Κραυγή αγωνίας και διαμαρτυρίας για τις εξώσεις 11.237 προσφύγων – μεταναστών από τις δομές φιλοξενίας

 Η 1η Ιουνίου 2020 έχει καθοριστεί από την κυβέρνηση ως ημερομηνία έναρξης για την έξωση 11.237 προσφύγων-μεταναστών από διαμερίσματα, ξενοδοχεία, Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης και δομές φιλοξενίας της ενδοχώρας, καθώς και για τη διακοπή του πενιχρού επιδόματος που λάμβαναν για να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες. Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής καλεί τους ίδιους τους πρόσφυγες να “αποχωρήσουν” από τις δομές στις οποίες διαμένουν, για να στεγαστούν άλλοι αιτούντες άσυλο, που βρίσκονται παγιδευμένοι σε άθλιες συνθήκες  στα νησιά του Αιγαίου. Φαίνεται πως το ιδεολόγημα της ατομικής ευθύνης έχει εφαρμοστεί και σ’ αυτή την περίπτωση, καθώς η κυβέρνηση μεταφέρει τις ευθύνες της για την έλλειψη αξιοπρεπούς στέγασης στους πρόσφυγες, καλλιεργώντας ένα κλίμα ανθρωποφαγίας.

Η αλήθεια ωστόσο, που εμείς διαπιστώνουμε καθημερινά στους χώρους εργασίας μας, είναι πως ακόμη και οι υπάρχουσες δομές είναι ακατάλληλες και ανεπαρκείς, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία των ανθρώπων που ζουν εγκλωβισμένοι μέσα σ’ αυτές. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα από τα στρατόπεδα των νησιών, όπου παιδιά ζουν στις λάσπες, μόνες γυναίκες, ακόμη και έγκυες, κοιμούνται απροστάτευτες μέσα σε πλαστικές σκηνές για μήνες, και άνθρωποι με αναπηρίες και εμφανή τραύματα πολέμου και βασανιστηρίων χρειάζεται να περιμένουν για ώρες σε ουρές για να δουν τον γιατρό, να χρησιμοποιήσουν τουαλέτες-υγειονομικές βόμβες και να παραλάβουν -εάν προλάβουν- φαγητό. Ενώ λοιπόν το υπάρχον σύστημα “υποδοχής” των προσφύγων αγγίζει τα όρια μιας εγκληματικής πολιτικής, και κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid-19, η κυβέρνηση επέλεξε να εκκενώσει καταλήψεις στις οποίες είχαν βρει καταφύγιο οικογένειες προσφύγων, αφήνοντάς τους αρχικά άστεγους, και έπειτα από παρεμβάσεις αντιρατσιστικών συλλογικοτήτων να τους μεταφέρει τελικά σε camps της Αττικής, όπου και παραμένουν ακόμη ακατάγραφοι.

Ακολουθώντας λοιπόν τα βήματα των προηγούμενων κυβερνήσεων, η κυβέρνηση επιλέγει συνειδητά να στοιβάζει τους πρόσφυγες σε απάνθρωπες συνθήκες και να τους αποκλείει από κάθε δυνατότητα ένταξης στην ελληνική κοινωνία. Τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας κρατικός σχεδιασμός για την ένταξη των προσφύγων, η κυβέρνηση ρίχνει το βάρος των ευθυνών στους ίδιους τους πρόσφυγες που δεν κατάφεραν να ενταχθούν. Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής σκοπίμως δεν αναφέρεται σε ενταξιακές πολιτικές, καθώς δεν έχει καταβάλει καμία προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως μάλιστα, η δική μας καθημερινότητα έχει να κάνει με μία συνεχή πάλη για το ξεπέρασμα των εμποδίων που το ίδιο το σύστημα θέτει για την πρόσβαση των ανθρώπων που εξυπηρετούμε στην υγεία. Οι διαδικασίες για την έκδοση ΑΜΚΑ/ΠΑΥΠΑ και ΑΦΜ κωλυσιεργούν, η πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση πολλές φορές είναι αδύνατη, ενώ η εκπαίδευση και εκμάθηση ελληνικών για ενήλικες είναι ανύπαρκτη. Χωρίς όλα τα παραπάνω είναι εμφανές πως καμία διαδικασία ομαλής και ισότιμης ένταξης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πολύ περισσότερο, αν σκεφτούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φέρουν οι περισσότεροι πρόσφυγες, όπως αναπηρίες και χρόνια προβλήματα υγείας, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα που χρήζουν αυξημένης φροντίδας και ψυχολογικής υποστήριξης λόγω των τραυματικών γεγονότων που έχουν βιώσει. Αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, η νέα απόφαση του υπουργείου θα τους φέρει σε καθεστώς αστεγίας, θυμίζοντας εικόνες του 2015, με εξαθλιωμένους ανθρώπους να αναζητούν καταφύγια σε πάρκα και πλατείες, να μένουν απροστάτευτοι από τη νέα υγειονομική κρίση και ευάλωτοι σε εγκλήματα, όπως οι περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων. Το “Μένουμε Σπίτι” μοιάζει τελικά να είναι ένα προνόμιο το οποίο δεν μπορούν να έχουν οι πρόσφυγες, καθώς η κυβέρνηση αδυνατεί να καλύψει τη βασικότερη ανάγκη όλων, αυτήν της στέγασης, τόσο για τους πρόσφυγες όσο και για όλους όσους βρίσκονται ήδη σε καθεστώς αστεγίας.

