της Ασίας μεταξύ των οποίων η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και μερικές άλλες από την μια μεριά και πίσω από την Κίνα στοιχίζονται η Ινδία, η Ρωσία και κάποιες άλλες ασιατικές, και όχι μόνο, χώρες, από την άλλη.

Όσο η αδυναμία των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, δηλαδή, της εργαζόμενης κοινωνίας/ανθρωπότητας, να αποσπάσουν από το κεφάλαιο και για λογαριασμό τους τον έλεγχο πάνω στην επιστήμη, στην εφαρμοσμένη έρευνα και στην τεχνολογία, τόσο το κεφάλαιο, στη μια ή στην άλλη εκδοχή του, θα σχεδιάζει νέες μεγάλες επανεκκινήσεις (Great reset) που θα καταλήγουν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και σε κάπου είδους ψηφιακό φασισμό και στην απόλυτη υποδούλωση της  ανθρωπότητας.

Αυτή η εκτροπή της οικονομίας από το ρόλο της να υπηρετεί, και όχι να εξουσιάζει, τον άνθρωπο και την κοινωνία δεν ωφέλησε ποτέ την ανθρωπότητα, αλλά, τελικά, ούτε και κανέναν ηγεμόνα, αποικιοκράτη και ιμπεριαλιστή, γιατί οι άγονοι ανταγωνισμοί και οι απάνθρωποι και καταστροφικοί πόλεμοι καταλήγουν σε νικητές και ηττημένους σε στρατιωτικό επίπεδο και σε σημαντικές και συχνά σε αιματηρές ανακατατάξεις σε επίπεδο παγκόσμιας οικονομίας και ισχύος, όπως αυτές που προβλέπεται να συμβούν στην αμέσως επόμενη δεκαετία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία[5] οι Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής πέφτουν στην δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατάταξης και τη θέση της την παίρνει η Κίνα. Η Ιαπωνία από την τρίτη θέση πέφτει στην τέταρτη και την Τρίτη θέση καταλαμβάνει η  ραγδαία ανερχόμενη από την έβδομη θέση Ινδία. Η Γερμανία από την τέταρτη πέφτει στην πέμπτη θέση, η Αγγλία από την έκτη στην έβδομη  και η Γαλλία από  την έβδομη στην ένατη.

Αντίθετα οι μεγάλες ασιατικές χώρες εκτοπίζουν η μια μετά την άλλη τις μεγάλες  δυτικές οικονομίες, με αποτέλεσμα την ανατροπή της υφιστάμενης κλίμακας ισχύος, που σημαίνει πως η Δύση δύει ως παγκόσμιος ηγεμόνας.

Ο παρακάτω Πίνακας, δείχνει προς μια ασιατική, και το πιθανότερο, προς μια ευρασιατική, με την συμμετοχή και της Ρωσίας, παγκόσμια ηγεμονία, πράγμα που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η Ασία αποκτά σταδιακά την κυρίαρχη θέση τόσο στην παγκόσμια παραγωγή όσο και στην παγκόσμια κατανάλωση, δηλαδή στην διαμόρφωση του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Μάλιστα η ενωτική τους δράση τόσο στον οικονομικό τομέα με την μορφή των BRICS, όσο και  στον στρατιωτικό τομέα ως ‘Σύμφωνο της Σαγκάης’ προχωρεί ήδη στη διαμόρφωση μιας ενιαίας αντιδυτικής, κύρια αντιαμερικάνικης στρατηγικής  που φτάνει, πέρα από την σύσφιξη των  μεταξύ τους εμπορικών σχέσεων, μέχρι την θέσπιση ενιαίου κοινού νομίσματος με στόχο την αποκαθήλωση του αμερικανικού δολαρίου από την θέση του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, γεγονός που θα επιτάχυνε την κατάρρευση των ΕΠΑ και κατά συνέπεια την αποσύνθεση της Δύσης.

Η έκταση, το βάθος και η ένταση της παγκόσμιας ανισότητας αποκαλύπτουν την προχωρημένη παρακμή του καπιταλισμού με την έννοια ότι αδυνατεί να διαχειριστεί τα παγκόσμια προβλήματα που προκαλεί αυτή η ανισότητα, γεγονός που οδηγεί στην τήξη των παγκόσμιων θεσμών και μπορεί να εκτονωθεί μόνο με μια πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αν στο μεταξύ δεν υπάρξει δύναμη που θα προκαλέσει εκτόνωση και αλλαγή πορείας.

