Μιανμάρ: παλλαϊκό κίνημα αντίστασης και αλληλεγγύης παρά τη βία του στρατού

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρίνα Γ. Μεϊντάνη

Στην αρχή ήταν οι νέοι που βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν ειρηνικά για το στρατιωτικό πραξικόπημα στη χώρα. Ακολούθησαν τα εργατικά σωματεία και τις βδομάδες μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου η ενεργή στήριξη αντίστασης ενάντια στους πραξικοπηματίες ενισχύεται εντυπωσιακά ακόμη και από τα μεσαία στρώματα της χώρας, μεταξύ των οποίων γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, ακόμη και τραπεζικοί και δημόσιοι υπάλληλοι. Μαζί με την αντίσταση έρχεται και η αλληλεγγύη. Μία αλληλεγγύη που λειτούργησε, απόκτησε οργάνωση και σημαντική ανταπόκριση όλον τον προηγούμενο χρόνο κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτή η αλληλεγγύη είναι που επιστρατεύεται σήμερα και ενδυναμώνει τα οδοφράγματα και δίνει στήριξη στους αντιστεκόμενους, παρά τη βίαιη καταστολή με τους εκατοντάδες δολοφονημένους από το καθεστώς, υπολογίζονται σε περισσότερους από 500 μέχρι σήμερα, και τους χιλιάδες φυλακισμένους.

Η συμμετοχή χιλιάδων εργαζομένων στον τομέα υγείας και περίθαλψης έδωσε νέα πνοή στις κινητοποιήσεις. Όχι μόνο για την αριθμητική ενίσχυση της αντίστασης, όσο για την ηθική ενίσχυσή της όπως σημειώνει και ο αναπληρωτής καθηγητής Tharaphi Than σε μια ιδιαίτερα γλαφυρή περιγραφή του για τα όσα συμβαίνουν στη Μιανμάρ. Επισημαίνει ότι “όπως και αλλού στον κόσμο, γιατροί και νοσηλευτές στη Μιανμάρ έγιναν δημόσιοι ήρωες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η υψηλή κοινωνική τους θέση τους καθιστά σημαντικούς συμμάχους της φιλοδημοκρατικής υπόθεσης”.

Δίνει μάλιστα και ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο, καθώς η υγεία είναι δημόσια στη χώρα, το υγειονομικό προσωπικό αντιστοιχεί στο 10% των δημόσιων υπαλλήλων. Σύμφωνα με ανώτερο κρατικό αξιωματούχο υπολογίζεται ότι το 90% του συνόλου των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα συμμετέχουν με τον ένα ή άλλο τρόπο στις διαμαρτυρίες. Επίσης, αρκετοί από τους 7,4 εκατομμύρια εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα συμμετέχουν, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών υπαλλήλων, με αποτέλεσμα η σημερινή στρατιωτική κυβέρνηση να αναγκαστεί να περιορίσει τις καθημερινές αναλήψεις μετρητών.

Μια εξέγερση που ξεκίνησε από νέους γίνεται ένα εθνικό κίνημα αντίστασης που βασίζεται σε ευρεία βάση και περιλαμβάνει τις μεσαίες τάξεις – για τις οποίες η ιστορία έχει δείξει ότι είναι κεντρικής σημασίας για οποιοδήποτε επιτυχημένο κίνημα διαμαρτυρίας”- σημειώνει ο Than και προσθέτει πως η ενεργή υποστήριξη από την άνετη μεσαία τάξη διαφοροποιεί τις τρέχουσες διαμαρτυρίες από προηγούμενα κινήματα υπέρ της δημοκρατίας στη Μιανμάρ, από την “επανάσταση του σαφράν” ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία το 2007 έως τις διαμαρτυρίες των φοιτητών για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση το 2015. Αυτές οι διαμαρτυρίες, δεν πέτυχαν τους στόχους τους, περιορίστηκαν σε ένα τμήμα του πληθυσμού“.

Αλληλεγγύη… και μποϋκοτάζ

Η πανδημία άφησε μία πολύτιμη υποδομή, ενεργοποίησε δίκτυα αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα. Μικρά δίκτυα που στήριζαν όσους είχαν ανάγκη με φαγητό και είδη πρώτης ανάγκης, αλλά ακόμη και με χρήματα σε νοικοκυριά που είχαν ανάγκη μετρητών. Ο Than περιγράφει τη χρήση διαδικτυακών ιστοτόπων και εφαρμογών τηλεφώνου. Περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι χρησιμοποίησαν μια υπηρεσία μεταφοράς μετρητών από τηλέφωνο σε τηλέφωνο που ονομάζεται Wave κατά το προηγούμενο έτος.

Σήμερα αυτά τα ίδια δίκτυα χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν τους διαμαρτυρόμενους δημόσιους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα ως ένα αντιστάθμισμα των χαμένων μισθών τους, λόγω της συμμετοχής τους στην απεργία. Μικρά παντοπωλεία και ιδιώτες παρέχουν μερίδες – φαγητού στους διαδηλωτές στα οδοφράγματα, οι επαγγελματίες του ιατρικού τομέα βοηθούν τους τραυματίες στις διαμαρτυρίες και παρέχουν δωρεάν υγειονομική περίθαλψη στις οικογένειές τους. Εκπαιδευτικοί παρέχουν δωρεάν εκπαίδευση, δικηγόροι, νομικές συμβουλές και κάτοικοι προσφέρουν καταφύγια στα σπίτια τους στους κυνηγημένους από το στρατό διαδηλωτές. Όταν οι στρατιώτες χτυπούν, πυροβολούν και απαγάγουν διαδηλωτές, οι πολίτες τραβούν βίντεο και φωτογραφίες από τα κοντινά κτίρια και τα στέλνουν στα μέσα ενημέρωσης και στους ερευνητές του ΟΗΕ.

