Σύντομο χρονικό και ζητήματα γύρω από τον Μάη του ‘36 στην Θεσσαλονίκη

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

Καθώς συμπληρώνονται ογδόντα πέντε χρόνια από την αιματηρή εργατική εξέγερση στη Θεσσαλονίκη τον Μάη του 1936, σκέφτομαι πως παρότι έχουν ειπωθεί και γραφεί πολλά για τα γεγονότα εκείνα, υπάρχουν ερωτήματα που δεν έχουν πλήρως απαντηθεί και ζητήματα που δεν έχουν με σαφήνεια διευκρινιστεί. Αυτό, εν μέρει, οφείλεται στο ότι αμέσως μετά ακολούθησε η δικτατορία του Μεταξά, ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος, ο «καχεκτικός» μετεμφυλιακός κοινοβουλευτικός βίος και η δικτατορία των συνταγματαρχών. Για σαράντα, λοιπόν, χρόνια υπήρχαν συνθήκες που εμπόδιζαν τόσο τη δημοσιογραφική όσο και την επιστημονική έρευνα. Θα ξεκινήσω με μια αναφορά στην κατάσταση του εργατικού κινήματος στον Μεσοπόλεμο κι ένα σύντομο χρονικό των γεγονότων, ενώ κατόπιν θα περιγράψω μερικά από τα ζητήματα που θεωρώ ότι πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω.

Βασικό χαρακτηριστικό του συνδικαλισμού στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου είναι η πολυδιάσπαση των σωματείων σε όλες τις βαθμίδες, με βάση την ιδεολογική τοποθέτηση, κάτι που ισχύει ακόμη και σήμερα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ως γνωστόν η ΓΣΕΕ ιδρύθηκε το 1918. Στο Γ΄ συνέδριό της, που έγινε τον Μάρτιο του 1926 (επί δικτατορίας Παγκάλου) η συνομοσπονδία διασπάστηκε καθώς –και με τη βοήθεια της αστυνομίας– την πλειοψηφία πήραν οι συντηρητικοί και ρεφορμιστές συνδικαλιστές, ενώ η αριστερή πτέρυγα απεχώρησε συγκροτώντας την Ενωτική ΓΣΕΕ. Τέσσερα χρόνια αργότερα (Σεπτέμβριος 1930), στο Ε΄ συνέδριο η ΓΣΕΕ ξαναδιασπάται με την αποχώρηση, αυτή τη φορά, των ρεφορμιστών των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων (ΑΕΣ) που το 1934 συγκροτούν την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Εργασίας. Έτσι, λοιπόν, όταν εξελίσσονται τα γεγονότα του ’36 έχουμε τρεις γενικές συνομοσπονδίες.