Η μόνη δύναμη που θα  μπορούσε να ματαιώσει αυτή την εξέλιξη είναι   η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν βέβαια, οι Ευρωπαίοι Πολίτες καταφέρουν να την θέσουν σε τροχιά αντικαπιταλιστικής, αντιηγεμονικής προοπτικής. Μέχρι όμως να υπάρξει αυτή η δύναμη που θα σπάσει τον φαύλο κύκλο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η ανισότητα θα διευρύνεται, θα βαθαίνει και θα εντείνεται ακόμα περισσότερο, που σημαίνει ότι η κατάσταση της ανθρωπότητας θα χειροτερεύει με όλες τις αναπόφευκτες συνέπειες.

Με ορατή αυτή την αρνητική εξέλιξη πολλοί θεωρητικοί, όχι απαραίτητα θιασώτες του καπιταλισμού, διερωτώνται για το κατά πόσον «απειλεί άραγε η ανισότητα τον καπιταλισμό;» πέφτοντας στην παγίδα της ταυτολογίας γιατί ανισότητα και καπιταλισμός είναι ταυτόσημες έννοιες και πραγματικότητες, είναι δηλαδή το ίδιο πράγμα. Οπότε το ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: αν ο καπιταλισμός κινδυνεύει από τον ίδιο του τον εαυτό, από τις αναρίθμητες αντιφάσεις και αντιθέσεις του. Στην προσπάθειά τους όμως να διακρίνουν κάποια απάντηση και αφού εντάσσουν τόσο τον σοβιετικό, όσο και τον ρωσικό και τον κινέζικο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό στο ίδιο σύστημα με τον δυτικό καπιταλισμό καταλήγουν, αφού πρώτα υπαινιχθούν την αντιπαλότητα μεταξύ ‘δυτικού καπιταλισμού’ και ‘ισλαμοκαπιταλισμού’[6], στο συμπέρασμα ότι «η ηγεμονία του καπιταλισμού ως παγκόσμιου συστήματος είναι τόσο καθολική, ώστε ακόμα και όσοι δεν εγκρίνουν ούτε αυτόν ούτε την αυξανόμενη ανισότητα σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο δεν έχουν να προτείνουν ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις»[7].

Όσοι συζητούν μόνο με τον εαυτό τους και με τους ομοίους τους, και όχι με την κοινωνία και την ιστορία, δεν βλέπουν ρεαλιστικές εναλλακτικές προτάσεις και λύσεις, και τελικά καταφεύγουν σε προσχεδιασμένες πλάνες για την μείωση της παγκόσμιας ανισότητας με συνταγές για περισσότερο και αγριότερο καπιταλισμό στις λιγότερο καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Σύμφωνα μάλιστα με αυτήν την αντίληψη, που διαφοροποιεί αυθαίρετα και πέρα από κάθε λογική την παγκόσμια ανισότητα από την τοπική κοινωνική ανισότητα, η Κίνα θεωρείται χώρα πρότυπο που με την οικονομική της μεγέθυνση των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα μείωσε τάχα την παγκόσμια ανισότητα. Αυτός ο ισχυρισμός παραγνωρίζει τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που ο κινέζικος κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός προκάλεσε στο εσωτερικό της ίδιας της Κίνας[8] σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Το σπουδαιότερο είναι ότι ο άγριος, ο μανιακός κινέζικος καπιταλισμός αναδείχνει την Κίνα στον μεγαλύτερο ρυπαντή του παγκόσμιου περιβάλλοντος, επιβαρύνοντας με αυτό το τεράστιο κόστος τόσο τη σύγχρονη ανθρωπότητα, όσο και οι μελλοντικές γενιές. Παραγνωρίζεται επίσης ο ρόλος της βίαιης οικονομικής μεγέθυνσης της Κίνας, χάρη στις αμερικανικές επενδύσεις και στην ακραία πίεση της αμοιβής της εργασίας[9], που προκάλεσε το μεγάλο τσουνάμι των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων σε ολόκληρη Δύση, με αποτέλεσμα την απορρύθμιση και την πλήρη απαξίωση, δηλαδή την ‘κινεζοποίηση’, των σχέσεων εργασίας, γεγονός που οδηγεί στην περαιτέρω ραγδαία διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Η φτηνή εργασία των επτακοσίων (700) και πλέον εκατομμυρίων κινέζων εργατών, με αιχμή τα διακόσια περίπου των ‘Μινγκόνγκ[10]’, τράβηξε τεράστια δυτικά κεφάλαια στην Κίνα με αποτέλεσμα την ραγδαία υπερβιομηχάνιση της Κίνας, η οποία προκάλεσε μεγάλα κύματα αποβιομηχάνισης στη Δύση με αποτέλεσμα την ανεργία, την φτώχεια και την διεύρυνση των οικονομικοκοινωνικών ανισοτήτων. Αυτή η εφιαλτική κοινωνική πραγματικότητα της ‘πλήρους αλλά κακοπληρωμένης απασχόλησης’ με όρους δουλοπαροικίας που αποκαλείται κινέζικος «κομμουνιστικός καπιταλισμός»[11], προβάλλεται, όλο και συχνότερα, στη Δύση ως το ιδανικότερο σύστημα της Νέας Εποχής. Μπροστά στο ενδεχόμενο της κοινωνικής ανατροπής του το δυτικό κεφάλαιο προτιμά την μεταμόρφωσή του σε κρατικό καπιταλισμό του τύπου του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ που  εύκολα μεταμορφώνεται από κρατικό καπιταλισμό σε ιδιωτικό καπιταλισμό της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς. Έτσι με την σχετική προπαγάνδα που όλο και πυκνώνει εξοικειώνονται σιγά-σιγά οι λαοί των δυτικών χωρών προκειμένου να δεχτούν να παραιτηθούν από βασικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα ‘για να έχουν δουλειά’ και να δεχτούν μείωση του βιοτικού τους επιπέδου. Αναγκάζονται ακόμα, να δεχτούν και συστήματα αυταρχικής διακυβέρνησής τους. Μέρα τη μέρα οδηγούμαστε προφανώς στην κινεζοποίηση της Δύσης με την έννοια της δορυφοροποίησής της στην ιμπεριαλιστική ηγεμονική πολιτική του Πεκίνου. Όλες αυτές οι εξελίξεις αποτελούν βήματα προς τα πίσω, προς τον 20ο και τον 19ο αιώνα, γεγονός  που σημαίνει υποταγή της υποτιθέμενης δημοκρατικής Δύσης στην παραδοσιακά δεσποτική/ολοκληρωτική Ανατολή και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή της, την κινεζική, με σκοπό την επιβίωση της κυριαρχίας του κρατικομονοπωλιακού κεφαλαίου πάνω στις κοινωνίες και στην ανθρωπότητα συνολικά.

