Ο κόκκινος βάτραχος
περπατώντας, σκοπίμως άσκοπα, κάνει 24 βήματα.

Επεισόδιο: 001
001 Yello – Otto Di Catania
https//www.yello.com
002 Little Rumba – Real_World
https://littlerumba.com/
003 The Notwist – your signs
https://notwist.com/
004 Radiohead – There There
https://radiohead.com/
005 Mickey 3D – Merci la vie
https://www.mickey3d.com
006 Chinawoman – Woman’s Touch
https://michellegurevich.com/
007 Sharon Kovacs – I’ ve Seen That Face Before
https://kovacsmusic.com/
008 The Specials – Ghost Town
https://www.thespecials.com/
009 Massive Attack – Spying Glass
https://massiveattack.ie/#intro
010 Kate Bush – Watching You Without Me
https://www.katebush.com/home
011 Balthazar – Listen Up
https://www.balthazarband.com/
012 Daddy Scrabble – Tune for Elli
https://daddyscrabble.bandcamp.com/album/happy-cycles
013 Camile Saint-Saëns – Danse macabre
014 Cockney Rebel – Death Trip
https://www.steveharley.com/
015 Edvard Grieg – The Death of Ase
016 Babe Ruth – The Runaways
https://alanshacklock.com/babe-ruth.html
017 No Brain Cell – Cry
https://soundcloud.com/nobraincell
018 Themos Skandamis – Bollero
https://www.themosskandamis.com/
019 Tuxedomoon – L’ etranger
https://www.tuxedomoon.co/
020 Patrick Watson – Melody Noir
https://patrickwatson.net/
021 Nick Drake – River Man
https://www.nickdrake.com/index.html
022 Emerson, Lake & Palmer – From the Beginning
https://www.emersonlakepalmer.com/
023 Θανάσης Παπακωνσταντίνου – Αγρύπνια |
www.instagram.com/thanasis.papakonstantinou/?hl=en
024 The Cinematic Orchestra – All Things To All Men
https://www.cinematicorchestra.com/

Η λίστα ακούγεται σαν σάουντρακ μιας ιστορίας.

Σήμερα ξύπνησε νωρίς. Είχε δουλειά να κάνει. Τι δουλειά;.. Μα, να βρει δουλειά…
Ήταν αυτό που λέμε μακροχρόνια άνεργος. Για κάποιους τεμπέλης, για άλλους φτωχοδιάβολος. Σύμφωνα με τους Μαρξολόγους, προλετάριος που προσέγγιζε τη λούμπεν κατάσταση. Ήθελε μια δουλειά που να του προσφέρει αξιοπρέπεια, όχι χαρτζιλίκι λιγο πάνω από το όριο της φτώχειας.
Πλύθηκε στα γρήγορα. Είχε σταματήσει να κοιτάζει τον καθρέπτη, δεν τον ενθουσίαζε η εικόνα που έβλεπε. Αν τον ρωτούσες γιατί, θα απαντούσε λέγοντας σου μια παράλογη ιστορία.