Σε τοπικό, όμως, επίπεδο έχουμε ακόμα περισσότερα εργατικά κέντρα. Το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1917 και παρότι αρχικά φαίνεται πως ήταν προσπάθεια των βενιζελικών να περιορίσουν τη δύναμη της Φεντερασιόν στον εργατικό κόσμο της πόλης, βρέθηκε από την αρχή υπό την επιρροή του ΣΕΚΕ (και μετέπειτα του ΚΚΕ) μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά. Μάλιστα τον Μάιο του 1930 είχε διαλυθεί σε εφαρμογή των διατάξεων του Ιδιώνυμου, για να ανασυσταθεί αμέσως ως Ενωτικό ΕΚΘ. Τον  Ιούλιο του 1923 γίνεται η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας άλλου κέντρου, καθώς εμφανίζεται το Εθνικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, από πέντε σωματεία με ξεκάθαρα κίτρινη ηγεσία, το οποίο όμως πολύ σύντομα φυλλορροεί. Τον Μάρτιο του 1925 εμφανίζεται στον Τύπο της πόλης ανακοίνωση για τη δημιουργία ενός Συντηρητικού Εργατικού Κέντρου, που δεν εμφανίζει όμως κάποια δράση. Ίσως να αποτελεί πρόδρομη φάση της διάσπασης του Ιουνίου 1926 όταν, παράλληλα με τη διάσπαση της ΓΣΕΕ, οι συντηρητικοί και ρεφορμιστές συνδικαλιστές, αφού αποτύχουν να ελέγξουν τη διοίκηση του ΕΚΘ, αποχωρούν και συγκροτούν το ΠΚΘ (Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης).  Η επόμενη διάσπαση σε κεντρικό επίπεδο οδήγησε σε αντίστοιχη στη Θεσσαλονίκη κι έτσι στα 1932 εμφανίζεται το Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων (ΠΚΘ/ΑΕΣ), που συγκροτούν οι ρεφορμιστές αποχωρώντας από το ΠΚΘ. Εντωμεταξύ το 1929, μετά από συγκρούσεις αρχειομαρξιστών και κομμουνιστών συνδικαλιστών, οι πρώτοι αποχωρούν ή διαγράφονται από πολλά σωματεία, οργανώνουν δικά τους και συγκροτούν το δικό τους κέντρο υπό την ονομασία Πανεργατική Ένωσις Θεσσαλονίκης (ΠΕΘ). Η οργάνωση αποδεικνύεται βραχύβια, αφού μετά το 1931 δεν έχουμε πληροφορίες για δράση της. Εκείνη τη χρονιά η ΠΕΘ καλεί το Ενωτικό ΕΚΘ σε ενότητα, το οποίο απαντά (αφού συμβουλεύεται την ηγεσία της Ενωτικής ΓΣΕΕ) πως οι αρχειομαρξιστές μπορούν να γίνουν δεκτοί στο ΕΚΘ ατομικά και χωρίς να θέτουν όρους. Τέλος, τον Οκτώβριο του 1928, είχε συγκροτηθεί το ΠΥΚ (Πανυπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης), το οποίο κινούνταν μεταξύ συντηρητικών και ρεφορμιστών και τον Αύγουστο του 1935 ενώθηκε με το ΠΚΘ δημιουργώντας το Πανεργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Επίσης, υπήρχαν συζητήσεις για ενοποίηση (οι οποίες όμως δεν είχαν καρποφορήσει) μεταξύ Ενωτικού ΕΚΘ και ΠΚΘ/ΑΕΣ. [1]

Σ’ αυτό το πλαίσιο ξεκινάει στις 5.4.1936 το ενωτικό καπνεργατικό συνέδριο στη Θεσσαλονίκη. Συμμετέχουν αντιπρόσωποι 24 οργανώσεων, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα όπου βασικά παράγεται κι επεξεργάζεται ο καπνός, καθώς και της ΚΟΕ (Καπνεργατικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, η κομμουνιστική δηλ. ομοσπονδία). Ενώ, όμως, δεν συμμετέχουν αντιπρόσωποι της ρεφορμιστικής ΕΟΚΣΕ (Ενωτική Ομοσπονδία Καπνεργατών και Στιβαδόρων Ελλάδος), συμμετέχει το τοπικό καπνεργατικό της σωματείο, η «Ένωσις». Το συνέδριο αποφασίζει τη δημιουργία της καινούργιας Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ), στην οποία εντάσσεται μετά από λίγες μέρες και η ΕΟΚΣΕ.[2]