Η Κίνα δεν είναι πιά μόνο ο μεγαλύτερος επενδυτής και πιστωτής κεφαλαίων και ο μεγαλύτερος προμηθευτής βιομηχανικών προϊόντων[12], και μάλιστα υψηλής τεχνολογίας, αλλά και η δεύτερη ισχυρότερη στρατιωτική και διαστημική δύναμη του πλανήτη, γεγονός που την καθιστά de facto διεκδικητή της παγκόσμιας ηγεμονίας, σκοπό για τον οποίο υλοποιεί ήδη πλανητικής έκτασης γεωπολιτικές παρεμβάσεις με αντίστοιχες υποδομές, όπως αυτή του λεγόμενου ‘νέου δρόμου του μεταξιού’[13]. Ο σκληρός πυρήνας του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, όπως μας πληροφορούν στελέχη και μεγαλοδημοσιογράφοι της καπιταλιστικής μητρόπολης, προχωράει  σχεδιασμένα σε αυτές τις επιλογές, με αποτέλεσμα τελικά να εγκαταλείπει σταδιακά τον αποδυναμωμένο ‘αμερικανισμό’[14] και να επιλέγει τον κινεζισμό[15] ως όχημα για την διαιώνιση του καπιταλισμού, των κοινωνικών ανισοτήτων και της λεηλασίας της εργαζόμενης ανθρωπότητας, του πολιτισμού και του πλανήτη.

Όμως οι λαοί δεν πεινάνε γιατί τάχα δεν φτάνει το ψωμί για όλους, ούτε γιατί ο πλανήτης δεν μπορεί τάχα να μας θρέψει όλους, αλλά γιατί η παραγωγή αξιών χρήσης δεν αντιστοιχεί στις κοινωνικές ανάγκες, αλλά αποτελεί μικρό μόνο κλάσμα σε σχέση με την παραγωγή όπλων, μηχανισμών και υπηρεσιών προπαγάνδας εξουσίας και καταστολής. Όλα αυτά υπαγορεύονται από το συμφέρον και την ανασφάλεια επιβίωσης του καπιταλισμού και γι’ αυτό αποσιωπούν ότι οι φτωχοί λαοί είναι φτωχοί εξαιτίας της λεηλασίας του φυσικού τους πλούτου.

