Louise Michel (1830 –1905): αναρχική, φεμινίστρια, επαναστάτρια – σύμβολο της Παρισινής Κομμούνας

Η Louise Michel (29/5/1830 –9/1/1905)  ήταν Γαλλίδα αναρχική, φεμινίστρια, ποιήτρια και δασκάλα. Υπήρξε εμβληματική φιγούρα της Παρισινής Κομμούνας την άνοιξη του 1871 παραμένοντας στην ιστορία ως η «Κόκκινη Παρθένα της Μονμάρτης».

Ριζοσπάστρια και ονειροπόλα υπερασπίστηκε σθεναρά την εξέγερση των Κομμουνάρων, συμβάλλοντας ενεργά στην οργάνωση της Επανάστασης. Έδωσε μάχη για την γυναικεία χειραφέτηση μέσα στο επαναστατικό κίνημα, ενώ η ίδια πολέμησε με αυταπάρνηση στα οδοφράγματα του Παρισιού ενάντια στο αντιδραστικό καθεστώς του Αδόλφο Θιέρσο και των Βερσαγίεζων. Κατόπιν, ως εξόριστη στη Νέα Καληδονία, ασπάστηκε τον αγώνα των ιθαγενών Κανάκ κατά της καταπίεσης των Γάλλων αποικιοκρατών .

Στο παρακάτω κείμενο, γραμμένο από τον  Laurent Joffrin, δημοσιογράφο και αρχισυντάκτη της γαλλικής Libération, σκιαγραφείται το πορτρέτο και η ασύλληπτη ζωή της αναρχικής επαναστάτριας που δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται για την ισότητα και την απελευθέρωση των λαών, υπηρετώντας το όραμα της ουτοπίας μέχρι και τον θάνατο της.

Louise Michel, όπως επαναστάτρια

Tου Laurent Joffrin

Έχει ένα ύφος σκληρό και θλιμμένο, ένα ανάστημα αξιοπρεπές μέσα στα ζαρωμένα ρούχα της φυλακισμένης, μαλλιά που πέφτουν άτακτα αριστερά και δεξιά από ένα μέτωπο ψηλό και κυρτωμένο. Με καθαρή και δυνατή φωνή δασκάλας, απευθύνεται επιθετικά στους δικαστές της: «Αυτό που ζητάω από εσάς, είναι ο στύλος του Satory [χώρος κράτησης των Κομμουνάρων στις Βερσαλλίες], όπου ήδη έπεσαν τ’ αδέρφια μας﮲ πρέπει να με απομονώσετε από την κοινωνία. Σας είπαν να το κάνετε. Σωστά λοιπόν, έχουν δίκιο. Εφόσον φαίνεται ότι κάθε καρδιά που μάχεται για την ελευθερία, δεν δικαιούται σήμερα παρά μόνο λίγα σκάγια, το ίδιο ζητάω και για εμένα». Ντροπή στο συμβούλιο του πολέμου. Δεν προέβλεψε την εκτέλεση για τις γυναίκες, τραυματιοφορείς ή νοσοκόμες. Το Δεκέμβριο του 1871 η Κομμούνα έχει ηττηθεί εδώ κι επτά μήνες, η τάξη επανήλθε – η εξέγερση κατεστάλη, η μπουρζουαζία συνήλθε από την τρομάρα της μπροστά στη λαϊκή εξέγερση. Ο στρατός τα κατάφερε ώστε ποτάμια να κυλίσει το αίμα στο Παρίσι: περίπου 10.000 νεκροί, σκοτωμένοι στις μάχες ή ντουφεκισμένοι δίχως κρίση, τόσο αυτοί που πήραν τα όπλα όσο κι εκείνοι που δεν τα πήραν, με βάση απλές υποψίες. Οι αξιωματικοί διέθεταν λίστες για να επιβεβαιώσουν τους αρχηγούς της Κομμούνας, ευθύς τους συνελάμβαναν, τους κόλλαγαν συχνά σ’ έναν τοίχο και το εκτελεστικό απόσπασμα τους γάζωνε. Ένας αξιωματικός διαπιστώνει ότι συνέλαβε δυο Παριζιάνους με το ίδιο επίθετο, που διέθετε καλή θέση στη μαύρη λίστα. Από τους δυο συνονόματους, ποιος να’ ναι ο σωστός; Ζητά οδηγίες. «Ντουφεκίστε και τους δυο» λέει η εντολή «έτσι θα είμαστε σίγουροι».