Μία ακόμα αντίφαση της κυβερνητικής πολιτικής γίνεται εμφανέστερη αν εστιάσει κανείς στην κρίση του Covid-19. Ενώ λοιπόν τα περιοριστικά μέτρα έχουν αρθεί για το σύνολο του πληθυσμού, η κυβέρνηση συνεχίζει να τα επιβάλλει στους διαμένοντες σε ΚΥΤ και κέντρα φιλοξενίας, με το πρόσχημα της μη αναζωπύρωσης της κρίσης. Ωστόσο, την ίδια στιγμή ωθεί σε αστεγία 11.237 ανθρώπους που διαμένουν σ’ αυτές τις δομές, καταρρίπτοντας του ίδιους τους ισχυρισμούς της. Αν λάβει κανείς υπόψη και τη δημιουργία νέων κλειστών δομών σε περιοχές της ενδοχώρας, όπου οι συνθήκες διαβίωσης φαίνεται να είναι πολύ χειρότερες από τις υπάρχουσες, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί την εφαρμογή μιας ακροδεξιάς και ρατσιστικής πολιτικής, που δημιουργεί νέες αποθήκες ψυχών θυμίζοντας άλλες εποχές. Η κυβέρνηση, όπως και η ίδια εξαγγέλλει, στηρίζει τη μεταναστευτική πολιτική της στο δόγμα της αποτροπής εισόδου μεταναστών στη χώρα. Μία πολιτική που, όπως δείχνει η πραγματικότητα, θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές κατά τη διάρκεια των βίαιων pushbacks από το λιμενικό, παραβιάζει διεθνείς συμβάσεις και ανθρώπινα δικαιώματα και εντέλει υποθάλπει την ανάδειξη ακροδεξιών ομάδων και πρακτικών στην ελληνική κοινωνία.

Για εμάς τους εργαζόμενους υγειονομικούς και κοινωνικούς επιστήμονες σε καμπς και νοσοκομεία είναι σαφές πως η κυβέρνηση οφείλει:

  1.  Να αποσύρει άμεσα την απόφασή της για τις 11.237 εξώσεις και τη διακοπή του επιδόματος.
  2.  Να κλείσει όλα τα στρατόπεδα-κολαστήρια, να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και να προσφέρει αξιοπρεπή στέγαση σε όποιον/όποια το έχει ανάγκη.
  3.  Να απεγκλωβίσει άμεσα όσους βρίσκονται παγιδευμένοι στα ελληνικά νησιά και να καταργήσει τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας.
  4.  Να σταματήσει τις παράνομες επαναπροωθήσεις.
  5.  Να δώσει ταξιδιωτικά έγγραφα σε όσους επιθυμούν να μετακινηθούν σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να επανενωθούν με τις οικογένειές τους.
  6.  Να άρει τους γραφειοκρατικούς περιορισμούς και να φροντίσει για την ισότιμη πρόσβαση των προσφύγων στην υγεία και την εκπαίδευση.
  7.  Για όσους επιθυμούν να μείνουν στην Ελλάδα να υπάρξει σχεδιασμένη και καθολική ένταξή τους στην εργασία και την κοινωνία, με την εξατομικευμένη στήριξη τους, παίρνοντας υπόψη το επάγγελμα και τις γνώσεις τους.

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους πρόσφυγες/μετανάστες και διεκδικούμε να μη μείνει κανένας άνθρωπος στο δρόμο.

Εργαζόμενες/οι συμβασιούχοι του ΕΟΔΥ

Μοιραστείτε το άρθρο