Η Κόκκινη βρύση κι ο δωρητής της.- Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

Η Κόκκινη βρύση είναι ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία της Άνω Πόλης, πάνω στην οδό Ακροπόλεως, στο άνοιγμα που δημιουργείται εκεί που αυτή η οδός συναντά τη Σταγείρων, και παίρνει το όνομά της από το χρώμα των τούβλων που την κοσμούν. Σήμερα αποτελεί ακόμη ένα γραφικό σημείο της περιοχής αλλά ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει την κατάσταση της ύδρευσης στην πόλη έναν αιώνα πριν, καθώς μάλλον είναι η πιο πρόσφατη από τις δημόσιες κρήνες της οθωμανικής περιόδου, κατασκευασμένη μόλις το 1910[1]. Γιατί μπορεί στην πόλη να λειτουργούσε ήδη από το 1893 το δίκτυο ύδρευσης της Société Ottomane des Eaux de Salonique (Οθωμανική Εταιρεία Υδάτων Θεσσαλονίκης), που παρά το όνομά της ήταν βελγική[2], αλλά ελάχιστα σπίτια είχαν συνδεθεί σ’ αυτό καθώς το κόστος ήταν εξαιρετικά υψηλό. Οπότε μπορούμε να φανταστούμε τι κόπο προϋπέθετε η συμβουλή, που λόγω Covid-19 ακούμε συνέχεια τώρα, για συχνό πλύσιμο των χεριών, αφού η ύπαρξη νερού στο σπίτι σήμαινε ατέλειωτα πηγαινέλα των γυναικών, κυρίως, με στάμνες, γκιούμια κι άλλα σκεύη στις βρύσες των διάφορων γειτονιών.

Με βάση, μάλιστα, αυτό το κριτήριο οι γειτονιές της Άνω Πόλης, κατοικούμενες στη συντριπτική πλειοψηφία τους από μουσουλμάνους (στην απογραφή του Ρακτιβάν τον Απρίλιο του 1913 στην περιοχή πάνω από την οδό Αγίου Δημητρίου καταγράφονται ως Οθωμανοί το 85,6% των κατοίκων[3]), ήταν ιδιαίτερα ευνοημένες. Κι αυτό γιατί βρίσκονταν δίπλα στις δεξαμενές της Μονής Βλατάδων, όπου έφτανε το νερό από το υδραγωγείο του Χορτιάτη που αποτελούσε τη βασική πηγή υδροδότησης της πόλης από τα ρωμαϊκά χρόνια[4]. Στις κάτω γειτονιές της πόλης (όπου συνωστίζονταν κυρίως εβραίοι και χριστιανοί), τα πράγματα ήταν σαφώς χειρότερα καθώς οι βρύσες ήταν ελάχιστες και η προμήθεια νερού γινόταν είτε από πλανόδιους νερουλάδες είτε από πηγάδια, αμφότερα αμφιβόλου ποιότητας. Θα πρέπει μάλιστα να συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι, ενώ το δίκτυο ύδρευσης ήταν περιορισμένο, αυτό της αποχέτευσης ήταν ανύπαρκτο (η τελετή εγκαινίων για το δίκτυο υπονόμων στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιήθηκε στις 21.2.1926) [5]. Πρέπει επιπλέον να σκεφτούμε ότι όσα λύματα και σκουπίδια της Άνω Πόλης δεν κατέληγαν στους βόθρους της παρασύρονταν από τη βροχή προς τα κάτω. Τις πιο άθλιες συνθήκες τις συναντάμε στις φτωχογειτονιές δυτικά της πύλης του Βαρδάρη. Εκεί, εκτός από τα έλη, και το πόσιμο νερό ήταν μολυσμένο, καθώς παρεχόταν από έναν περιορισμένο αριθμό πηγαδιών που βρίσκονταν κοντά σε βόθρους, όπως κατέγραψε η τετραμελής επιτροπή ιατρών που συνέστησε η Ισραηλιτική Κοινότητα έπειτα από μία ακόμα μεγάλη επιδημία ελονοσίας το 1897[6].

