To ζήτημα της εργασίας μέσα από τον κινηματογράφο

Του Θάνου Λεύκου Παναγιώτου

Τα τελευταία χρόνια, και μετά την επέκταση της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που ξέσπασε το 2008 και εξαπλώθηκε στον κοινωνικό ιστό ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος, η τέχνη σε μεγάλο βαθμό έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στο να αφουγκραστεί τις ανάγκες και τους προβληματισμούς και να προσφέρει μια δίοδο έκφρασης σε κοινωνίες που ισοπεδώθηκαν από τις συνέπειες της κρίσης.

Όσον αφορά τον κινηματογράφο, τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησαν πολλές ταινίες που καταπιάστηκαν με την κρίση φωτίζοντας διαφορετικές πτυχές του ζητήματος, και ειδικότερα ταινίες που ασχολήθηκαν με ένα από τα πιο καίρια ζητήματα: τα εργασιακά. Από τον γαλλόφωνο κινηματογράφο και τον Stéphane Brizé, τον Guillaume Senez και τους αδελφούς Dardenne, μέχρι φυσικά τον Ken Loach και τον σεναριογράφο Paul Laverty στο Hνωμένο Bασίλειο (μια θεματική που αποτέλεσε τη βάση του κινηματογραφικού τους έργου), πολλοί δημιουργοί επέλεξαν αυτή τη θεματική, ασκώντας κριτική με μια αλληλέγγυα και ανθρωπιστική ματιά σε ένα αδηφάγο σύστημα που οδηγεί στην ψυχολογική και σωματική εξαθλίωση των κοινωνικών στρωμάτων που επλήγησαν περισσότερο.

Εν μέσω της πανδημίας και της μέχρι τώρα αντιμετώπισής της, η πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε έχει δημιουργήσει τη βεβαιότητα ότι στο επίπεδο της οικονομίας η κρίση που έρχεται θα είναι σφοδρότερη απ’ αυτή του 2008 και θα οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση της οικονομίας, με τα εργασιακά να βρίσκονται πάλι σε πρώτο πλάνο. Η τέχνη θα χρειαστεί πάλι να παίξει έναν καταλυτικό ρόλο και ο κινηματογράφος, θέλοντας και μη, θα συνεχίσει να αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των δημιουργών και της κοινωνίας.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα επικεντρωθούμε σε τρεις ταινίες του γαλλόφωνου κινηματογράφου, δύο που κυκλοφόρησαν μέσα το 2018 («En guerre», «Nos batailles») και μία του 2015 («La loi du marché»). Απλή αναφορά στο βαθιά συγκινητικό και ανθρώπινο «The Snows of Kilimanjaro» (2011) του Robert Guédiguian με τους Ariane Ascaride και Jean-Pierre Darroussin στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

«La loi du marché»

Μετά την απόλυσή του από το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε, ο Τιερί έρχεται αντιμέτωπος με το σύγχρονο καφκικό εργασιακό σκηνικό. Για 18 μήνες άνεργος, παρακολουθεί εκπαιδευτικά προγράμματα, σεμινάρια βελτίωσης του βιογραφικού του και του στάτους του ως εργαζόμενου για να γίνει πιο ελκυστικός στους υποψήφιους μελλοντικούς εργοδότες, αναζητώντας εις μάτην μια λογική διέξοδο σε ένα άκρως παράλογο, φετιχιστικά ανταγωνιστικό και βάναυσο σύστημα. Ένα σύστημα που περιθωριοποιεί, τσακίζει και εξοντώνει ψυχικά και σωματικά όσους δεν έχουν τα προνόμια και τη δυνατότητα (ηλικιακή, οικονομική, κατάλληλη εξειδίκευση) να προσαρμοστούν σ’ αυτό. Ο Τιερί προσπαθεί να καλύψει τις τρύπες και να ζήσει την οικογένειά του, βρίσκοντας συνεχώς δύναμη για να αποφύγει την ψυχολογική κατάρρευση, ωστόσο εμφανώς κουρασμένος παραιτείται από τον αγώνα εργασιακής δικαίωσης, μην μπορώντας να σηκώσει το βάρος της μακροχρόνιας διεκδίκησης και του αγώνα της καθημερινότητας για την επιβίωση. Ο Τιερί βρίσκει τελικά δουλειά ως σεκιουριτάς σε σούπερ μάρκετ. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με το τσαλάκωμα της αξιοπρέπειάς του και του προσωπικού ηθικού του κώδικα, και πρέπει εντέλει να επιλέξει ανάμεσα σε διλήμματα που αφορούν την επιβίωση με κάθε κόστος και την επιλογή της προσωπικής αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς απέναντι στον συνάδελφο, στον συνάνθρωπο.