Οδόφραγμα στην οδό Φλάντρ, Παρίσι, 18 Μάρτιου 1871.

Για να εξορκίσουν την αποτυχία, θα τραγουδήσουν αργότερα: «Μα η Κομμούνα δεν πέθανε Nicolas». Σαφώς. Ζει μες στις καρδιές αλλά συνάμα δολοφονήθηκε από τους Βερσαγιέζους, που έπνιξαν τον φόβο των αστών μέσα στο αίμα του εργάτη. Ο καιρός των κερασιών είναι εξεγερμένος: το χαρούμενο αηδόνι κι ο κατεργάρης κότσυφας κελαηδούν έναν πένθιμο σκοπό. Στο Satory, όπου και εγκλείστηκε, η Louise Michel είδε την εκτέλεση των συλληφθέντων αρχηγών, μεταξύ αυτών και του Théophile Ferré, ενός νεαρού επαναστάτη με διόπτρες, με τον οποίο εκείνη ήταν κρυφά ερωτευμένη. Οι φίλοι της σκοτώθηκαν, το εργατικό κίνημα αποκεφαλίστηκε, η Louise είναι αποκαρδιωμένη από την τραγωδία αλλά παραμένει όρθια μες στην δυστυχία, βέβαιη πως τα ιδανικά θα επιβιώσουν της σφαγής.

 Η Ζαν ντ’ Αρκ με τη μαύρη σημαία

Υπέρμαχη της ισότητας, δεν αποδέχεται το να μπουν οι γυναίκες στο περιθώριο ακόμα και αναφορικά με την καταστολή. Αν μετέχουν στην εξέγερση, οφείλουν να μετέχουν και στη θυσία. Έτσι λοιπόν διαμαρτύρεται﮲ όχι δεν ήταν μόνο διασώστρια: τραυματίζεται από σφαίρα με τη στολή της Εθνοφρουράς, μάχιμη στο 61ο σύνταγμα της Μονμάρτης, παρούσα σε όλα τα σημεία των επιθέσεων. Κρίνοντας λοιπόν το συμβούλιο του πολέμου ότι τυχόν εκ νέου εκτελέσεις θα προκαλούσαν σκάνδαλο, ιδίως εκείνη μιας γυναίκας, αρκείται σε εκτοπισμό, με κάθειρξη σε οχυρό. Πρόκειται για τη Νέα Καληδονία[i], στην άλλη πλευρά του κόσμου, αρκετά μακριά για να απομακρυνθεί το φάντασμα της κοινωνικής επανάστασης, στον αντίποδα της ελευθερίας.

Από αυτό το στιγμιότυπο, απ’ τη ρομαντική της διακήρυξη, ηρωική κι απελπισμένη, η Louise Michel, η «Ερυθρά Παρθένος», η «Φλογερή Επαναστάτρια», η «ηγέτιδα της Κομμούνας», αναρχική και φεμινίστρια, η «Ζαν ντ’ Αρκ με τη μαύρη σημαία» θα μείνει στη μνήμη του εργατικού κινήματος. Για εκείνην η ισότητα δεν γνωρίζει διαχωρισμούς. Σ’ όλη της τη ζωή πολεμά για την υπόθεση των ταπεινών, των γυναικών όπως και των εργατών ή του εποικισμού της Καληδονίας, φιλελεύθερη, διεθνίστρια, σοσιαλίστρια κι ελευθεριακή, στη Μονμάρτη όπως και στη γενέθλια γη της Haute-Marne μέχρι και στη Nouméa. Είναι η γυναίκα σύμβολο για όλες τις γυναίκες, η ηρωίδα της εξέγερσης για όλους τους εξεγερμένους.