O καθρέφτης

Σήμερα ξύπνησε νωρίς. Είχε δουλειά να κάνει. Τι δουλειά;.. Μα, να βρει δουλειά…
Ήταν αυτό που λέμε μακροχρόνια άνεργος. Για κάποιους τεμπέλης, για άλλους φτωχοδιάβολος. Σύμφωνα με τους Μαρξολόγους, προλετάριος που προσέγγιζε τη λούμπεν κατάσταση. Ήθελε μια δουλειά που να του προσφέρει αξιοπρέπεια, όχι χαρτζιλίκι λιγο πάνω από το όριο της φτώχειας.
Πλύθηκε στα γρήγορα. Είχε σταματήσει να κοιτάζει τον καθρέπτη, δεν τον ενθουσίαζε η εικόνα που έβλεπε. Αν τον ρωτούσες γιατί, θα απαντούσε λέγοντας σου μια παράλογη ιστορία.
Ο καθρέφτης
Ήταν ένα πρωινό πριν τρία χρόνια. Έκλεινε ήδη δυο χρόνια από τη μέρα που είχε απολυθεί από την μοναδική, μέχρι τότε, δουλειά του. Δούλευε κοντά στα είκοσι χρόνια στη τράπεζα Ε, στις χορηγήσεις. Ήταν τυπικός στη δουλεία του, πάντα με καλές συστάσεις των προϊσταμένων του. Όλοι του είχαν φάει τ’ αυτιά ότι ήταν πλασμένος για μεγάλα πράγματα, μερικοί πελάτες πέρα από τα δώρα που του έκαναν, του προσέφεραν και δουλεία. Ο ίδιος αρνιόταν ευγενικά, ήταν σίγουρος ότι θα φτάσει μέχρι την σύνταξη, όπως και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν. Προερχόταν από οικογένεια τραπεζικών, τρεις γενιές τραπεζοϋπαλλήλων στην ίδια τράπεζα. Υπολόγιζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο, στην προκειμένη περίπτωση, την ίδια τη τράπεζα. Στο ξεκίνημα της κρίσης δεν ανησύχησε. Αντίθετα λυπόταν φίλους και φίλες του, κάθε φορά που μάθαινε ότι ο ένας μετά την άλλη, έμεναν άνεργοι. Δέκα χρόνια μετά βρέθηκε κι αυτός στη θέση τους, όταν υποχρεώθηκε σε εθελουσία έξοδο από την τράπεζα. Τα χρήματα που πήρε ήταν ικανά να τον θρέψουν για λίγο. Στην αρχή ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε σύντομα καλύτερη δουλειά. Τόσες προτάσεις είχε δεχτεί τα προηγούμενα χρόνια. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι οι υποσχέσεις και οι προτάσεις αφορούσαν τον κάτοχο της θέσης, όχι τον ίδιο… Με λίγα λόγια, ο κάθε πελάτης που ήθελε να εγκριθεί το δάνειό του υποσχόταν λαγούς με πετραχήλια. Τότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε σαν μαλάκας, γιατί στην τελική τον χρησιμοποίησαν και μετά τον πέταξαν, σαν στημένη λεμονόκουπα. Τότε ήταν που άρχισε να εξοργίζεται, σε σημείο που ένιωθε το κεφάλι του σαν χύτρα ταχύτητας που δημιουργεί ατμό, ενώ βράζει το μυαλό του, αλλά έχει φραγμένη τη βαλβίδα διαφυγής. Όσο περνούσε ο καιρός και δεν έβρισκε δουλειά, παρά τα πτυχία του, ένιωθε εκτός από την οργή και απεριόριστη ντροπή. Καταλάβαινε ότι ήταν ανίκανος να θρέψει την οικογένειά του. Αυτό τον έριξε σε κατάθλιψη, την οποία έπνιγε με τεράστιες ποσότητες αλκοόλ. Οι επιπτώσεις φάνηκαν πολύ γρήγορα, όταν ένα βράδυ η γυναίκα του, ανήσυχη για την κατάστασή του προσπάθησε να τον μιλήσει. Ήθελε να του πει με ήρεμο τρόπο να μη πίνει γιατί το μόνο που πετυχαίνει, είναι να γεμίζει με δηλητήριο την ψυχή του. Τον αγαπούσε και ήθελε να σταθεί δίπλα του. Να κάνει υπομονή και σιγά σιγά όλα θα φτιάξουν, άλλωστε δεν είχαν οικονομικό πρόβλημα αφού η ίδια δούλευε, στην ίδια τράπεζα. Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Ήταν ερωτευμένος με την γυναίκα του. Όλοι τους αντιμετώπιζαν σαν το χρυσό ζευγάρι. Το μέλλον φάνταζε πολύ φωτεινό. Είχαν δυο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, τα οποία υπεραγαπούσε. Ζούσε σε μεζονέτα στα Κωνσταντινοπολίτικα. Είχε πετύχει ήδη περισσότερα από τον πατέρα του, ο οποίος με το εφάπαξ αγόρασε ένα διαμέρισμα στην Καλαμαριά. Ένιωθε περήφανος και πετυχημένος. Μέχρι την μέρα που τον φώναξαν για να του ανακοινώσουν την έμμεση απόλυσή του, γιατί αυτό ήταν η εθελουσία και τίποτε άλλο. Τότε του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Από εκείνη την μέρα, άρχισε να αλλάζει όλη ψυχολογία του. Όσο περνούσαν οι μέρες ένιωθε δύο συναισθήματα, τον φόβο με την μοναξιά να αγκαλιάζονται και να χορεύουν ένα σκοτεινό βαλς, ή να παλεύουν με έπαθλο την ψυχή του. Είχε αρχίσει να αποφεύγει τους πρώην συναδέλφους του, γιατί τον ενοχλούσε ο οίκτος τους. Χώρια που τους ζήλευε, γιατί οι ίδιοι συνέχισαν να δουλεύουν. Έφτασε σχεδόν να μισήσει την γυναίκα του, γιατί αυτή συνέχιζε να είναι η επιτυχημένη της οικογένειας, ενώ αυτός ήταν ένα τίποτα. Τότε από κοινωνικός πότης, μετατράπηκε σε σχεδόν αλκοολικό. Ο σχεδόν αλκοολικός είναι το τελευταίο σκαλοπάτι πριν τον κανονικό αλκοολικό. Χρειάζεται άπειρες ποσότητες για να γίνει γκολ και είναι πολύ επικίνδυνος για τους δικούς του ανθρώπους. Είναι ανοικτός στο σκοτάδι που κουβαλά μέσα του. Μου περιέγραψε ότι ό κάθε άνθρωπος είναι ένα σπίτι με πολλά δωμάτια. Άλλα είναι φωτεινά, καθαρά και τακτοποιημένα. Άλλα είναι σκοτεινά, απεριποίητα κι αραχνιασμένα. Τέλος υπάρχει ένα δωμάτιο που δεν έχει καν παράθυρα, το φως δεν το ‘χει δει ποτέ, είναι υγρό, παγωμένο σαν τον θάνατο και είναι διπλοκλειδωμένο. Εκεί κρατάει τα πιο σκοτεινά από τα ένστικτά του. Εκεί είναι που φωλιάζει το κακό. Οι περισσότεροι άνθρωποι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτό το δωμάτιο το κρύβουν και το κρύβουν τόσο καλά, που στην πορεία του χρόνου, ξεχνούν την ύπαρξή του. Αυτό είναι που κάνει το κακό, να μοιάζει, όπως έλεγε η Χάνα Αρέντ, μ’ έναν μύκητα που αναπτύσσεται παντού, γιατί πάντα θα βρίσκει το κατάλληλο έδαφος. Αν αυτό ισχύει για κάθε άνθρωπο, τότε ο σχεδόν αλκοολικός, είναι η χαρά του μύκητα.