Οι άνθρωποι σε ολόκληρη τη Μιανμάρ μποϊκοτάρουν επίσης προϊόντα που παράγονται από τον στρατό και τους ομίλους που συνδέονται με αυτόν, αλλά και προϊόντα που εισάγονται από Κίνα και Σιγκαπούρη – δύο από τους κύριους επενδυτές στη Μιανμάρ, που κανένας τους δεν έχει καταδικάσει το πραξικόπημα. Μέσω νέων εφαρμογών που έχουν εγκαινιάσει όπως το Stay away, οχυρώνουν τις συναλλαγές τους έτσι ώστε να αποφεύγεται η ακούσια χρηματοδότηση του στρατού και των υποστηρικτών του, οι οποίοι ελέγχουν μεγάλο μέρος της τοπικής οικονομίας από τα σούπερ μάρκετ μέχρι την ψυχαγωγία.

Ακτιβιστές καταγγέλλουν τη λειτουργία των δύο μεγάλων πολυεθνικών ενέργειας Chevron και Total και ζητούν με μηνύματα τους να σταματήσουν να ενισχύουν οικονομικά την στρατιωτική χούντα, καθώς παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δώσει από τον δεύτερο μήνα της εξέγερσής τους οι δύο ενεργειακοί κολοσσοί συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη χώρα. “Η Total είναι πιθανότατα η μεγαλύτερη πηγή εσόδων του στρατιωτικού καθεστώτος” σημειώνει η εκπρόσωπος Yadanar Maung της Justice for Myanmar. καθώς οι φόροι που κατέβαλε η εταιρεία για την παραγωγή φυσικού αερίου το 2019 ξεπέρασαν τα 220 εκατ ευρώ. Όπως τονίζει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν την πιο σημαντική βιομηχανία για τους στρατηγούς στη Μιανμάρ αν τους επιτραπεί η πρόσβαση σε έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, μπορούν να διατηρήσουν και να εδραιώσουν το καθεστώς τους. Η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να το αφήσει να συμβεί” και ζητάει στοχοθετημένες διεθνείς κυρώσεις κατά στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Οι διαδηλωτές εγκαινιάζουν επίσης, και νέες μορφές αντίστασης. Στη Monywa, στο κέντρο της Μιανμάρ, οι κάτοικοι παρακολουθούν τους ηγέτες του καθεστώτος, μέλη των δυνάμεων ασφαλείας και τις οικογένειες τους και ζητούν από τους καταστηματάρχες να μην τους εξυπηρετούν ως πελάτες.

Ο στρατός ρίχνει “μαύρο” στις επικοινωνίες

Ο στρατός απαντά με άγρια καταστολή, σκοτώνει, φυλακίζει χιλιάδες διαδηλωτές και εγκαινιάζει ένα νέο ψηφιακό πόλεμο κατά των διαδηλωτών. Κλείνει τα κανάλια επικοινωνίας μέσω διαδικτύου, περιορίζει ακόμη και τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, σχεδόν κάθε βράδυ. Η στρατιωτική χούντα μόλις χθες, με τη συμπλήρωση δύο μηνών διαμαρτυριών έκλεισε επ’ αόριστον την ευρυζωνική υπηρεσία διαδικτύου ως απάντηση στις συνεχιζόμενες αντιδράσεις, σε μια προσπάθεια να εμποδιστούν οι πολίτες της Μυανμάρ, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων να οργανώνονται και να μεταδίδουν το τι συμβαίνει. Οι διακοπές λειτουργίας του Διαδικτύου έχει πλέον φτάσει σε ένα νέο επίπεδο σοβαρότητας, με πολλές τηλεπικοινωνίες να κλείνουν διάφορες υπηρεσίες διαδικτύου όπως δεδομένα κινητής τηλεφωνίας, περιαγωγή και δημόσιο Wi-Fi για διαφορετικά χρονικά διαστήματα, κατόπιν εντολών του στρατού, καταγγέλλει η οργάνωση υπεράσπισης δικαιωμάτων διαδικτύου Netblocks. Ωστόσο στη μακρά ιστορία στρατιωτικών πραξικοπημάτων και κυριαρχίας της χώρας από τον στρατό, αυτή τη φορά η νεολαία και ο λαός στη Μιανμάρ φαίνεται αποφασισμένος να υπερασπιστεί τη νεαρή δημοκρατία της χώρας.

Με σύνθημα “Dhamma versus adhamma” (Δικαιοσύνη έναντι αδικίας) η νεολαία της χώρας και ο λαός συνεχίζουν δυναμικά τις μαζικές διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας και απαιτούν την απόσυρση του στρατού (Tatmadaw) και την απελευθέρωση της εκλεγμένης ηγέτιδας της χώρας, Aung San Suu Kyi, που κυβέρνησε τη χώρα από το 2015 και ανετράπη από τον στρατό, με επιβολή στρατιωτικού νόμου, μετά την αμφισβήτηση της εκλογικής διαδικασίας του Νοεμβρίου 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο