ΕΜΑ, του Pablo Larraín

Του Θάνου Λεύκου Παναγιώτου

Επανήλθε το 2019 ο Χιλιανός σκηνοθέτης Pablo Larraín με μία ταινία (Ema) που συζητήθηκε πολύ όταν κυκλοφόρησε. Γυρισμένη ξανά στη Χιλή μετά και από το πέρασμα του από το χόλυγουντ με το (Jackie, 2016), επανήλθε δυναμικά προσπαθώντας να διευρύνει τους τομείς ενασχόλησής του και να πιάσει τον παλμό της νέας γενιάς της χώρας του, και όχι μόνο. Επιστρέφει μαζί του και ο Gael García Bernal (No, Neruda), αγαπημένος συνεργάτης του Larraín και μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του σύγχρονου κινηματογράφου. Μακριά από ότι μας έχει μέχρι τώρα συνηθίσει όσον αφορά τις θεματικές του και την αισθητική του προσέγγιση, επιλέγει να εστιάσει στη σύγχρονη Χιλή και να αποτυπώσει, κρατώντας φαινομενικά μία ουδέτερη στάση, μία νέα γενιά που απορρίπτει αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει κυρίαρχα αφηγήματα. Με λίγα λόγια η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας θρίαμβος σε επίπεδο κινηματογράφησης, φόρμας και αισθητικής, με καταπληκτική φωτογραφία, κινήσεις επί της οθόνης και σύνθετο και δυναμικό μοντάζ που ωστόσο σε επίπεδο πλοκής και συγκρότησης της ιστορίας δημιουργεί αμφισημίες και διχάζει τους θεατές ανάλογα με το πώς προσλαμβάνουν την ιστορία που εκτυλίσσεται.

Η Έμα είναι μία νεαρή χορεύτρια που μαζί με τις φίλες της χορεύουν ρεγκετόν, παντρεμένη με τον χορογράφο Γκαστόν λαμβάνει μέρος σε παραστάσεις και ταυτόχρονα διδάσκει χορό και κινησιολογία σε σχολείο. Ένα τραγικό συμβάν, η επιστροφή του υιοθετημένου γιου τους πάλι προς υιοθεσία, τον οποίου την ανατροφή δεν μπορούσαν να διαχειριστούν, δημιουργεί προστριβές και τσακίζει συναισθηματικά το ζευγάρι. Η Έμα θα προσπαθήσει μέσα από το χορό και καταστρώνοντας ένα σχέδιο για να έρθει σε επαφή ξανά με το παιδί, να βρει τον εαυτό της και να φτιάξει ξανά τη ζωή της.

Η ταινία σε πολλά σημεία δεν καταφέρνει να αποφύγει τους μελοδραματισμούς και θυμίζει αρκετά όπως χαρακτηρίστηκε, σαπουνόπερα. Κινείται σε δύο παράλληλους δρόμους, αυτόν την αισθητικής και τεχνικής αρτιότητας με εναλλαγή καταπληκτικών πλάνων τράβελινγκ στους δρόμους, στη σκηνή και στους χόρους προβών και σε αυτόν μίας εν μέρει επιτηδευμένης και πομπώδους παρουσίασης μίας προσπάθειας διεκδίκησης μέσω του χορού της ελευθερίας και της ρίξης με το συμβατικό. Η Έμα και οι φίλες της αντιμετωπίζουν το χορό ως μία μορφή απελευθέρωσης, σεξουαλικής και κοινωνικοπολιτικής. Η οργή και η έντονη δυσφορία έχουν απολιτίκ χαρακτηριστικά που δεν σχηματοποιούνται, αντίθετα κινούνται πάντα ανάμεσα στα όρια της πρόκλησης και του να ξεπεράσουν το μέτρο, στοχεύοντας στη συνεχή εφήμερη ευχαρίστηση, χαρακτηριστικά μίας γεννιάς που διεκδικεί ενσωματώνοντας κυρίαρχα στοιχεία ως μέσο διαμαρτυρίας και προσωπικής αναζήτησης της ελευθερίας, αποφεύγοντας ωστόσο την εμβάθυνση και την αντιμετώπιση ενός αποπνικτικού συστήματος που τσακίζει την ψυχολογία των ανθρώπων. Μοτίβο μέσα στην ταινία αποτελεί η φωτιά, συμβολικά και μεταβατικά χρησιμοποιείται και αναδεικνύει τις προβληματικές μίας κοινωνίας γεμάτη βία και αδιέξοδα.

Πρόκειται για μία ταινία που διχάζει, η προσωπική οπτική κρίνει σε μεγάλο βαθμό και τον τρόπο πρόσληψής της καθώς και την εικόνα της πρωταγωνίστριας στα μάτια των θεατών (Mariana Di Girolamo). Από τη μία πλευρά μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μία προσπάθεια να σπάσουν στερεότυπα, να σοκάρει και να ανατρέψει στεγανά, χρησιμοποιώντας hype στοιχεία της γενιάς, με κύριο γνώμονα την αίσθηση, την ανάγκη για ζωή στα όρια και από την άλλη ο καλύτερος τρόπος για να χαρακτηριστεί βρίσκεται μέσα στον κριτικό λόγο του Γκαστόν απέναντι στη ρεγκετόν και στον τρόπο ζωής της Έμα αλλά και της γενιάς και κουλτούρας που αυτή εκπροσωπεί.

Ένα συνεχόμενο μπιτ, μία μουσική για την φυλακή, με κυριολεκτική και μεταφορική έννοια, να σε κρατάει απασχολημένο και να μην σκέφτεσαι, να ξεχνάς τη φυλακή στην οποία βρίσκεσαι, ένας υπνωτικός ρυθμός, μία ψευδαίσθηση ελευθερίας με ζωή στα όρια, μέσα στα ναρκωτικά, στα όργια και την επόμενη μέρα να επιστρέφεις στη δουλειά σου και τη φυλακή σου, μία ψευδαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο κατακτάς την ελευθερία και τη ζωή, ένας ύπνος μέσα στην ήττα, μίας ζωής και ενός lifestyle που όλα μετατρέπονται σε φίλτρα και σέλφι. Μία προσπάθεια να δείχνεις ευτυχισμένος υπερπροβάλλοντας τον εαυτό σου και τη ζωή σου, μία κουλτούρα βίας με τη μετατροπή των γυναικών σε σεξουαλικά αντικείμενα και τους άντρες σε υποκείμενα που στάζουν ματσίλα, όπου όλα περιστρέφονται γύρω από το πώς θα ρίξουν τις γυναίκες, ένας ρυθμός που ζητά να μην επαναστατούν πραγματικά και να μην σκέφτονται και να νομίζουν οι άνθρωποι.

Αναμφίβολα ο λόγος του Μπερνάλ είναι μία από τις πιο δυνατές σκηνές μέσα στην ταινία, ένα πολιτικό σχόλιο το οποίο στερείται σημαντικά στην υπόλοιπη διάρκεια η ταινία, πράγμα παράξενο για τον Larraín.

Ανεξαρτήτως το πώς θα κάνει ο καθένας την ανάγνωση και του πώς θα προσεγγίσει εν τέλει την ταινία, πρόκειται για μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα. Από το τεχνικό σκέλος, την αισθητική και αισθαντική προσέγγιση μέχρι το κομμάτι της προβολής της σύγχρονης κοινωνίας της Χιλής. Το τέλος δεν αποζημιώνει και φαίνεται αρκετά αδύναμο ωστόσο αυτό δεν μειώνει τη συνολική προσπάθεια.

Μοιραστείτε το άρθρο