Ρατσισμός, διαρκής καταπίεση, στερεότυπα και ο κινηματογράφος της διεκδίκησης

Του Θάνου Λεύκου Παναγιώτου

Η αναγνώριση των δικαιωμάτων για την αφροαμερικανική κοινότητα είναι ένας διαρκής αγώνας, που έχει αποκτήσει με το πέρασμα των χρόνων διαφορετικές μορφές διεκδίκησης και πρακτικών και έχει εκφραστεί μέσα από μαζικά και δυναμικά κινήματα.

Οι διακρίσεις που αφορούν την καθημερινή ζωή, το κομμάτι της εργασίας, της εκπαίδευσης και φυσικά της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βαναυσότητας, παρά το πέρασμα των χρόνων συνεχίζουν να βρίσκονται στο επίκεντρο. Ο εγκλωβισμός σε ένα πλαίσιο στερεοτυπικών αντιλήψεων και αντιμετώπισης με ειδικά φυλετικά και ταξικά κριτήρια καθορίζει σημαντικά τη διαβάθμιση της αμερικάνικης -και όχι μόνο- κοινωνίας. Αυτές τις μέρες, μετά τη δολοφονία του George Floyd από τις αστυνομικές δυνάμεις (ένα συχνό φαινόμενο στις ΗΠΑ), αναδύθηκε για μία ακόμα φορά στην επιφάνεια το ρατσιστικό υπόβαθρο μιας χώρας, στην οποία ο ρατσισμός φαίνεται ότι αποτελεί δομικό συστατικό και υποβόσκει περιμένοντας να τοποθετηθεί ξανά στο επίκεντρο. Πώς άλλωστε θα ήταν πρόεδρος σε μια χώρα ένας ακροδεξιός, σεξιστής, τραμπούκος, οπλολάγνος επιχειρηματίας, αν δεν υπήρχε ένα διαχρονικό ζήτημα διακρίσεων σε βάρος των μειονοτήτων;

Οι συνθήκες (οικονομικές και κοινωνικές μετά τη βαθιά κρίση που οξύνθηκε με την πανδημία του κορονοϊού και της Covid-19), η ευαισθητοποίηση και η οργή αρκετών ανθρώπων απέναντι στις μεθόδους βίαιης και δολοφονικής καταστολής σε βάρος της αφροαμερικάνικης κοινότητας και των άλλων μειονοτήτων, η αύξηση των κερδών για τους λίγους και το βύθισμα των πολλών στη φτώχεια και η ανάγκη για να διεκδικήσουν ένα πιο δίκαιο αύριο δημιούργησαν ένα κίνημα που εκφράζει τη δυσφορία και την οργή όλων αυτών που βιώνουν την καθημερινή καταπίεση και τη βία ενός συστήματος που δεν σου επιτρέπει να αναπνεύσεις. Για αυτούς τους λόγους βλέπουμε ένα κίνημα που, παρά τη συγκεκριμένη βασική του στόχευση, εκφράζει παράλληλα μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας με κάποια επιμέρους διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα επικεντρωθούμε στον κινηματογράφο που εκφράζει τις ανησυχίες, τους φόβους και την οργή των Αφροαμερικανών και το πώς εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια.

Ο κινηματογράφος αποτέλεσε και αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια πολλών Αφροαμερικανών -και όχι μόνο- δημιουργών με σκοπό την καταγγελία, την ανάγκη για μαζική έκφραση και διεκδίκηση. O Spike Lee αποτελεί έναν από τους δημιουργούς που το έργο τους επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά προς αυτή την κατεύθυνση και έκανε το όνομά του συνώνυμο με τον αφροαμερικανικό κινηματογράφο που καταγγέλλει και διεκδικεί να γίνουν ορατά τα προβλήματα. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι που το έργο τους σε σημαντικό βαθμό εκφράζει τις ανησυχίες της αφροαμερικάνικης κοινότητας, όπως ο Barry Jenkins, o Jordan Peele, η Dee Rees, o Rick Famuyiwa, o Julius Onah και o Boots Riley, ανάμεσα σε πολλούς άλλους.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια μετατόπιση του κεντρικού ενδιαφέροντος από το άμεσα ταξικό κομμάτι, τα γκέτο και την εγκληματικότητα προς την αστυνομική βία και τις συνεχόμενες δολοφονίες Αφροαμερικανών από λευκούς αστυνομικούς. Το Black Lives Matter έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς αντιμετωπίζουν την αδικία που υφίστανται και την ανάγκη τους να εκφράσουν ένα συναίσθημα διαρκούς φόβου και αγωνίας που έχουν να αντιμετωπίσουν, καθώς και την οργή που αναμενόμενα βιώνουν.