Όταν λοιπόν προσπάθησε να τον νουθετήσει η γυναίκα του, από ένα σημείο και μετά, έσβησαν τα φώτα στο μυαλό του. Όταν ξανάναψαν, είδε την γυναίκα του αναίσθητη πάνω σ’ ένα φορείο να την παίρνουν δυο τραυματιοφορείς του ΕΚΑΒ, κοιτώντας τον επιτιμητικά. Τα παιδιά του, να τον παρατηρούν τρέμοντας, σοκαρισμένα. Ο πατέρας του, μόλις είχε φτάσει έχοντας μάθει τι είχε γίνει, να τον ρωτάει εξοργισμένος, «γιατί;..». Το βράδυ του, το πέρασε στο τμήμα. Εκεί έμαθε οτί κρατείται για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, που προκάλεσε στη γυναίκα του. Ο ίδιος δήλωσε, σε σουρωμένα Ελληνικά, ότι δεν θυμάται τίποτα. Αποδέχτηκε την κατηγορία χωρίς να το σκεφτεί. Ακόμα κι αν δεν θυμόταν τι είχε γίνει, θυμήθηκε την γυναίκα του να τη βγάζουν ξαπλωμένη σ’ ένα φορείο. Περιέργως, αφέθηκε ελεύθερος την επόμενη μέρα. Η γυναίκα του έκανε δύο πράγματα, πρώτον δεν τον μήνυσε για να γευτεί τις συνέπειες των πράξεών του και δεύτερον, του μήνυσε δια του δικηγόρου του, ότι δεν θέλει να τον δει μπροστά της, ούτε ζωγραφιστό. Έφυγε από το τμήμα και γύρισε στο σπίτι του. Όταν μπήκε μέσα, πήγε στην κουζίνα και έβαλε να κάνει καφέ, διπλό εσπρέσο, ήθελε να ξυπνήσει από το κακό όνειρο που έβλεπε. Ήπιε τον καφέ και ένιωσε ότι χρειάζεται κι ένα ντους, για να φύγει η βρώμα της φυλακής από πάνω του. Τώρα πλέον ήξερε ότι η φυλακή μυρίζει. Η μυρωδιά της, είναι ξινή και εμποτίζει ότι αγγίζει. Ειδικά οι μάλλινες κουβέρτες που υπήρχαν για να σκεπαστούν οι φυλακισμένοι, αμφέβαλε αν είχαν πλυθεί ποτέ κι ας είχαν αγκαλιάσει χιλιάδες κορμιά, πριν από το δικό του. Τρίφτηκε για πολύ ώρα, ξεβγάλθηκε και αποφάσισε να ξυριστεί. Άπλωσε το χέρι του και καθάρισε τον αχνισμένο καθρέφτη.