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι σ’ αυτές τις συνθήκες η κατασκευή μιας βρύσης ήταν σπουδαία υπόθεση, ακόμα και στη σχετικά προνομιούχα περιοχή της Άνω Πόλης. Άλλωστε λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1889, εγκαινιάζεται με ιδιαίτερη επισημότητα η κρήνη Χαμιντιέ (το γνωστό μας Σιντριβάνι δηλαδή), παρουσία των πολιτικών, στρατιωτικών και θρησκευτικών αρχών του τόπου ως και αξιωματικών του βρετανικού ναυτικού (από ένα πολεμικό πλοίο που είχε ρίξει άγκυρα τότε στον Θερμαϊκό) [7]. Η κρήνη αυτή ήταν δωρεά του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, καθώς το οθωμανικό κράτος δεν είχε και πολλές-πολλές υποχρεώσεις απέναντι στους υπηκόους του, και οι όποιες υποδομές και υπηρεσίες (ύδρευση, συγκοινωνία, δημόσιος φωτισμός κ.ά.) αποτελούσαν αρμοδιότητες του ιδιωτικού τομέα, ενώ η υγεία, η παιδεία και η κοινωνική πρόνοια επαφίονταν στην καλή διάθεση των θρησκευτικών κοινοτήτων και των κληρικών τους.

Η Κόκκινη βρύση, για να επανέλθουμε, αποτελεί κι αυτή δωρεά που συνδέεται με μια δυσάρεστη εξέλιξη. Είναι, δηλαδή ένα είδος μνημόσυνου, όπως μας πληροφορεί η αραβογράμματη επιγραφή που βρίσκεται πάνω της: «Από το νερό το παν. Είναι η βρύση της Namika Hanım, εγγονής του Μουφτή İbrahim Bey. Παράκληση για μια προσευχή για την ψυχή της. Έτος 1328 (1910)». Ο Δημητριάδης, που έχει μεταφράσει την επιγραφή, προσθέτει, στο εξαιρετικό του έργο για τη Θεσσαλονίκη της οθωμανικής περιόδου, πως «τόσο ο Μουφτής İbrahim Bey, όσο και η εγγονή του, για την ψυχή της οποίας χτίστηκε η βρύση, είναι άγνωστοι»[8]. Για την εγγονή θα συμφωνήσω, αλλά για τον παππού νομίζω πως έχω βρει κατιτίς. Το όνομα Ιμπραήμ (δηλαδή Αβραάμ στα αραβικά) είναι βέβαια πολύ κοινό μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ εκείνη την εποχή οι μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχαν επίθετο. Όμως το περί ου ο λόγος πρόσωπο φέρει τον τίτλο του μπέη και, κυρίως, έχει την ιδιότητα του μουφτή. Οι μπέηδες δεν ήταν σίγουρα πολλοί, αλλά ο μουφτής αντιστοιχεί χοντρικά στον επίσκοπο της χριστιανικής εκκλησίας, οπότε πόσοι με το όνομα Ιμπραήμ μπορεί να υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα;