Αυτή την άρνηση της εξουσίας κι αυτόν τον έρωτα για την ελευθερία, τα έμαθε σε ένα κάστρο. Η Louise Michelle είναι η κόρη μιας υπηρέτριας που δούλευε στο σκοτεινό αρχοντικό της Vroncourt-la-Côte, στο λιτό κέντρο της Haute-Marne. Και ποιος ήταν ο πατέρας της; Ο γιός του πυργοδεσπότη, Laurent Demahis, ή ίσως ο Etienne-Charles, ο ίδιος ο πυργοδεσπότης, αυτό δεν το γνωρίζουμε μιας και οι δυο τους ήταν ύποπτοι για σχέσεις με τις υπηρέτριες. Η οικογένεια των Demahis, σε κάθε περίπτωση, αναθρέφει τη Louise σαν παιδί ή εγγόνι της, παιδί χαϊδεμένο και άρτια μορφωμένο. Οπαδοί του Διαφωτισμού, «πεφωτισμένοι» αριστοκράτες και επικεντρωμένοι στις αρχές του 1789. Στο παιδί του έρωτα ενσταλάζουν τον έρωτα για την ελευθερία και τον Λόγο, ωθώντας την να διαβάσει Βολτέρο, Ρουσσώ και τους Εγκυκλοπαιδιστές μακριά από τις προκαταλήψεις της τάξης τους και τις περιοριστικές ιδέες της Παλινόρθωσης του Λουδοβίκου – Φίλιππου. Όμως η αδικία την προλαβαίνει. Με το θάνατο των παππούδων της το 1850, η ιδιοκτησία πωλείται. Και σαν τον Candide[ii] που με μια κλωτσιά βρισκόταν από το ένα ωραίο κάστρο στο επόμενο, μητέρα και κόρη πρέπει να φύγουν, επιστρέφοντας στην πρότερη θέση των υπηρετριών δίχως τίτλο και χρήματα. H Louise πρέπει να εργαστεί. Ωστόσο έχει κουλτούρα, παρακολουθεί μαθήματα για να γίνει δασκάλα. Το ίδιο διάστημα, ερωτευμένη με τα βιβλία, τρέφει το όνειρο μιας λογοτεχνικής καριέρας. Δίχως βοήθεια κι υποστήριξη στέλνει τα κείμενα της στον μεγάλο Βίκτωρα Ουγκώ, που της απαντά. Γνωρίζονται στο Παρίσι. Την γοήτευσε; Κανείς δεν ξέρει, αν και η Louise φιγουράρει στο καρνέ του Ουγκώ που κατέθετε τις γυναικοδουλειές του. Σε κάθε περίπτωση αυτή είναι η αρχή μιας μεγάλης φιλίας, επιστολικής κυρίως, ανάμεσα στο γίγαντα των γραμμάτων και το «δυσδιάκριτο βαθύ μπλε» [η φράση ανήκει στην ίδια τη Louise Michel] που σκουραίνει δίχως χαλάρωση του χαρτιού της εύστοχης και συνάμα αβέβαιης γραφής της, παράγοντας διαρκώς διηγήματα, ποιήματα, λίβελλους και φιλιππικούς.

 Δρα κατά τη βούληση της

Η Louise Miche εμψυχώνει τους Κομμουνάρους, του Jules Girardet (Saint-Denis, musée d’art et d’histoire).

