Υφαίνοντας την ουτοπία: οι συνελεύσεις ως προεικονιστικές συλλογικές πρακτικές ελευθερίας & ισότητας.- Της Έλενας Παγάνη

«Για να αγωνιστείς χρειάζεται λίγη ντροπή, κάμποση αξιοπρέπεια και πολλή οργάνωση»[1]

Συνέλευση: η κινηματική «μέρα της μαρμότας»

«Γιατί θα ήταν σημαντικό να μιλήσουμε τώρα για τις συνελεύσεις και άλλες γραφειοκρατικές συλλογικές διαδικασίες; Ο δρόμος ‘φλέγεται’. Τα κτήρια εκκενώνονται. Τώρα πρωτεύει να είμαστε πρακτικοί, γρήγοροι και με αποτέλεσμα. Το ‘στοίχημα’ είναι στον δρόμο. Ξέρουμε πώς γίνονται οι συνελεύσεις. Προβλήματα υπάρχουν, αλλά αυτό που είναι να γίνει, γίνεται. Δεν πάμε για τελειότητες. Βγαίνουν οι εκδηλώσεις, τα αφισάκια, τα πανό. Διαμοιράζεται κάποια γνώση, γίνεται κάποια κουβέντα και κάποια ζύμωση. Κάπως συναποφασίζουμε, την προσπαθούμε τη συναίνεση και το κάψιμό της. Πάμε στις πορείες. Όλα ΟΚ. Δεν παίζει χρόνος και διαθεσιμότητες για παραπάνω. Άλλωστε, δεν υπάρχει κάποιο ουσιαστικό πρόβλημα. Ειδικά ελευθερίας και ισότητας… Κάτι προεικονίζουμε τώρα αλλά τα περισσότερα ‘μετά την επανάσταση’.

Η συνέλευση αποτελεί, κυρίως, ένα μέσο διεκπεραίωσης που αναγκαστικά το τρέχουν λίγοι και ικανοί. Θέλουμε και άλλα άτομα βέβαια. Αρκεί να μην είναι διαφορετικά από εμάς γιατί αυτό μπορεί να είναι διασπαστικό και δεν έχουμε χρόνο για τέτοια τώρα. Βέβαια, είναι πρόβλημα τι ακριβώς θα κάνουν αυτά τα νέα άτομα… Οι σημαντικές θέσεις έτσι και αλλιώς έχουν καλυφθεί. Δεν υπάρχει χρόνος για να εντάξουμε καινούργια άτομα και νέους τρόπους, ούτε καν από τους δικούς μας ‘χώρους’, τι να γίνει τώρα. Κρίμα. Ας το ‘πιάσουν το παιχνίδι’ μόνα τους. Όταν έρθει η ώρα και είμαστε πιο χαλαροί, θα τους αναθέσουμε κάτι για να αποδείξουν και αυτοί την αξία τους. Όλα πηγαίνουν, κινηματικώς, κανονικά. Δεν παίζει κανένα πρόβλημα. Ξέρουμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε. Δεν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι».

***

Στις περισσότερες συνελεύσεις βλέπουμε το ίδιο επεισόδιο της κινηματικής «μέρας της μαρμότας». Μπαίνεις σε μια συνέλευση και αναγνωρίζεις τον επικεφαλής, τους υπαρχηγούς, τους μαθητευόμενους.

Οι γυναίκες συνήθως στη «σίγαση» ή/και στην αφάνεια, κάνουν τη λάντζα στο backstage χωρίς πραγματική αναγνώριση πέραν της πατριαρχικής. Εναλλακτικά, υιοθετούν μάτσο στυλάκι προσπαθώντας να ανέβουν στην ιεραρχία για να αποκτήσουν «φωνή» και κινηματικό κεφάλαιο (ανάλυση παρακάτω). Αναγνωρίζεις ποιος έχει την επιρροή του κινηματικού κεφαλαίου και επομένως είναι πιο «ίσος». Ποιος επηρεάζει επειδή είναι αυτός που είναι και όχι επειδή η ιδέα του ήταν απαραίτητα καλή και ποιος όχι. Ποιος «ανήκει» ήδη και ποιος είναι ακόμα στην αγωνία της ανυπαρξίας παρότι συνεισφέρει ισότιμα. Ποιες φωνές ακούγονται και ποιες είναι στη «σίγαση». Οι ρόλοι άβολα αναγνωρίσιμοι. Μια κατάσταση που αφήνει άτομα «πίσω» και «στην απ’ έξω». Στο περιθώριο της συνέλευσης. Μια κατάσταση που έχει απομακρύνει πολλούς-ές από τη συμμετοχή τους στο κίνημα.