Τότε ήταν η πρώτη φορά που τον είδε, να τον κοιτά από την άλλη μεριά του καθρέφτη. Στην αρχή τρόμαξε, αλλά γρήγορα συνήρθε κι έμεινε να το κοιτάζει άλαλος, για λίγη ώρα. Δεν ένιωσε έκπληξη, το θεωρούσε αυτονόητο, όταν τον άκουσε να του λέει, «τι με κοιτάς σαν χάνος ρε μαλάκα;.. Τι νομίζεις ότι βλέπεις;..». Χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε σε ειρωνικό τόνο, «Πόσο μεγάλος άντρας νιώθεις τώρα ρε μαλάκα;.. Της έδειξες, ποιος είναι το αφεντικό σ’ αυτό το σπίτι… Μύγα δεν σηκώνεις στο σπαθί σου… Την έσπασες στο ξύλο, ενώ η ίδια ήθελε να σε βοηθήσει… Ποια είναι άλλωστε αυτή, που θέλει να βοηθήσει τον ξεπεσμένο πρίγκηπα;… Τώρα, απλά κάνεις ότι το ξεχνάς. Από την στιγμή που έγινε, το καταχώνιασες στο ίδιο δωμάτιο, που καταχωνιάζεις ότι μαλακίες έχεις κάνει στη ζωή σου… Κι έχεις κάνει πολλές, μόνο που δεν θυμάσαι καμία… Πολύ βολικό, ε;… Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε που χτύπησες και το ξέρεις, αν και κάνεις ότι το ξεχνάς…».
Τότε αλλάζοντας την φωνή του, κάνοντάς την κλαψιάρικη, συνέχισε, «ααχαχαχ, δεν θυμάμαι τίποτα, λυπηθείτε με… Πάντα είναι βολική η αμνησία!..».
Και συνεχίζει ρωτώντας τον σαρκαστικά, «τώρα, θέλεις να μάθεις τι έγινε;.. Είσαι έτοιμος;..»
Τότε ο ίδιος κούνησε αυθόρμητα, συναινετικά το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα, σοκαρισμένος απ’ αυτό που έβλεπε. Έτσι το είδωλό του συνέχισε, «από την πρώτη στιγμή που σε γέννησαν, σε μεγάλωσαν σαν ένα πρίγκηπα που σίγουρα, θα κατακτήσει τον κόσμο. Όταν έκανες μαλακίες, σε γλύτωνε το καλό όνομα της οικογένειας και ο μπαμπάκας σου, που τώρα σε βρίζει. Αυτό ήταν το πρώτο λάθος που έκαναν οι δικοί σου. Δεν αφήσαν ποτέ, να βιώσεις τις συνέπειες των πράξεών σου… Ίσως να γινόσουν καλύτερος άνθρωπος… Όταν έχασες την δουλειά σου, έχασες την Γη κάτω από τα πόδια σου. Είδες τους, μέχρι χθες, φίλους σου να σου γυρνούν την πλάτη και να σου δείχνουν, ότι η φιλία τους εξαρτιόταν από την θέση σου, στην τράπεζα. Κατάλαβες ότι είσαι αναλώσιμος για το γαμημένο σύστημα που κατέχει την κοινωνία. Ένα αποκούμπι είχες, τους δικούς σου ανθρώπους. Χθες μαλάκα, έχασες για πάντα το μόνο άνθρωπο που σε στήριζε ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους. Έχασες τα παιδιά σου, τα οποία είδαν ένα τέρας, που ήταν ο πατέρας τους, να ορμάει και να σπάει στο ξύλο την μάνα τους, χωρίς οίκτο, μεθοδικά. Κατόπιν απήλαυσαν, πρώτο τραπέζι πίστα, τον πρωκτικό βιασμό της μητέρας τους, για να δουν ποιος είναι ο κυρίαρχος και να το εμπεδώσουν… Συγχαρητήρια, αλλά η νίκη ήταν πανωλεθρίαμβος. Μόλις έχασες για πάντα, ότι άξιζε από την μίζερη ζωή σου…»