Με το συνέδριο μπαίνουν οι βάσεις για τη μεγάλη καπνεργατική απεργία που ξεκινάει στις 29.4 με μεγάλη συγκέντρωση 6.000 απεργών στον κινηματογράφο «Πάνθεον» στο Βαρδάρι. Την επόμενη ημέρα ξαναγίνεται συγκέντρωση στον ίδιο κινηματογράφο κι αποφασίζεται η τοποθέτηση απεργιακών φρουρών για να εμποδίσουν την είσοδο απεργοσπαστών αλλά και καταστροφές που αναφέρεται ότι προκαλούν οι εργοστασιάρχες, χρησιμοποιώντας τριεψιλίτες, για να δυσφημήσουν την απεργία και να εισπράξουν ασφάλιστρα. Οι δύο συγκεντρώσεις της Πρωτομαγιάς (Μπεστσινάρ και Σέιχ Σου) κυλούν ομαλά παρά την έντονη παρουσία της αστυνομίας. Τα ξημερώματα, όμως, της Κυριακής 3.5 η αστυνομία διώχνει τις απεργιακές φρουρές κι έτσι οι καπνοβιομήχανοι αρχίζουν να βάζουν στα εργοστάσια απεργοσπάστες που δεν είχαν βιβλιάριο του ΤΑΚ (Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών), όπως προέβλεπε ο νόμος. Οι απεργοί έκαναν διαδήλωση στην Εγνατία κι έφτασαν στα γραφεία του ΤΑΚ ζητώντας  να στείλει επιθεωρητές για να ελέγξουν τα καπνομάγαζα. Ο αστυνομικός διευθυντής Ντάκος απαγορεύει την είσοδο των επιθεωρητών, παρά τις συστάσεις του εισαγγελέα υπηρεσίας Βαζούρα, ο οποίος τελικά πείθει τον γενικό διοικητή Πάλλη να πιέσει τον Ντάκο. Τελικά, η αστυνομία επιτρέπει την είσοδο των επιθεωρητών, οι οποίοι όμως δεν βρίσκουν κανέναν εργαζόμενο χωρίς βιβλιάριο του ΤΑΚ, γεγονός που εξοργίζει τους καπνεργάτες, αφού ακόμα κι ο εισαγγελέας Βαζούρας ομολογεί ότι πρόκειται για συμπαιγνία της διοίκησης του ταμείου με την αστυνομία. Τις επόμενες ημέρες ξεκινούν απεργίες  και σ’ άλλες πόλεις (Καβάλα, Βόλος) ενώ στη Θεσσαλονίκη απεργούν όλο και περισσότεροι κλάδοι και τη συμπαράστασή τους εκδηλώνουν μικρέμποροι κι άλλοι επαγγελματίες. Στις 7.5 περνάει από την πόλη ο Μεταξάς επιστρέφοντας σιδηροδρομικώς από το Βελιγράδι, όπου συμμετείχε στη Βαλκανική Συνδιάσκεψη, και συμμετέχει σε σύσκεψη στο διοικητήριο. Την επόμενη μέρα έχουμε έντονες συγκρούσεις με πυροβολισμούς που έχουν ως αποτέλεσμα πολλούς τραυματίες αλλά κανένα νεκρό. Νεκρούς θα έχουμε στις 9 Μαΐου καθώς πλέον οι χωροφύλακες πυροβολούν στο ψαχνό. Μετά τις δολοφονίες την τήρηση της τάξης αναλαμβάνει ο στρατός, αλλά καθώς οι στρατιώτες είναι από τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή αρνούνται να πυροβολήσουν τους συγγενείς και φίλους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις σημειώνονται αντιπαραθέσεις χωροφυλάκων και φαντάρων. Την Κυριακή 10.5 γίνονται οι παλλαϊκές κηδείες των θυμάτων και για περίπου 36 ώρες έχουμε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας.  Όμως, η διστακτικότητα της ηγεσίας της ΠΚΟ και των ΓΣΕΕ κι η άφιξη στρατού από τη Λάρισα μαζί με τον ελλιμενισμό πολεμικών πλοίων δίνουν στον διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού τη δύναμη ν’ αρχίσει τις συλλήψεις και τις εξορίες. Έτσι στις 13.5 η πανελλαδική απεργία σημειώνει εξαιρετική επιτυχία σ’ όλη την Ελλάδα εκτός από τη Θεσσαλονίκη.[3]