Η τελευταία σκηνή, άκρως λιτά κινηματογραφημένη (όπως άλλωστε και όλη η ταινία), με το καταπληκτικό «Black sands» του Bonobo να πλαισιώνει ηχητικά την εικόνα, είναι μια γλυκόπικρη λύτρωση, μια μικρή νίκη του ανθρώπου απέναντι στον κυνισμό του ατομικισμού και του whatever is necessary. Η επικράτηση της αξιοπρέπειας απέναντι στην απάθεια και στη σκληρότητα ως αναγκαίο μέσο επιβίωσης. Στο «Δύο μέρες, μία νύχτα» των αδερφών Νταρντέν, που προηγήθηκε κατά έναν χρόνο του «La loi du marché», η τελική επιλογή της ηρωίδας ήταν πάλι μια νίκη της αξιοπρέπειας, έστω κι αν είναι σε μια κλίμακα που φαινομενικά περιορίζεται στην προσωπική επιλογή ενός ατόμου. Δεν είναι ένα feel good τέλος, αλλά μια ψυχική και συναισθηματική λύτρωση που πρέπει να έρθει.

Ο Μπριζέ επιλέγει την κάμερα στο χέρι να ακολουθεί και να παρατηρεί διαρκώς. Θυμίζοντας observational documentary η ταινία επικεντρώνεται στο περιεχόμενο με μια ωμά ρεαλιστική προσέγγιση αδιαφορώντας για τη φόρμα και τα τεχνικά στοιχεία, ή μάλλον χρησιμοποιώντας τεχνικά την επιλογή ως μέσο προώθησης του περιεχομένου. Ο Μπριζέ δεν χειραγωγεί συναισθηματικά, ακροβατώντας ορισμένες φορές με τις επιλογές του, αλλά καταφέρνει να αποφύγει τους έντονους μελοδραματισμούς και χτίζει σιγά σιγά μια ταινία αντιπροσωπευτική της σημερινής εποχής. Η επιλογή του Λιντόν, λόγω της φυσιογνωμίας του, της σωματοδομής του και της υποκριτικής ικανότητάς του, ήταν η πιο κατάλληλη.

«En guerre»

Ο Μπριζέ στο «En guerre» («Σε πόλεμο») επιλέγει μια ντοκιμαντερίστικη, εν μέρει ειδησεογραφική και ρεπορταζιακή κινηματογράφηση, για να αποτυπώσει την ιστορία του κλεισίματος του εργοστασίου Περέν και την απεργία των 1.100 εργαζομένων που μένουν ξαφνικά στο δρόμο. Με την υπόσχεση της διατήρησης της δουλειάς τους οι εργαζόμενοι για πέντε χρόνια υποχωρούν συνεχώς, βλέποντας εντέλει την αθέτηση της εργοδοτικής υπόσχεσης παρά την κερδοφόρα πορεία του εργοστασίου. Το μεγαλύτερο κέρδος αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα της κυνικής επιλογής σε βάρος των εργαζομένων και οι αριθμοί αποτελούν το μοναδικό στοιχείο που καθορίζει την εξέλιξη. Οι εργάτες διεκδικούν το αυτονόητο, κλιμακώνουν τους αγώνες τους και προσπαθούν να κερδίσουν τη μάχη, με τις κάμερες των μέσων να ακολουθούν τον αγώνα. Η εξάντληση, οι προσωπικές αντοχές και η οπτική πάνω στη διεκδίκηση οδηγούν στη διάσπαση των εργαζομένων και μέσα σε ένα πλαίσιο βίας, ψυχολογικής και σωματικής, η μάχη αποκτά πολλά μέτωπα.