To 1853 αρνείται να δώσει πολιτικό όρκο στον Ναπολέοντα τον 3ο, που ανήλθε στο χρόνο μόνο ένα χρόνο νωρίτερα στραγγαλίζοντας τη Γαλλική Δημοκρατία. Εγκαταλείπει τη δημόσια εκπαίδευση και πετυχαίνει να ανοίξει ένα «ελεύθερο σχολείο» στο Audeloncourt, όχι μακριά από το γενέθλιο της κάστρο. Για εκείνη η γνώση είναι ο στυλοβάτης της ισότητας. Το σχολείο της απευθύνεται σε όλους, τα κορίτσια και τα αγόρια λαμβάνουν την ίδια εκπαίδευση, που αποσκοπεί στην αφύπνιση του κριτικού πνεύματος μαζί με τη μετάδοση των γνώσεων. Οι επόπτες της εκπαίδευσης ανησυχούν αλλά η αφοσίωση της είναι τέτοια που την αφήνουν να δράσει κατά τη βούληση της. Το 1856 πηγαίνει στο Παρίσι, ανοίγει ένα δεύτερο σχολείο και δοκιμάζεται στην ποίηση. Εκεί ακριβώς γνωρίζει τους υπέροχους ανθούς του επαναστατικού Παρισιού: τον Jules Vallès, τον Raoul Rigault και τον Emile Eudes. Φιλελεύθερη κι εξεγερμένη απέναντι στην εργατική αθλιότητα – μιας και μιλάμε για την εποχή της απίστευτης βιομηχανικής ανάπτυξης, των 12 ωρών εργασίας, των μισθών της μιζέριας, των τρωγλών και των φοβερών εξεγέρσεων, σχολαστικός απεικονιστής των οποίων θα γίνει ο Ζολά – γίνεται μπλανκίστρια[iii], αφιερωμένη στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην εξέγερση που υποδαυλίζεται από σκοτεινούς συνωμότες με μακριές γενειάδες. Το 1856 ιδρύει ένα ακόμη σχολείο στη Μονμάρτη και γνωρίζει τον Clemenceau, τον γιατρό των φτωχών αλλά και δήμαρχο του διαμερίσματος, με τον οποίο διατηρεί μια δυνατή φιλία παρά τις πολιτικές τους διαφωνίες.

Το καλοκαίρι του 1870 ο Ναπολέων ο 3ος μπαίνει ασύνετα σε πόλεμο εναντίον της Πρωσίας του Βίσμαρκ. Πρόκειται για την άτακτη φυγή του γαλλικού στρατού, που λιανίστηκε από τους στρατιώτες του Guillaume του 1ου. Οι Πρώσοι παγιδεύουν στο Sedan έναν άρρωστο αυτοκράτορα, που δεν διέθετε τη στρατιωτική ιδιοφυία του θείου του. Στις 4 Σεπτεμβρίου διακηρύσσεται η Δημοκρατία, στις 19 ο πρωσικός στρατός ξεκινά την πολιορκία του Παρισιού, το οποίο αντιστέκεται ηρωικά. Η Louise Michel είναι πρόεδρος της επιτροπής επαγρύπνησης των γυναικών της Μονμάρτης. Με τη βοήθεια του Clemenceau οργανώνει ένα συσσίτιο για τα φτωχά παιδιά και αφιερώνεται ψυχή και σώματι στην άμυνα της πόλης, που μαστίζεται από την πείνα. Στις 18 Ιανουαρίου 1871, μέγιστη ταπείνωση, η Γερμανική Αυτοκρατορία ανακηρύσσεται στην Αίθουσα των Κρυστάλλων των Βερσαλλιών. Στις 28 η προσωρινή κυβέρνηση υπογράφει ανακωχή και στις 8 Φεβρουαρίου οι εκλογές για εθνοσυνέλευση καθορίζουν μια μοναρχική πλειοψηφία «υπέρ της ειρήνης», την ίδια ώρα που οι εκπρόσωποι του Παρισιού, προερχόμενοι από την παράταξη του σοσιαλισμού και του ανυποχώρητου φιλελευθερισμού, τάσσονται «υπέρ του πολέμου».

Η νέα βουλή αποφασίζει να διαπραγματευτεί με τους Πρώσους και τοποθετεί βοναπαρτιστές σε θέσεις-κλειδιά της πρωτεύουσας, απαγορεύοντας τις επαναστατικές εφημερίδες, και πρώτα απ’ όλα τη Φωνή του Λαού του Vallès. Ο λαός του Παρισιού, εξοργισμένος, δονείται από το πρόταγμα ενός «αριστερού πατριωτισμού» και απορρίπτει τη συνέλευση των Βερσαλλιών. Το βράδυ της 17ης Μαρτίου, όταν ο Θιέρσος διατάζει την εθνοφρουρά να ξαναπάρει τα κανόνια που βρίσκονται στη Μονμάρτη, ξεκινά η εξέγερση. H Louise Michel βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των γυναικών που εναντιώνονται στη μεταφορά των κανονιών και συγκεντρώνουν στρατεύματα για την εξέγερση. Το ανατολικό Παρίσι ξεχύνεται στα οδοφράγματα, ο Θιέρσος καταφεύγει στις Βερσαλλίες, μια «Κομμούνα του Παρισιού» ανακηρύσσεται στις 26 Μαρτίου, στα χνάρια εκείνης που ανέτρεψε το βασιλιά το 1792. Αποτελούμενη από φιλελεύθερους, σοσιαλιστές και μπλανκιστές, επίγονος των Ορεινών του 1793, η Κομμούνα πραγματοποιεί διάφορες κοινωνικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, στα πλαίσια ενός πνεύματος ημι-ιακωβίνικου και ημι-φιλελεύθερου, κυρίως όμως αναλαμβάνει την άμυνα του Παρισιού, που περικυκλώνεται από τους Βερσαγιέζους.

Η σύλληψη της Louise Michel, του Jules Girardet (Saint-Denis, musée d’art et d’histoire).

Η Louise Michel υποστηρίζει τους πιο ριζοσπαστικούς από τους Κομμουνάρους. Μάταια αυτό-προτείνεται να δολοφονήσει τον Θιέρσο στις Βερσαλλίες, θέλει τα ομόσπονδα στρατεύματα να μετακινηθούν άμεσα εναντίον της Εθνοσυνέλευσης. Επιδοκιμάζει την εκτέλεση των αιχμαλώτων – θρησκευόμενων στην πλειοψηφία τους – κατ’ εντολή του μπλανκιστή φίλου της Ferré, όταν τα στρατεύματα των Βερσαγιέζων μπαίνουν στο Παρίσι από την πύλη του Saint-Cloud, γεγονός που θα εξυπηρετήσει ευρύτατα την προπαγάνδα του Θιέρσου, την ίδια ώρα που οι βιαιοπραγίες της κυβέρνησης είναι απείρως περισσότερες.Πολεμά στην πρώτη γραμμή με τη στολή της Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση του δυτικού Παρισιού. Διαφεύγει της σύλληψης κατά την «Ματωμένη Εβδομάδα», αλλά όταν οι Βερσαγιέζοι φυλακίζουν τη μητέρα της, παραδίδεται με αντάλλαγμα την ελευθερία εκείνης. Καταδικασμένη από το συμβούλιο του πολέμου και φυλακισμένη στην Auberive, επιβιβάζεται τελικά στο κατάστρωμα της Virginie στις 24 Αυγούστου 1873 μαζί με άλλους επιζήσαντες της Κομμούνας, όπως ο Henri Rochefort, χειμαρρώδης λογομάχος, η Nathalie Lemel, αγωνίστρια του φεμινισμού, φίλη του Varlen και μια από τις πρώτες συνδικαλιστικές εκπροσώπους της Γαλλίας.

 Ρηξικέλευθη και ευγενική

Στη Νέα Καληδονία περνά δυο χρόνια κρατούμενη σε φρούριο. Διαβάζει Μπακούνιν, Κροπότκιν και προσκολλάται στις ιδέες της αναρχίας, τηρώντας αρκετά κριτική στάση απέναντι στις απολυταρχικές τάσεις της Κομμούνας. Υπό την πίεση των ριζοσπαστών φιλελευθέρων, η ποινή της μεταβάλλεται σε απλή εξορία. Εγκαθίσταται ως δασκάλα στο δυτικό κόλπο της Καληδονίας, και ανοίγει ένα σχολείο για τους ιθαγενείς, υποστηρίζοντας τα αιτήματα τους. Τον Ιούλιο του 1880 η καμπάνια του Ουγκώ και των ριζοσπαστών για την αμνηστία πετυχαίνει. Η Louise Michel, της οποίας η ιστορία παρατέθηκε ήδη σε μεγάλο εύρος, φτάνει στη Διέππη στις 9 Νοεμβρίου κι έπειτα στο Saint-Lazare, όπου και την υποδέχεται ένα ενθουσιώδες πλήθος. Μια καινούρια ζωή ξεκινά. Λαϊκό είδωλο, οργώνει ακατάπαυστα τη χώρα για να μεταδώσει τον επαναστατικό λόγο, αποθεώνοντας την εργατική εξέγερση και την γυναικεία χειραφέτηση, ριζοσπαστική από αυτές τις όψεις μα συνάμα ευγενική και φιλική απέναντι στα υπόλοιπα φιλελεύθερα ρεύματα, πάντα φίλη του Ουγκώ και του Clemenceau.