Περνώντας τώρα στα ερωτήματα, ένα φαινομενικά απλό θέμα είναι ο αριθμός των θυμάτων. Συνήθως αναφέρονται τα ονόματα εννέα νεκρών: Τάσος Τούσης, Αναστασία Καρανικόλα, Ίντο Γιακόβ Σεννόρ, Γιάννης Πανόπουλος, Δημήτρης Αγλαμίδης, Σαλβατώρ Ματαράσσο, Δημήτρης Λαϊλάνης (ή Λαϊνάς), Σταύρος Διαμαντόπουλος, Μανώλης Ζαχαρίου.[4] Ο Ζαφείρης ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών σε 11,[5] ο Μαζάουερ στους 12,[6] δημοσιεύματα της εποχής σε 13, ενώ ένα άρθρο του Ριζοσπάστη (10.5.1936) στους 30.[7] Αν κι ο τελευταίος αριθμός φαντάζει κάπως υπερβολικός και προσεγγίζει τον αριθμό των βαριά τραυματισμένων, 32 ενώ υπήρξαν και 250 ελαφρά,[8] ένας αριθμός περίπου 15 μάλλον είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, καθώς αναφέρονται κι άλλοι νεκροί: Ευθύμιος Αδαμαντίου, Σταύρος και Ευθ. Διαμαντόπουλος, καθώς και Μάνος Ευθυμίου, Γιάννης Πιτάρης, Άννα Χαραλαμπίδου, μια 16χρονη καπνεργάτρια.[9] Επίσης, σε ευχαριστήρια επιστολή προς την Εργατική Βοήθεια για τη συμπαράστασή της στις οικογένειες των θυμάτων υπογράφουν τουλάχιστον 16 άτομα, στα οποία περιλαμβάνεται κάποιος (Γούναρης)[10] που δεν μπορούμε να τον συσχετίσουμε με κάποιο νεκρό ή βαριά τραυματισμένο. Τέλος, στους καταλόγους του Δημοτικού Νεκροταφείου Ευαγγελίστριας καταγράφονται επτά πτώματα χριστιανών (αρ. 476 – 482) που ταυτίζονται με νεκρούς του Μάη, ανάμεσά τους όμως υπάρχει και μια εγγραφή με ένα μόνο γράμμα, ένα κεφαλαίο «Γ». Επίσης, ενώ στους άλλους νεκρούς αναφέρεται ηλικία, αιτία και μέρος θανάτου, σε κανέναν από τους επτά δεν καταγράφεται κάποιο τέτοιο στοιχείο με εξαίρεση του Τούση και του Αδαμαντίδη που έχουν την ηλικία τους (25 και 18 αντίστοιχα), ενώ η εγγραφή του Τούση μοιάζει με διπλοεγγραφή καθώς υπάρχει γραμμένο με μελάνι το όνομα «Αναστασία» (όπως ονομαζόταν η Καρανικόλα)  που διορθώνεται από πάνω με μολύβι σε «Αναστάσιος Τούσης»