Η κατανόηση από τις δυνάμεις της Εργασίας, τη Επιστήμης και του Πολιτισμού πως η βασική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας παραμένει, και θα παραμένει μέχρι την πλήρη και οριστική εξαφάνιση του καπιταλισμού, η κύρια αντίθεση ακόμα και στον 21ο αιώνα και συνεπώς οι εσωτερικές αντιθέσεις, ανταγωνισμοί και αντιπαλότητες μεταξύ των διάφορων, αλλά το ίδιο επικίνδυνων για την ανθρωπότητα, καπιταλισμών, δεν αποσκοπούν στην μείωση των οικονομικοκοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ ανθρώπων, τάξεων και εθνών, αλλά  στην όξυνσή τους και στην διαιώνισή τους.  Για όλους αυτούς τους λόγους και για χίλιους ακόμα οι δυνάμεις της Εργασίας, τη Επιστήμης και του Πολιτισμού οφείλουν να απαγκιστρωθούν τους σκοταδιστικούς μύθους και τις νεοφιλελεύθερες, τις νεοσοσιαλδημοκρατικές και τις τριτοτεταρτοδιεθνικιστικές  εξουσιαστικές ιδεολογίες και αφού δουν τον σύγχρονο κόσμο μέσα από μια σύγχρονη κοσμοαντίληψη, να χαράξουν τον δικό τους δρόμο για έναν κόσμο της κοινωνικής ισότητας.

Αναφορικά, τέλος, με την κρίση και την σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το γεγονός πως η Δύση δύει, αυτό κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι η Ανατολή θα καλύψει το κενό που δημιουργείται από αυτές τις ανατροπές. Το πιθανότερο είναι η Ανατολή να δυτικοποιηθεί και η Δύση να ανατολικοποιηθεί με αποτέλεσμα έναν ερμαφρόδιτο κόσμο, κι’ αυτό επειδή:

  1. Η συμμαχία των χωρών της Ανατολής, προϊόν της κοινής εχθρότητας εναντίον των ΕΠΑ και όχι γενικά εναντίον της Δύσης δεν θα αντέξει στις επερχόμενες εξελίξεις εξαιτίας των μεταξύ τους σημαντικών γεωπολιτικών στρατηγικών διαφορών, τόσο αναφορικά με τον ρόλο της Δύσης, ανεξάρτητα από τις ΕΠΑ, όσο και εξαιτίας της καχυποψίας που έχουν οι περισσότερες ανατολικές χώρες και ιδιαίτερα η Ινδία, αναφορικά με τα σκοτεινά ηγεμονικά  σχέδια  της Κίνας, πράγμα που καθιστά το βήμα της Ανατολής να υποκαταστήσει τη Δύση στο ρόλο του ηγέτη του κόσμου, μετέωρο.
  2. Υπάρχει και ο κοιμώμενος άγνωστος Χ, ο παράγοντας Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού της οποίας συνειδητοποιούν σταδιακά και ιδιαίτερα μετά την ιμπεριαλιστική πολιτική της Αμερικής που για τα στενά αποκλειστικά συμφέροντά της χρησιμοποίησε, στην περίπτωση του ‘πολέμου της Ουκρανίας’, την ΕΕ με τρόπο που ναρκοθετεί την ίδια την ενότητά της, γιατί αντιλαμβάνεται πως μια ανεξάρτητη Ε.Ε. θα ήταν ικανή να ματαιώσει όλα και όλων τα σχέδια για παγκόσμια ηγεμονία και να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια προοδευτική μετεξέλιξη από την καπιταλιστική βαρβαρότητα σε έναν καλύτερο κόσμο, στον κόσμο της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της παγκόσμιας ειρήνης. Το γεγονός πως ακόμα και στην Γερμανία φουντώνει ένα κύμα αντιαμερικανισμού με πρόγραμμα για μια ενιαία και ανεξάρτητη Ευρώπη, χωρίς αμερικανικές βάσεις και Αμερικανούς στρατιώτες, αποτελεί έναν καλό οιωνό.
  3. Αν τέλος τα πράγματα φτάσουν στη περίπτωση της παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφικής σύγκρουσης, τότε η ανθρωπότητα θα έχει αποδεκατιστεί, αλλά θα έχουν καταρρεύσει και όλα τα συστήματα εξουσίας, γεγονός που θα δώσει την ευκαιρία στις κατά τόπους σοφότερες πια κοινωνίες  να ανασυγκροτηθούν στη βάση της αυτοδιεύθυνσης, της αλληλεγγύης, της κοινοκτημοσύνης, της ενότητας και της άμεσης δημοκρατίας με περιεχόμενο την κοινωνική ισότητα και την  αταξικότητα  στα πλαίσια ενός οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού.