Στις πιο ανεπτυγμένες πολιτισμικά, πολιτικά και οικονομικά περιοχές των ΗΠΑ, το κομμάτι των διακρίσεων φαινομενικά είναι λιγότερο εμφανές και τα αντανακλαστικά ολόκληρης της κοινωνίας σε ρατσιστικές συμπεριφορές και διακρίσεις είναι πιο άμεσα. Πολλά στοιχεία της αφροαμερικάνικης κουλτούρας και πολιτισμού έχουν μπει σε μία διαδικασία commercialization (εδώ και περίπου 30 χρόνια), όπου παρατηρούμε ιδιαίτερα στο κομμάτι της μουσικής να αποτελούν εμπορευματικά στοιχεία προς βρώσιν ακόμα και για τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα της αμερικάνικης κοινωνίας.

Στο κομμάτι του κινηματογράφου, παρά τις διεξόδους που βρίσκουν με μεγαλύτερη ευκολία τα τελευταία χρόνια οι αφροαμερικανοί δημιουργοί, παρατηρείται μια προβληματική ποσόστωση όταν μιλάμε για διεκδίκηση βραβείων, καθώς βλέπουμε σπάνια μαύρους σκηνοθέτες, ηθοποιούς, διευθυντές φωτογραφίας κλπ. να τα κερδίζουν, ακόμα και όταν οι δημιουργίες τους και οι ερμηνείες είναι κατά γενική ομολογία ανάμεσα στις καλύτερες της χρονιάς.

Έτσι, παρόλο που, πιθανότατα και κατ’ επίφασιν, οι διαχωριστικές γραμμές φαίνεται να έχουν μειωθεί σημαντικά, η διέξοδος και η ανέλιξη για την αφροαμερικάνικη κοινότητα όχι μόνο στο κομμάτι των θεαμάτων αλλά σε όλη την γκάμα των επαγγελμάτων είναι μία αρκετά επίπονη ψυχολογικά διαδικασία και αρκετά σπάνια.

Πέρα από το κομμάτι της συνεχόμενης πίεσης και του άγχους που μπορεί να νιώθει κάποιος εξαιτίας του χρώματός του και γιατί βάσει αυτού είναι εκ των προτέρων εν δυνάμει ύποπτος για εγκληματική συμπεριφορά, υπάρχει και η ταυτόχρονη πίεση που αφορά τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά που οφείλει να έχει μέσα στην κοινωνία, αν επιθυμεί να ξεφύγει από τα στερεότυπα που είναι «υποχρεωμένος», βάσει της κυρίαρχης λευκής οπτικής, να κουβαλάει. Η ανάγκη να είναι «exceptional», εξαιρετικός στο επάγγελμά του, στην κοινωνική του συμπεριφορά, στις ικανότητές του, σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Μια διαφορετική στάση απλά «επιβεβαιώνει» τα στερεότυπα και την προκαθορισμένη πορεία, που βάσει μιας βαθιά εδραιωμένης νοοτροπίας υπάρχει στην αμερικάνικη κατά κύριο λόγο κοινωνία. Τα λάθη δύσκολα συγχωρούνται και η απογοήτευση είναι διπλάσια. Το άγχος και η πίεση του ότι πρέπει να αποδείξουν ότι δεν είναι αυτό που η κοινωνία έχει προαποφασίσει για αυτούς, και αυτό μόνο αν είναι «αλάνθαστοι» μπορούν να επιτύχουν.

Το «Luce», μία ταινία του 2019, σε μεγάλο βαθμό επικεντρώνεται στον πυρήνα της πλοκής του σε αυτό το θέμα και το πόσο καταστρεπτικό μπορεί να είναι αυτό το μόνιμο άγχος. Μία σύντομη συζήτηση επίσης στο «Queen & Slim», της ίδιας χρονιάς, ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές αναδεικνύει αυτό το άγχος του σύγχρονου Αφροαμερικανού, που για να μη θεωρηθεί εγκληματίας οφείλει καθημερινά να αποδεικνύει ότι είναι εξαιρετικός και υπόδειγμα συμπεριφοράς. «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε μέτριοι», λέει ο Sterling K. Brown στον γιο του στην ταινία «Waves». Το χρώμα σταματά να αποτελεί παράγοντα διακρίσεων μόνο αν κάποιος ταξικά και σε επίπεδο «ικανοτήτων» βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της πυραμίδας, και φυσικά ακόμη κι εκεί υπάρχει η συνεχής πίεση του ότι η πτώση έρχεται πιο εύκολα και προκαλεί μεγαλύτερο κρότο.

Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά για να δούμε τις ομοιότητες σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Στην Ελλάδα το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια Αντετοκούνμπο, που αναφέρεται πολλές φορές όταν η συζήτηση πηγαίνει στην κατά περίπτωση ευαισθησία. Το γεγονός ότι ο Γιάννης είναι υπεραθλητής και όλη η οικογένεια αποτελείται από μπασκετικά ταλέντα ήταν το διαβατήριό του/τους. Φυσικά πάντα οφείλει να «τιμά» το έθνος που του «άνοιξε» τις αγκάλες του, γιατί δεν είναι πολύ δύσκολο να στοχοποιηθεί ξανά όταν τα λεγόμενα ή οι πράξεις του μπορεί να παρεκκλίνουν…

Μοιραστείτε το άρθρο