Ξέρουμε ότι τις δολοφονίες διέπραξαν χωροφύλακες, αλλά δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς η δράση παρακρατικών στα γεγονότα. Στη Θεσσαλονίκη δρούσαν οι τριεψιλίτες που ήταν οργανωμένοι κατά αστυνομικό τμήμα, δηλώνοντας έτσι τη σχέση του με το επίσημο κράτος. Ο Κουζινόπουλος, που στηρίζεται κυρίως στα δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη της εποχής, αναφέρει πως στις 6.5 «λίγο πριν το μεσημέρι […] σημειώνεται τρομοκρατική επίθεση τραμπούκων εναντίον απεργών τσαγκαράδων στην πλατεία Βλάλη […] Οι τρεις απεργοσπάστες αδελφοί Γιάννης, Θεόδωρος και Παναγιώτης Μακεμεντζής, μέλη της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ, πυροβόλησαν από παράθυρο εναντίον απεργών».[11] Παρόμοιες αναφορές έχουμε και για τις επόμενες ημέρες. Στο επώνυμο των συγκεκριμένων δραστών υπάρχει λάθος καθώς πρόκειται, προφανώς, για τους αδελφούς Μελεμενλή (έχουν τα ίδια ακριβώς μικρά ονόματα, ο Θόδωρος μάλιστα είχε διατελέσει πρόεδρος του σωματείου αρβυλοποιών «Η Μακεδονία»), οι οποίοι το 1932 είχαν κατηγορηθεί για τον φόνο του συνδικαλιστή Χαρίτωνα Σταμπουλίδη, σε ένοπλη επίθεση στα γραφεία του σωματείου οικοδόμων, αλλά απαλλάχθηκαν καθώς ισχυρίστηκαν ότι την ώρα του εγκλήματος βρισκόταν στο 8ο αστυνομικό τμήμα παρέα με χωροφύλακες. Τους ξανασυναντάμε τον Αύγουστο του 1936 στο κάψιμο των «κομμουνιστικών» βιβλίων.[12] Κατόπιν γίνονται υψηλόβαθμοι φαλαγγίτες στην ΕΟΝ, ενώ στην κατοχή αναβαθμίστηκαν σε αξιωματικούς του δωσιλογικού σώματος του διαβόητου εγκληματία Γ. Πούλου. Ανταμείφθηκαν γι’ αυτή τους τη δράση με την απόκτηση εβραϊκών περιουσιών, ενώ ο Θεόδωρος εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ τον Ιούνιο του 1944. Τα αδέλφια του καταδικάστηκαν –ερήμην– σε θάνατο (ο Παναγιώτης) και σε τρις ισόβια ο Ιωάννης, από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων το 1947. Δεν συνελήφθησαν όμως αλλά αντιθέτως συνέχισαν να «συνεργάζονται» με τις αστυνομικές αρχές στη διάρκεια του Εμφυλίου. Τελικά, με τις σχετικές βεβαιώσεις των αρμοδίων αρχών καταδικάστηκαν σε δωδεκαετή κάθειρξη αλλά τελικά αποφυλακίστηκαν σε περίπου ενάμισι κι ένα χρόνο αντίστοιχα.[13]

Όσον αφορά την εβραϊκή παρουσία στην απεργία, γνωρίζουμε ότι μεταξύ των νεκρών καταγράφονται δύο[14] ή τρεις,[15] στους βαριά τραυματισμένους αναφέρονται τουλάχιστον έξι,[16] ενώ στην ευχαριστήρια επιστολή προς την Εργατική Βοήθεια, που αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν τέσσερα εβραϊκά ονόματα.[17] Πέρα όμως από τους αριθμούς υπάρχει η ιδεολογική βαρύτητα και χρήση της συμμετοχής των Εβραίων εργατών στα γεγονότα. Όπως σημειώνει ο Φουντανόπουλος «η παρουσία μιας μεγάλης και συμπαγούς μάζας Εβραίων κατοίκων» στην πόλη «έκανε την κρατική εξουσία να θεωρεί τη Θεσσαλονίκη επικίνδυνη πόλη» και «διαιώνιζε κατά ένα περίεργο τρόπο το εθνικό ζήτημα για όλη τη Μακεδονία».[18] Η θεωρία της εβραιοσλαβοκομμουνιστικής συνομωσίας τέθηκε πάλι σε εφαρμογή. Ο Κ. Παπαβασιλείου, τότε γραμματέας του σωματείου οικοδόμων, θυμόταν πως «το Σάββατο [9.5] το απόγευμα ήρθαν στο λιμάνι δυο καράβια πολεμικά. Τους ναύτες τους είχαν δώσει την πληροφορία […] ότι ξεσηκώθηκαν οι κομμουνιστές με τους Εβραίους για να πάρουν την Καβάλα, Σέρρες, Δράμα και τα ρέστα».[19] Άλλωστε, ήδη από το 1914 ο εισαγγελέας της δίκης που απέρριψε την αίτηση ανακοπής των ηγετών της Φεντερασιόν, Μπεναρόγια και Γιονά, εναντίον της διοικητικής απόφασης που τους εξόριζε έλεγε στην αγόρευσή του «μοι εγεννήθην η απορία, πώς ο Μπεναρόγιας, έχων μόρφωσιν, απεφάσισε να εγκαταλίπη την Βουλγαρίαν, ένθα ηδύνατο να έχη άριστον θέσιν, και να έλθη ενταύθα, να μετέρχεται τον καπνεργάτην, μη βεβαίως εργαζόμενος, να τεθή, ως λέγουσιν, επί κεφαλής των εργατών». Αυτή ήταν κι η πρώτη εξορία συνδικαλιστών με βάση τον νόμο περί «εκτοπίσεων των επικίνδυνων εις την δημόσιαν ασφάλειαν», κάτι που έγινε σύνηθες για τα επόμενα εξήντα χρόνια.[20]

Η Ρετζίνα Ρόζα, για την οποία έχω βρει πληροφορίες μόνο στις εφημερίδες της εποχής, συνδέει το προηγούμενο ζήτημα με τη γυναικεία συμμετοχή στην εξέγερση. Μέλος της επιτροπής αγώνα στην κατάληψη του καπνεργοστασίου Κομμερσιάλ τον Δεκέμβρη του 1934, μιλάει για την «κατάστασιν των καπνεργατριών, εργαζομένων υπό τας μάλλον δυσμενείς συνθήκας και με τα πλέον εξευτελιστικά ημερομίσθια», στο καπνεργατικό συνέδριο στις αρχές Απρίλη του 1936 κι είναι η μοναδική γυναίκα που εκλέγεται στην εκτελεστική επιτροπή της καινούργιας Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ).[21] Τις μέρες εκείνες «πιο μαχητικές όμως φάνηκαν οι εργάτριες, ο κατευνασμός των οποίων δεν ήταν εύκολη υπόθεση για την αστυνομία».[22] Ως αποτέλεσμα εκτός από την Α. Καρανικόλα έχουμε πληροφορίες για άλλες δύο σκοτωμένες και εννιά βαριά τραυματισμένες όλες τις ημέρες των γεγονότων.[23]

Μια από τις λιγότερο μελετημένες πλευρές του Μάη είναι η διεθνής διάστασή του. Βέβαια, γνωρίζουμε το διεθνές πλαίσιο (Κραχ 1929, άνοδος των Ναζί στην εξουσία 1933, εμφάνιση των Λαϊκών Μετώπων και νίκη τους στις εκλογές σε Ισπανία και Γαλλία εκείνη τη χρονιά), αλλά δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για τον διεθνή αντίκτυπο (εκτός από μερικές αναφορές ξένων διπλωματών)[24] ή την καταγραφή των γεγονότων της Θεσσαλονίκης στον Τύπο του εξωτερικού.

Το επόμενο ερώτημα μοιάζει ρητορικό. Επρόκειτο πράγματι για λαϊκή εξέγερση ή ήταν μια μαχητική απεργία. Υπάρχουν αναφορές σε οδοφράγματα που διαψεύδουν, όμως, μαρτυρίες ανθρώπων παρόντων στα γεγονότα (όπως ο Γιάννης Ταμτάκος σε επιστολή του στον Άγι Στίνα, λέγοντας παράλληλα ότι το κλίμα ήταν επαναστατικό).[25] Θα μου πείτε ποια η διαφορά; Ίσως είναι μόνο φιλολογική. Άλλωστε η άγρια καταστολή οποιασδήποτε εργατικής κινητοποίησης από την αστυνομία, ήταν ένα σταθερό χαρακτηριστικό στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη. «Κάθε φορά που έχουμε εργατική αναταραχή σε αυτή την περιοχή, οι αρχές αντί να αναζητήσουν μια ριζική θεραπεία του κακού διαγιγνώσκουν αυτόματα κομμουνιστική υποκίνηση την οποία θεωρούν υποχρέωσή τους να εξοντώσουν», αναφέρει ο Βρετανός πρόξενος στην πόλη Ernest Lomax στις 27.5.1936.[26] Έτσι, δεν ήταν ασυνήθιστο να υπάρχουν νεκροί σε εργατικές διαμαρτυρίες (ένας  τον Φεβρουάριο του 1927 και οκτώ τον Φεβρουάριο του 1933, όταν η χωροφυλακή εισέβαλε στα γραφεία του Ενωτικού ΕΚΘ στη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης του εκλογικού σχηματισμού του ΚΚΕ).[27]