Για να μην φτάσουμε, όμως, σε αυτό το ακρότατο ζοφερό σημείο υπάρχει μόνο ένας τρόπος να πάψουμε να έχουμε παλιές και νέες ψευδαισθήσεις για το ρόλο του κεφαλαίου, όλων των εκδοχών του και να αποφασίσουμε, εμείς, οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να μετακινηθούμε, σε τοπικό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο, από την θέση του αντικειμένου του κεφαλαίου στην θέση του υποκειμένου της ιστορίας, για να ολοκληρώσουμε το διαχρονικό στρατηγικό μας σχέδιο, που δεν είναι άλλο από την οριστική θεμελίωση του πολιτισμού της κοινωνικής ισότητας.

——-

[1] Mahbubani Kishore, Has China Won: Τhe Chinese Challenge to American Primacy, Public Affairs, USA 2020.

[2] Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός και παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του Φόβου και της Παρακμής, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009, σελ. 67 κ. επ.

[3] Για μια σε βάθος ανάλυση του αντιαμερικανισμού βλέπε, Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός και παγκοσμιοποίηση…, ό. π.

[4] Βλέπε σχετικά, Milanovic Branco, Παγκόσμια ανισότητα. Η οικονομική ανισότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, Ηράκλειο 2019, σελ.157 κ. επ.

[5] Βλέπε, Ζαπουνίδης Κωνσταντίνος, Παγκόσμια ταξινόμηση των 10 μεγαλύτερων οικονομιών, σύμφωνα με το ΑΕΠ, ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 05 Ιανουαρίου 2018.

[6] Milanovic Branco, Παγκόσμια ανισότητα…, ό. π., σελ. 168.

[7] Milanovic Branco, Παγκόσμια ανισότητα…, ό. π., σελ. 167.

[8] «Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα υπεύθυνη για τον περιορισμό της παγκόσμιας φτώχειας και ανισότητας ήταν κατά κύριο λόγο η οικονομική μεγέθυνση της Κίνας. […] Η ουσία όμως είναι ότι για να μειωθεί η παγκόσμια ανισότητα πρέπει να σημειωθούν ταχείς ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης και σε άλλες χώρες πέρα από την Κίνα», Milanovic Branco, Παγκόσμια ανισότητα…, ό. π., σελ. 186.

[9] Βλέπε Λάμπος Κώστας, Κιναζισμός. Το ανώτατο στάδιο του πλιάτσικοκαπιταλισμού ή το πισωγύρισμα στο κατώτατο στάδιο του πολιτισμού; Πολίτες, τεύχος 21/Δεκέμβρης 2010.

[10] «Μινγκόνγκ  σημαίνει μετανάστες χωρίς έγγραφα, πρόκειται για μια κατηγορία εργαζόμενων που προέρχονται από την φτωχή ενδοχώρα, αποτελεί περίπου το 35% του ενεργού κινεζικού πληθυσμού στερημένη από κάθε ανθρώπινο δικαίωμα και είναι αναγκασμένη να παράγει σε συνθήκες απομόνωσης που διαμορφώνοντα από μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ κινέζικης κυβέρνησης και πολυεθνικών εταιρειών», Brunet Antoine, ΚΙΝΑ (2): Με μισθούς 19ου αιώνα ο παράδεισος του καπιταλισμού!, https://www.anixneuseis.gr/κινα-2-με-μισθούς-19ου-αιώνα-ο-παράδεισος/

[11] Brunet Antoine, Κίνα (1): Η κατάκτηση των Διεθνών Οργανισμών, ΚΙΝΑ (2): Με μισθούς 19ου αιώνα ο παράδεισος του καπιταλισμού! και Κίνα (3): Τα 5 πλεονεκτήματα του αυταρχικού καπιταλισμού, στο: www.anixneuseis.gr, Μάϊος 2020.

[12] Brunet Antoine, Κίνα (3): … ό. π., στο: www.anixneuseis.gr,

[13] Brunet Antoine, Κίνα  (3), στο:  www.anixneuseis.gr,

[14] Για μια διεξοδική ανάλυση βλέπε: Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός και Παγκοσμιοποίηση…, ό. π., σελ. 67-112.

[15] Λάμπος Κώστας, Κιναζισμός. Το ανώτατο στάδιο του πλιάτσικοκαπιταλισμού ή το πισωγύρισμα στο κατώτατο στάδιο του πολιτισμού; Πολίτες, τεύχος 21/Δεκέμβρης 2010.

Μοιραστείτε το άρθρο