Ας δούμε λοιπόν τι βρίσκουμε σχετικά στη βιβλιογραφία. Πρώτα απ’ όλα, συναντάμε τον ενδοξότατο Ιβραήμ βέη, μεταξύ των τεσσάρων πρώτων βουλευτών Θεσσαλονίκης το 1877, στη διάρκεια της πρώτης βραχύβιας οθωμανικής συνταγματικής περιόδου, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Ερμής (28.1.1877) [9]. Αν και το δημοσίευμα δεν αναφέρει τον τίτλο του μουφτή, θεωρώ ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με βάση και τα παρακάτω στοιχεία. Στη συνέχεια τον ξαναβρίσκουμε ως μέλος της «Επιτροπής της Προκυμαίας της Θεσσαλονίκης» που συστήθηκε με διαταγή της Μεγάλης Βεζυρείας (το αντίστοιχο του πρωθυπουργικού γραφείου) και η οποία είχε εγκατασταθεί στις αρχές Δεκεμβρίου 1879 στο κατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας (σημερινό Κρατικό Ωδείο, γωνία Φράγκων και Λέοντος Σοφού). Έργο της Επιτροπής ήταν να επιβλέψει την ολοκλήρωση των εργασιών για την κατασκευή της Παλιάς Παραλίας (η οποία δημιουργήθηκε με το γκρέμισμα του θαλάσσιου τείχους και το μπάζωμα της θάλασσας με τα τμήματά του), να καλλωπίσει την προκυμαία, να πωλήσει όσα από τα νέα οικόπεδα ήταν απούλητα και να εισπράξει τις καθυστερούμενες δόσεις από παλιότερες πωλήσεις [10]. Κατόπιν φθάνει η κορύφωση της καριέρας του, καθώς έχουμε ένα μουφτή Ιβραήμ βέη ως δήμαρχο Θεσσαλονίκης από το 1886 ως το 1893, σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα που παραθέτει η Γερόλυμπου [11]. Λογικά, ο ίδιος είναι ο δήμαρχος που «έδωσε εορτήν επί τη ευκαιρία της ενάρξεως των εργασιών του φωτισμού των κεντρικών δρόμων της πόλεως και των Πύργων (βίλες της σημερινής λεωφόρου Βασ. Όλγας) δια λαμπτήρων αεριόφωτος» στις 4.3.1890 (π.η.) στο ξενοδοχείο Κολόμπο (που βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Βαλαωρίτου και Λέοντος Σοφού) [12]. Επίσης ως δήμαρχος συγκρότησε το 1892 έξι νέες επιτροπές «από κάθε θρήσκευμα» με επικεφαλής γιατρούς, οι οποίες έχουν ως στόχο να ελέγξουν την κατάσταση στις «ακάθαρτες» συνοικίες της πόλης και να προτείνουν μέτρα για την απολύμανσή τους [13]. Εντέλει, ο μουφτής μας θα παραιτηθεί από τη θέση του δημάρχου τον Μάρτιο του 1893 [14].

Αυτή η δημόσια παρουσία, αλλά προφανώς και η σημαντική περιουσία που προϋποθέτει, νομίζω ότι δικαιολογούν την ταύτιση του δημάρχου και βουλευτή Θεσσαλονίκης με τον δωρητή μιας δημόσιας βρύσης, ιδιαίτερα ως θλιμμένου παππού που προσπαθεί έτσι να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη της εγγονής του.

Παραπομπές:

[1] Βασίλης Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 100.

[2] Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης: Βορειοελλαδικές πόλεις στην περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, Τροχαλία, Αθήνα 1997, σελ. 233.

[3] Γιάννης Γκλαρνέτατζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές, 2η έκδ., Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 58.

[4] Γιάννης Ταμιωλάκης, Η ιστορία της ύδρευσης της Θεσσαλονίκης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 41.

[5] Γιάννης Γκλαρνέτατζης, Στιγμές Σαλονίκης χειμερινές, 2η έκδ., alterthess, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 89.

[6] Ρένα Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919: Μια ιδιαίτερη κοινότητα, Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σελ. 117-118.

[7] Γιάννης Γκλαρνέτατζης, Στιγμές Σαλονίκης θερινές, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 23-25.

[8] Β. Δημητριάδης, ό.π., σελ. 100.

[9] Γ. Γκλαρνέτατζης, Στιγμές Σαλονίκης χειμερινές, ό.π., σελ. 21.

[10] Αλ. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σελ. 164.

[11] Αλ. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σελ. 213.

[12] Γ. Γκλαρνέτατζης, Στιγμές Σαλονίκης χειμερινές, ό.π., σελ. 57.

[13] Αλ. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σελ. 241-242.

[14] Αλ. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σελ. 236.

Μοιραστείτε το άρθρο