Φυλακίζεται κι απελευθερώνεται ξανά. Ένας φανατικός, ο Lucas, την πυροβολεί δυο φορές στο κεφάλι – η μια σφαίρα θα μείνει για πάντα κολλημένη στο κρανίο της. Ζητά την αθώωση του και την πετυχαίνει. Ταξιδεύει στο Λονδίνο, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Αλγερία, αγγελιοφόρος του παρελθόντος της Κομμούνας και του σοσιαλιστικού μέλλοντος. Πεθαίνει στη Μασσαλία τον Ιανουάριο του 1905, αφοσιωμένη στο καθήκον, την ίδια ώρα που οι επιμέρους επίγονοι της Κομμούνας ενώνονται υπό την αιγίδα του Ζαν Ζωρές[iv].

Η κηδεία της Louise Michel, έργο του Albert Peters Desteray (Saint-Denis, musée d’art et d’histoire).

Ο Ουγκώ της αφιερώνει ένα ποίημα, το Viro Major (υπέρτερη από άνθρωπο/άνδρα), φέρνοντας στη μνήμη την έκκληση της απέναντι στους δικαστές του συμβουλίου του πολέμου, που της χάρισε την δόξα:

Έχοντας αντικρύσει μεγάλο μακελειό κι αμάχη,

το λαό σταυρωμένο και το Παρίσι σ’ άθλια γωνιά.

[….]

Κουρασμένη στα βάσανα, τους αγώνες και τα όνειρα

έλεγες: «Σκότωσα» κι ήθελες να πεθάνεις

[….]

Κι όσοι σαν εμέ σ’ έχουν για αδύναμη

καμωμένη δίχως ηρωισμούς και αρετή

ξέρουν ότι στην ερώτηση: «Από που έρχεσαι;»

θ’ απαντούσες: «Έρχομαι απ’ το φεγγάρι του πόνου».

Αυτοί που ξέρουν τους γλυκούς και μυστηριακούς σου στίχους,

τις μέρες και τις νύχτες σου, φροντίδες και δάκρυα δοσμένα σε όλους,

την αυταπάρνηση σου να προστατέψεις τους άλλους

[….]

παρά τη θανατερή κι ορθή φωνή σου να σε κατηγορεί

μέσα απ’ τη Μέδουσα έβλεπαν έναν άγγελο να λάμπει…

Δίπλα σ’ αυτό, αντί διαθήκης, κι αυτό το απλό adagio δια χειρός της Louise, σ’ εκείνους που πιστεύουν ακόμα στο αύριο:

Καθένας ψάχνει να βρει το δρόμο του – κι εμείς το ίδιο,

έχοντας κατά νου πως η μέρα που θα βασιλεύει η ελευθερία, έρχεται

και τότε η ανθρωπότητα θα είναι ευτυχισμένη.

 

[i] Νέα Καληδονία: υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας στον Ειρηνικό Ωκεανό

[ii] Candide: έργο του Γάλλου φιλόσοφου και Διαφωτιστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ

[iii] Μπλανκιστές: ρεύμα του ουτοπικού σοσιαλισμού (19ος αιώνας) που υποστήριζε ότι η επανάσταση είναι νομοτελειακά έργο μιας μειοψηφίας συνωμοτών

[iv] Ζαν Ζωρές: Γάλλος σοσιαλιστής (1859-1914), η συνεπής φιλειρηνική του στάση στα πρόθυρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) στάθηκε η αιτία να δολοφονηθεί

 

Πηγή: Liberation

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κολοκύθας

Μοιραστείτε το άρθρο