Όσο άκουγε, έβλεπε τη χθεσινή βραδιά να εξελίσσεται καρέ καρέ μπροστά από τα μάτια του. Ναι, τελικά μια χαρά θυμόταν. Είχε μετανιώσει, ήθελε ν’ ανοίξει η Γη και να τον καταπιεί. Τότε γύρισε και δήλωσε στο είδωλό του, ότι θα κάνει τα πάντα, για να ξανακερδίσει τη ζωή του. Η απάντηση, δε του άρεσε καθόλου. Αυτό που άκουσε ήταν, ότι όσο και να μετάνιωνε για τις πράξεις του, δεν έπρεπε να ξαναπλησιάσει την γυναίκα του. Όσο για τα παιδιά του, το μόνο που μπορούσε να ελπίζει είναι ο χρόνος, να γιατρέψει τις πληγές που προξένησε στην ψυχή τους ώστε να τον συγχωρήσουν. Ήταν μια ισόβια καταδίκη μοναξιάς.
Όταν τόλμησε να ψελλίσει γιατί, τότε άκουσε, πως είναι ποτισμένος μέχρι το μεδούλι του από τη βία της πατριαρχικής ανατροφής του. Ήσουν ο λεβέντης τους, ο πρίγκιπας που θα πετύχει τα πάντα… Ήσουν το αρσενικό που δεν δεχόταν ποτέ το όχι. Αυτά είναι που θα σε κάνουν πάντα βίαιο. Ακόμα κι αν συρθείς μετανοημένος και ζητήσεις συγνώμη, στην πρώτη στραβή θα ξυπνήσει το τέρας, που κρύβεις μέσα σου. Όσο του μιλούσε το είδωλό του, ενεργοποιήθηκαν οι μνήμες που στοίβαζε σε ‘κείνο το σκοτεινό δωμάτιο. Κάθε λέξη που άκουγε, ήταν σαν ένα καρφί στο μυαλό του. Δεν ένιωθε ένοχος, αντίθετα ένιωθε κάτι πολύ χειρότερο, ότι εξαρχής ο ίδιος ήταν ένα έκτρωμα. Ένα λάθος που δεν διορθώνεται. Ότι η καταδίκη του σε ισόβια μοναξιά, ήταν πέρα για πέρα δίκαιη. Αποφάσισε να γράψει ένα γράμμα στην γυναίκα του, στο οποίο παραδεχόταν τα πάντα για να μπορεί να το χρησιμοποιήσει, αν θελήσει τη τιμωρία του. Δεν της ζητούσε να τον συγχωρήσει γιατί ένιωθε ότι δεν είχε το δικαίωμα. Για ένα διάστημα κλείστηκε στο σπίτι. Κάθε πρωί έκανε ένα καφέ, στηνόταν μπροστά στο καθρέφτη και έπιανε κουβέντα, με το είδωλό του. Μίλησαν για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα. Διαφώνησαν με την απάντηση του Ντάγκλας Ανταμς, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν το σαράνταδυο, θεωρώντας το απίστευτη μαλακία, λέγοντας και οι δύο σαν ένα πρόσωπο, γιατί όχι το σαραντατρία. Συμφώνησαν όμως, ότι η ζωή είναι μια απλή διαδικασία, αρκεί να κάνεις μερικές παραδοχές. Πρώτον, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αυτοκτονήσει αρκεί να έπαιρνε την απόφαση, να μην αναπνεύσει. Δεύτερον, ο δρόμος του κάθε ανθρώπινου όντος παρότι είναι μοναχικός, μόνος γεννιέσαι, μόνος πεθαίνεις, είναι και ένα στιγμιαίο κομμάτι του συνολικού δρόμου του ανθρώπου. Αυτή η διαπίστωση, ότι αποτελεί κομμάτι του όντος, που διαχρονικά αποκαλείται άνθρωπος, τον οδήγησε σε μία πιο μεγάλη διαπίστωση, η οποία, τον οδήγησε σε μια δύσκολη απόφαση.

