L’heure de la sortie

Μέσα στο 2019 δύο ταινίες που προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση σε επίπεδο περιεχομένου, θεματικής και φόρμας, ήταν το “Joker” και τα “Παράσιτα”. Η ανάγκη να συζητήσουμε ζητήματα ταξικού διαχωρισμού, ψυχολογικού και οικονομικού αδιεξόδου, μίας αβεβαιότητας που οδηγεί σε προσωπική και συλλογική κοινωνική κατάρρευση, βρήκαν την ευκαιρία μέσα από κινηματογραφικές παραγωγές να αναδυθούν από το ασυνείδητο και την εσωτερίκευση σε φιλολογικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές -και όχι μόνο- συζητήσεις και διαφωνίες. Το 2018 μία ταινία που δεν έλαβε την αντίστοιχη προσοχή, παρά το επίκαιρο και πολύπλοκο του θέματός της, ήταν το «L’heure de la sortie» (“Το τελευταίο μάθημα” η ελληνική μεταφορά του τίτλου).

Θα ήταν αδύνατο να μπορέσει κανείς να κατατάξει αυτή την ταινία σε ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, καθώς χαρακτηρίζεται από μυστήριο και σασπένς, που τη μετατρέπει σε ένα θρίλερ μυστηρίου με κλιμακούμενη αγωνία, ενώ ταυτόχρονα οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις των ζητημάτων που θέτει μας επιτρέπουν να τη χαρακτηρίσουμε δραματική, κοινωνική και εν μέρει πολιτική ταινία.

Όλα ξεκινούν μέσα σε μια αποπνικτική σχολική αίθουσα, όπου ο καθηγητής, χωρίς κάποια προειδοποίηση για το τι θα ακολουθήσει, πηδάει από το παράθυρο. Ο αντικαταστάτης του, Πιερ Χόφμαν, βρίσκεται απέναντι σε μια τάξη χαρισματικών παιδιών της πνευματικής ελίτ, γεμάτα υπεροψία, κυνισμό και απάθεια. Οι συνήθειές τους και η συμπεριφορά τους εντός και εκτός τάξης προκαλούν στην αρχή το ενδιαφέρον και στη συνέχεια τον τρόμο του καθηγητή, ο οποίος προσπαθεί να ανακαλύψει το μυστικό των έξι μαθητών/τριών-παρέα της τάξης. Η ανησυχία τους για την οικολογική καταστροφή που συντελείται αποκαλύπτεται προς το τέλος της ταινίας ως ο βασικός πυλώνας της πλοκής.

Δημιουργώντας ένα δυστοπικό σκηνικό, η ταινία του Μαρνιέ αποτελεί μια κραυγή αγωνίας και μια καταγγελία της νέας γενιάς με καμβά το περιβαλλοντικό και τη στροφή του κόσμου προς τη μη αναστρέψιμη καταστροφή του. Ωστόσο η αμφισημία των μηνυμάτων και η πλειάδα των ζητημάτων που τίθενται οδηγούν και σε ατέλειωτες θεωρίες και συζητήσεις για το πού ήθελε να επικεντρωθεί στην ταινία ο σκηνοθέτης. Το plot twist μέσα από το ευρηματικό τέλος μας αποκαλύπτει την κεντρική κατεύθυνση και θεματική, χωρίς ωστόσο αναγκαστικά να υποτιμά και να μειώνει τις υπόλοιπες ανησυχίες και τα ερωτήματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ταινίας.

Η εμμονή για αριστεία (ταξική και με κριτήρια τις ικανότητες), η περιφρόνηση της «μετριότητας» και η προσκόλληση στο αποτέλεσμα, που εκφράζονται μέσα από τις επιδιώξεις του σχολείου, παράγουν παιδιά-ρομπότ γεμάτα υπεροψία και σκληρότητα. Νέοι εγκλωβισμένοι σε αφηγήματα ενός παρηκμασμένου κόσμου που θέτει ως βασικό και μοναδικό στόχο την επιτυχία. Ταυτόχρονη έλλειψη φιλοδοξίας (στοιχείο αντιφατικό αλλά ενταγμένο στα πλαίσια μιας μηδενιστικής κυνικής υπεροψίας, στοιχείο της σημερινής κοινωνίας) λόγω της συλλογικής κοινωνικής κατάστασης, κάτι που φαίνεται από τις απαντήσεις των παιδιών στο τι δουλειές θα ήθελαν να κάνουν. Έλλειψη ονείρων, δεν μπορούν να ονειρευτούν αλλά σε μία τρυφερή ηλικία, που η φαντασία θα έπρεπε να λειτουργεί ως πυξίδα, αντιμετωπίζουν τον κόσμο με έναν ωμό και κυνικό ρεαλισμό. Εγκλωβισμός στην τελειότητα, ακόμα και το παιχνίδι και η ξεγνοιασιά αποκτούν χαρακτήρα στρατιωτικό, ένα μάθημα επιβίωσης. Η απουσία ενσυναίσθησης και το αφήγημα ότι πρέπει να ανταποκριθούν χωρίς την παραμικρή βοήθεια σκοτώνουν την έννοια της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας. Παιδιά βαθιά τρομοκρατημένα από σκληρές εικόνες και πληροφορίες, που σε τέτοια ηλικία οδηγούν στην καταστροφή της παιδικότητάς τους,  συμπεριφέρονται δυσανάλογα για την ηλικία τους. Δημιουργείται βέβαια και το ερώτημα: μήπως όμως και η απώλεια της προοπτικής και το ρευστό και δυσοίωνο μέλλον λειτουργούν εν τέλει ως εξωραϊσμός της ωμότητας και του ακραίου κυνισμού;

Ο Μαρνιέ θέτει ερωτήματα και δημιουργεί κλιμακωτά ένταση προκαλώντας  το ενδιαφέρον του θεατή, ωστόσο η έλλειψη επαρκούς ανάλυσης σε πολλές περιπτώσεις και τα αμφίσημα εν τέλει μηνύματα δημιουργούν ένα μπέρδεμα, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται απαραίτητα ως αδυναμία του σκηνοθέτη να επικεντρωθεί και να εμβαθύνει, αλλά περισσότερο δημιουργούν μια προσδοκία για το τι μπορεί να κατασκευάσει στο μέλλον.

Όσον αφορά το τεχνικό σκέλος, η προσεκτική και αξιοπρεπής κινηματογράφηση του Ρομάν Καρκανάντ, η επιλογή της μουσικής, ο ρυθμός και η αφηγηματική κλιμάκωση καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τις πιθανές αδυναμίες που προκύπτουν από τους αδύναμους και ως ένα βαθμό αναμενόμενους συμβολισμούς και τις ονειρικές εικόνες.

Τo τελικό στίγμα  που αφήνει η ταινία είναι η κραυγή αγωνίας και πόνου από τις νεότερες γενιές για την οικολογική καταστροφή και την κοινωνικοοικονομική παρακμή της κοινωνίας και εν τέλει για την ίδια την αλλοτρίωση των ατόμων μέσα σε ένα αβέβαιο και καταστροφικό μέλλον.

Μοιραστείτε το άρθρο