Αυτόν τον Μίκη θα κρατήσω…

Του Βαγγέλη Σπυριδωνίδη

«Το γειτονάκι μας στη Βαρκελώνη, από την ώρα που του είπαμε ότι πέθανε ο Μίκης, έχει βγει στο μπαλκόνι και παίζει τραγούδια του. Κι έχουμε βγει όλοι στη γειτονιά. Κι εγώ προσπαθώ να εξηγήσω στα παιδιά μας γιατί κλαίμε.

Καλή αντάμωση, παγκόσμιε Μίκη των λαών»

(@LinaHeart)

Τι να πεις; Τι να προσθέσεις;

Με ταλαιπωρούσε, είναι η αλήθεια, από το πρωί, από το άγγελμα του θανάτου του μεγάλου μουσικοσυνθέτη της Ρωμιοσύνης. Τι να γράψεις ως εισαγωγή σε ένα κείμενο-αναφορά στον Μίκη Θεοδωράκη;

Με ξελάσπωσε, προσώρας, το twitter… Ίσως να συμβαίνει σε πολλούς, κάθε ώρα, κάθε μέρα, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης ενημέρωσης και, δυστυχώς, παραπληροφόρησης.

Οι εφημερίδες, οι τηλεοράσεις, τα πρακτορεία και τα σόσιαλ μίντια -λογικό και απολύτως αναμενόμενο- ήδη έχουν κατακλυστεί από μεγάλα ή μικρά αφιερώματα, σχόλια και εκτιμήσεις για το τεράστιο μουσικό έργο του Μίκη, του Μίκη μας, αλλά και την περίεργη, τουλάχιστον, πολιτική διαδρομή του.

Πολλά θα γραφτούν, πολλά θα ειπωθούν.

Όχι μόνο για το τεράστιο, παγκοσμίως αναγνωρισμένο μουσικό έργο του, αλλά και για τη γνωστή αναφορά του «Καραμανλής ή τανκς» ή την υπουργοποίησή του από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Πιστεύω ότι την πολιτική διαδρομή του θα την κρίνει ο λαός και η ιστορία.

Όμως εκείνο που δεν μπορεί να μπει, να τεθεί ή ακόμα και να αξιολογηθεί δεόντως από τρίτους είναι η ψυχική διασύνδεση της γενιάς του ίδιου του Μίκη, και όσων γενεών ακολούθησαν, με το έργο του.

Δεν πρόκειται να κάνω χρήση της γνωστής κολυμβήθρας του Σιλωάμ. Όχι.

Όμως είμαι αναγκασμένος να αφήσω ελεύθερα τα συναισθήματά μου, να ανατρέξω σε παλιές και σκληρές (και όμορφες συνάμα) εποχές, προκειμένου να καταδείξω, όσο μπορώ, το τι ήταν για μένα, για εμάς, ο Μίκης.

Και, ξέρετε, νομίζω ότι είναι απλό. Για έναν και μόνο λόγο. Γιατί είναι εύκολο…

Θα τον βλέπω και θα τον σκέφτομαι αγκαλιά με τον Πάμπλο Νερούντα και τον Φιντέλ Κάστρο. Να συνομιλεί με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Σεφέρη. Να ετοιμάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου παρέα με τον Μάνο, τον Ζαμπέτα, τον Χιώτη…

Να μπαίνει μέσα στην ψυχή των στίχων του δικού μας Μανώλη Αναγνωστάκη, του ποιητή της ήττας, τρομάρα τους!

Θα τον φαντάζομαι να διευθύνει ορχήστρες με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αλλά και την Εντίθ Πιαφ.

Θα γεύομαι, σαν διψασμένος οδοιπόρος, τις νότες από τα εκπληκτικά συμφωνικά έργα του.

Θα βλέπω, ξανά και ξανά, εικόνες με τον ανεπανάληπτο Άντονι Κουίν να χορεύει στην άμμο συρτάκι, ως γνήσιος Ζορμπάς.

Η προσωπική, αλλά και η συλλογική μνήμη, ευκαιρίας δοθείσης, θα με τραβάει από το μανίκι και θα με οδηγεί στα Κάστρα, στο Επταπύργιο. Θα με σπρώχνει μέσα στην καπνισμένη Δόμνα, στον Τζώτζο, στον Λεωνίδα και τον Λευτέρη στο Μακεδονικό. Κι επειδή αυτή η ρουφιάνα η μνήμη δεν χορταίνει εύκολα, θα με οδηγεί στον Παγουλάτο και στο υπόγειο της Μπαρμπαρέλας κι από εκεί στο γρασίδι του Χημείου και του Λευκού Πύργου.

«Μεσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα» θα σιγοτραγουδάω, ψάχνοντας τους φίλους και συντρόφους που έχασα σε μια όμορφη, σημαντική, δύσκολη, πολύχρονη διαδρομή. Όση και η ζωή μου/μας!

Αυτόν τον Μίκη θα κρατήσω. Αυτόν που με/μας συντρόφεψε στα πρώτα πολιτικά και ερωτικά σκιρτήματα. Αυτόν που ψιθυρίζαμε στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας και βροντοφωνάζαμε στα μεγάλα συλλαλητήρια της μεταπολίτευσης.

Τον Μίκη της νιότης, του αγώνα, της αντίστασης, της ειρήνης, της δικαιοσύνης, των τραγουδιών, της χαράς και του έρωτα.

Για τα… άλλα, τα υπόλοιπα, μικρόν το δέμας του γράφοντος…

Κι όπως έγραψε ο συνάδελφος και φίλος Διονύσης Ελευθεράτος: Αυτόν τον Μίκη θα «κρατήσει» η Ιστορία. Όχι γιατί τα… άλλα πρέπει να τα παραγράψουμε, υπακούοντας σε κάποιους κανόνες «αγιοποίησης», αλλά επειδή, πώς να το κάνουμε, η Ιστορία έχει δικά της μέτρα. Π.χ. τον Μίκη-υπουργό του Επίτιμου τον έχουν ξεχάσει και οι μητσοτακικοί…

Μοιραστείτε το άρθρο