Τέλος υπάρχει το αιώνιο και «ζουμερό» ζήτημα της στάσης των οργανώσεων. Στο επίκεντρο της συγκεκριμένης περίπτωσης βρίσκονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σίγουρα η συνδικαλιστική ενοποίηση στην ΠΚΟ που επετεύχθη με το καπνεργατικό συνέδριο του Απριλίου, έπαιξε τον ρόλο εναύσματος για την απεργία.[28] Κι ενώ η συνδικαλιστική ηγεσία είχε, κατά κάποιο τρόπο, τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης για περίπου 36 ώρες, η εκτελεστική επιτροπή της ΠΚΟ αμφιταλαντευόταν μεταξύ μιας κάπως διαλλακτικής και μιας πιο επαναστατικής στάσης που προωθούσε η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή και οι πρωτοβάθμιες επιτροπές.[29]

Με τις διχογνωμίες στην ηγεσία των συνδικάτων σχετίζεται και η στάση των αριστερών κομμάτων. Οι μάζες που κατέκλυσαν τους δρόμους της Θεσσαλονίκης τις μέρες του Μάη ανήκαν, προφανώς, σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των οργανωμένων εργατών ήταν σαφώς μέλη του ΚΚΕ. Κι ενώ οι κομμουνιστές είχαν αγωνιστική διάθεση κι έδειξαν ηρωισμό απέναντι στους χωροφύλακες, έπρεπε να ισορροπήσουν στη γραμμή της δημιουργίας λαϊκών μετώπων. Μόνο που έλειπε ο βασικός εταίρος. Στο πλευρό των εργατών, έστω και λεκτικά, στάθηκαν οι μικρές σοσιαλιστικές οργανώσεις, το Αγροτικό Κόμμα, ακόμα κι ο Αλ. Παπαναστασίου[30] (χοντρικά δηλ. ο πολιτικός χώρος που θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με το ΚΚΕ, στη συγκρότηση του ΕΑΜ, πέντε χρόνια αργότερα), αλλά όχι το Κόμμα Φιλελευθέρων. Από την άλλη, οι αρχειομαρξιστές κι οι τροτσικιστές (τη συμμετοχή των οποίων αποσιωπούν οι πηγές που πρόσκεινται στο ΚΚΕ) μπορεί να είχαν υπερεπαναστατική διάθεση και να ασκούσαν έντονη κριτική στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά οι οργανώσεις τους ήταν μικρές και διασπασμένες, τόσο που ο Ταμτάκος λέει ότι μέλη της ομάδας του δεν συναντήθηκαν με μέλη της ομάδας του Πουλιόπουλου,[31] παρότι όλοι ήταν στους δρόμους.