Οι κάμερες ακολουθούν με κοφτές, γρήγορες και απότομες κινήσεις τους εργαζομένους, τοποθετώντας τον θεατή ως παρατηρητή και συμμετέχοντα στις συνελεύσεις, στις συζητήσεις με την εργοδοσία, στις διαμάχες, στον αγώνα. Ο Λιντόν για μία ακόμη φορά με την ερμηνεία του δίνει μια καθοριστική δυναμική στο ρόλο μιας ηγετικής μορφής που ωστόσο δεν καθαγιάζεται ούτε αυτός ούτε οι επιλογές του.

Πρόκειται για μια ιστορία που αποτελεί καθημερινότητα, ιδιαίτερα τα χρόνια που ακολούθησαν την κρίση. Μια μάχη ανάμεσα σε ένα δίπολο: από τη μια η κυνική παραδοχή του στόχου της αύξησης της κερδοφορίας και η χειραγώγηση των στοιχείων και από την άλλη η μάχη για την επιβίωση και τη διεκδίκηση του αυτονόητου.

Ο Μπριζέ νιώθει ότι το τέλος της ταινίας του πρέπει να σοκάρει, για να ενεργοποιήσει τα συνειδησιακά και ανθρωπιστικά αντανακλαστικά, και δίνει με έναν υποβόσκοντα τρόπο μέσα από την προσωπική θυσία την επικράτηση της αξιοπρέπειας και της πίστης στον αγώνα, που οφείλει να συνεχιστεί.

«Nos batailles»

Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ο Σενέζ εξετάζει το ζήτημα της εργασίας όχι μόνο στο χώρο δουλειάς αλλά και στον προσωπικό χώρο, και στο πώς εντέλει επηρεάζεται η καθημερινότητα σε πολλαπλά επίπεδα. Ο κεντρικός του χαρακτήρας, ο Ολιβιέ, προσπαθεί να συνδυάσει στην καθημερινότητά του την επίπονη χρονικά εργασία του με την ανάγκη και την επιθυμία του να είναι παρών στην ανατροφή των παιδιών του και να αποτελεί ενεργό μέλος της οικογένειας. Η θέση ευθύνης στη δουλειά του δημιουργεί μια προστατευτική φιγούρα για τους συναδέλφους και επηρεάζει σε ένα βαθμό και τις επιλογές του όσον αφορά τις διεκδικήσεις τους. Το τίμημα της εργασίας είναι η απουσία του από το σπίτι και η έλλειψη χρόνου, που προσπαθεί να αντισταθμίσει με μια διαρκή και εξουθενωτική προσπάθεια να τα προλάβει όλα. Ξαφνικά η γυναίκα του φεύγει (αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ταινίας, ωστόσο ο Σενέζ επικεντρώνεται κυρίως στην προσπάθεια προσαρμογής με την έλλειψη της μητέρας για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας), ο χρόνος του περιορίζεται κι άλλο και τρέχει ακόμα περισσότερο, ώστε να μπορέσει να καλύψει την ανάγκη να βρίσκεται εκεί για τα παιδιά του.

Το καπιταλιστικό σύστημα βάλλει όχι μόνο το κομμάτι της επιβίωσης και της διαμόρφωσης χαρακτήρα μέσω των επιλογών που αφορούν τους αγώνες των εργαζομένων και κατά συνέπεια και της προσβολής της αξιοπρέπειάς τους, αλλά και το μοίρασμα των αναγκών. Η λέξη-κλειδί είναι ο χρόνος, η έλλειψή του, που κάνει αφόρητη και σχεδόν ακατόρθωτη την ανταπόκριση στις υποχρεώσεις, και η απελπισία, που έρχεται ως λογικό αποτέλεσμα του εγκλωβισμού σε αποφάσεις και σε χρονικά πλαίσια. Η ταινία δεν υποκύπτει σε μελοδραματισμούς. Ρεαλιστική και ανθρώπινη, επικεντρώνεται σε μια οικογένεια που προσπαθεί να αντεπεξέλθει και βιώνει με διαφορετικούς τρόπους την απώλεια – την απώλεια της μητέρας και την απώλεια του χρόνου. Δεν δίνει εύκολες απαντήσεις και κρατά τις απαραίτητες αποστάσεις αποφεύγοντας την κριτική. Η προσπάθεια του Σενέζ είναι ιδιαίτερα αξιόλογη και καταφέρνει να επικεντρωθεί πολυεπίπεδα σε διαφορετικά ζητήματα που αφορούν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Μοιραστείτε το άρθρο