Όταν τον ρώτησα, ποια ήταν η απόφαση μου απάντησε, ότι για να γίνει ο άνθρωπος που χρειάζεται το ανθρώπινο ον για να επιβιώσει, έπρεπε να σκοτώσει το εγώ του. Μόνο έτσι θα μπορούσε να ακυρώσει όλη την εκπαίδευση που είχε συσσωρεύσει μέσα του η κοινωνία, γιατί αποτελούσε μέρος μιας κοινωνίας των «Εγώ είμαι, γιατί Εγώ… υπάρχω». Πίστευε, ότι μόνο τότε θα ήταν ελεύθερος να δει, ότι όλα ήταν ένα και το ανθρώπινο ον, δεν ήταν το κέντρο του σύμπαντος, αλλά περισσότερο μια θέα από το πουθενά. Τότε του δήλωσα εντυπωσιασμένος, ότι δεν μπορούσα να καταλάβω την ανησυχία του για το ότι μιλάει με το είδωλό του, γιατί αυτό φανταζόμουν ότι εξέπεμπε ο λόγος του. Και γύρισε και μου απάντησε ότι δεν τον ανησυχεί που μιλάει με το είδωλό του στον καθρέφτη, αρχικά τον ανησύχησε ότι το είδωλο που έβλεπε, ήταν ένας κόκκινος βάτραχος. Αλλά αυτό γρήγορα το ξεπέρασε, λέγοντας μέσα του, γιατί όχι. Τον ανησυχεί, ότι περπατά στον δρόμο και βλέπει ανθρώπους να καθρεφτίζονται στις τζαμαρίες, σαν βάτραχοι, όλων των φύλων, των ηλικιών και σεξουαλικών προτιμήσεων, χωρίς να το καταλαβαίνουν. Δεν τον πειράζει, αλλά καταντά ενοχλητικός, γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί γελάει, όταν γελά. Όλοι νομίζουν ότι τους κοροϊδεύει και αντιδρούν επιθετικά, κάθε φορά που προσπαθεί να τους εξηγήσει. Οι περισσότεροι τον παίρνουν για τρελό, όταν φωνάζει, ότι όλοι είμαστε βάτραχοι και όσο δεν το καταλαβαίνουμε, τόσο θα μας ποδοπατούν τα λίγα βουβάλια, που διαφεντεύουν τον βάλτο. Τότε είναι που φωνάζουν, τους κοινωνιολόγους και με μπουζουριάζουν, επιβάλλοντάς μου διάφορα καψώνια… Στην ερώτηση μου, ποιοι είναι οι κοινωνιολόγοι. Μου απάντησε, χαμογελώντας πονηρά, για πρώτη φορά, έτσι αποκαλεί τους μπάτσους ένας φίλος μου, ο Μήτσος ο ποντικός. Αλλά αυτός είναι μια άλλη ιστορία…

Τότε ακούστηκε το κουδούνι, που δήλωνε το τέλος της συνεδρίας. Γύρισα και άνοιξα το ημερολόγιό μου, κοίταξα τις ημερομηνίες και τον ρώτησα αν τον βολεύει τη Δευτέρα στις έξι το απόγευμα. Μου απάντησε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί κάθε μέρα περπατά στους δρόμους, σκοπίμως άσκοπα, ψάχνοντας για δουλειά, που δεν πρόκειται να βρει…

Nικόλ Oυτίς

Μοιραστείτε το άρθρο