Στο στρατόπεδο των αστικών κομμάτων, μάλλον κυριάρχησε ο τρόμος μιας γενικευμένης εξέγερσης των φτωχών και καταφρονημένων, πράγμα που διευκόλυνε στον Μεταξά να εγκαθιδρύσει το καθεστώς του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού» τρεις μήνες αργότερα. Κι αν από μια νεώτερη οπτική γωνία (των τελευταίων σαράντα χρόνων) αυτό φαίνεται λογικό για τους Λαϊκούς αλλά ίσως απρόσμενο για τους Φιλελεύθερους, να θυμίσουμε ότι το Ιδιώνυμο το καθιέρωσε ο Βενιζέλος, ενώ ειδικά στη Θεσσαλονίκη η ΕΕΕ είχε βενιζελογενή καταγωγή, ενώ κι εισβολή στο Ενωτικό ΕΚΘ με αποτέλεσμα οκτώ νεκρούς εργάτες έγινε επί της τελευταίας κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου. Άλλωστε παρά το σύμφωνο Σκλάβαινα – Σοφούλη που έφερε τον τελευταίο στη θέση του προέδρου της Βουλής, ο Θεμ. Σοφούλης κι όλο το κόμμα των Φιλελευθέρων, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά και υποστήριξαν την πρόωρη θερινή διακοπή των εργασιών του Κοινοβουλίου ήδη από τον Απρίλιο, επιτρέποντας έτσι στον Μεταξά να κυβερνά μέσω διαταγμάτων προτού καν γίνει δικτάτορας. Να θυμίσουμε ότι την κυβέρνηση αυτή καταψήφισαν μόνον οι βουλευτές του ΚΚΕ κι ο Γ. Παπανδρέου, ενώ απείχαν από την ψηφοφορία οι Αλ. Παπαναστασίου κι Αλ. Μυλωνάς (αρχηγός ενός τμήματος του Αγροτικού Κόμματος).

[1] Για τις συνδικαλιστικές εξελίξεις σε γενικό και τοπικό επίπεδο βλ. Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936): Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 314-336.

[2] Γιάννης Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές, 2η έκδ., Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2018, σ. 153-157.

[3] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη …, ό.π., σ. 256-276.

[4] Σπύρος Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1976, σ. 49-50∙ Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης: Η ιστορική φυσιογνωμία του, Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 116.

[5] Χρίστος Ζαφείρης, «”Μάης του ‘36”», η μεγάλη λαϊκή εξέγερση της Θεσσαλονίκης», στο https://thessmemory.wordpress.com/2016/05/03/μάης-του-36-η-μεγάλη-λαϊκή-εξέγερση-τη/.

[6] Mark Mazower, Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων: Χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 452.

[7] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 50∙ Γ. Αναστασιάδης (επιμ.), Το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 116.

[8] Γ. Αναστασιάδης (επιμ.), Το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 116.

[9] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 50.

[10] Κώστας Ευθυμίου, «Εργατική Βοήθεια» και «Κοινωνική Αλληλεγγύη»: Δύο παραδείγματα ταξικής αλληλέγγυας δράσης στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2014, σ. 56.

[11] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 30.

[12] Γιάννης Γκλαρνέτατζης, Στιγμές Σαλονίκης θερινές, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 118-120.

[13] Γ. Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές, ό.π., σ. 173-181.

[14] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 49∙ Γ. Αναστασιάδης (επιμ.), Το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 116.

[15] M. Mazower, Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων, ό.π., σ. 452.

[16] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 37, 47, 50.

[17] Κ. Ευθυμίου, «Εργατική Βοήθεια» και «Κοινωνική Αλληλεγγύη», ό.π., σ. 56.

[18] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…, ό.π., σ. 253.

[19] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 76-77.

[20] Γ. Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές, ό.π., σ. 75-84.

[21] Γ. Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές, ό.π., σ. 156-157.

[22] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…, ό.π., σ. 267.

[23] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 37, 47, 50.

[24] M. Mazower, Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων, ό.π., σ. 452∙ Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…, ό.π., σ. 266.

[25] Γιάννης Καρύτσας (επιμ.), Άρθρα – κείμενα – επιστολές του Εργατικού Μετώπου («Ομάδα Στίνα»), Άρδην, Αθήνα 2016, σ. 108.

[26] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…, ό.π., σ. 255-256.

[27] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…, ό.π., σ. 221.

[28] Γ. Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές, ό.π., σ. 137-141.

[29] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη…, ό.π., σ. 269-269.

[30] Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 29.

[31] Γ. Καρύτσας (επιμ.), Άρθρα – κείμενα – επιστολές του Εργατικού Μετώπου…, ό.π., σ. 108.

Μοιραστείτε το άρθρο