Μια κατάσταση που δεν θα ήταν παράδοξο να συμβαίνει σε χώρους που δεν προτάσσουν την ελευθερία και την ισότητα, που δεν μιλούν για προεικόνιση και που θεωρούν ότι «τα μέσα και οι σκοποί» μπορούν να διαχωρίζονται. Που δεν θεωρούν, επομένως, ότι η συνέλευση και γενικότερα οι συλλογικές διαδικασίες αποτελούν χώρους πολιτικής, όπου η στάση της καθεμιάς θα πραγματώνει τις πολιτικές αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Μια συνέλευση υπό τα παραπάνω προτάγματα δεν θα λειτουργούσε απλώς ως μέσο/εργαλείο λήψης αποφάσεων με ίση συμμετοχή για έναν τελικό πολιτικό (προεικονιστικό ή μη) σκοπό. Θα περιμέναμε ότι οι χώροι που τα προτάσσουν θα εστίαζαν επιπρόσθετα στις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στις συλλογικότητες με σκοπό την κατάκτηση της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας. Γιατί η επιθυμία για τα παραπάνω προτάγματα και ιδέες θα εμπεριείχε και την επιθυμία διαχείρισης της εξουσιαστικότητας και των παθογενειών που αναπόφευκτα φέρουμε ως παράγωγα του παρόντος συστήματος. Θα αποτελούσε ορμητικό μέρος του αγώνα η προσπάθεια επίλυσής τους στο «τώρα».

Μορφές εξουσιαστικότητας μέσα στις συλλογικότητες – δυσκολίες «ορατότητας»

Η δυσκολία αποδόμησης της «αυτο-» και «αλληλο-» εξουσιαστικότητας έγκειται, ανάμεσα σε άλλα, και στο ότι παρουσιάζεται με μορφές συχνά ασυνείδητες και ασύνειδες («στον αυτόματο»). Δηλαδή, πρόκειται για μορφές που είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές. Ως ιστορικά παράγωγα ιεραρχικών εξουσιαστικών κοινωνικοπολιτικών δομών, δεν θα μπορούσαμε παρά να φέρουμε οι ίδιες/-οι, συνειδητά ή ασυνείδητα και ασύνειδα, τις ψυχοκοινωνικές παθογένειες, τη νεοφιλελεύθερη ηθική / κώδικες συμπεριφοράς και τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών στερεοτύπων πάνω σε φύλο, φυλή, τάξη, ικανότητα, ευφυΐα, ομορφιά, ηγεσία, επιτυχία. Για παράδειγμα, ο λόγος ενός άνδρα σε σχέση με μιας γυναίκας θα έχει μεγαλύτερο κύρος/γόητρο απλά και μόνο επειδή τον εκφέρει ένας άνδρας. Η επιτυχία της μεγιστοποίησης του αποτελέσματος μέσω του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» μας βρίσκει ασύνειδα σύμφωνες/-ους. Η πραγμάτωση στερεοτυπικών μορφών δεν μπορεί παρά να εξυπηρετεί μια ελιτίστικη ιεραρχική δομή εξουσίας. Επιπρόσθετα, η πάντα ατελής συνειδητή αποδόμησή τους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν διατηρούν την ισχύ τους.

Πώς αποτρέπουμε την ισχύ του ανδρικού κύρους;

Τα στερεότυπα που λειτουργούν εξουσιαστικά, και γίνονται εξίσου δύσκολα αντιληπτά, είναι και κινηματικής προέλευσης. Ο όρος κινηματικό κεφάλαιο χρησιμοποιήθηκε στην ανθρωπολογική έρευνα της Nazima Kadir[2] σε καταλήψεις στην Ολλανδία για να περιγράψει τον ρόλο της άνισης επιρροής τόσο λόγω τάξης όσο και κινηματικών στερεοτύπων/ιεραρχιών. Για την παραπάνω ανάλυση χρησιμοποίησε τον όρο του Bourdieux για την τάξη. Η τάξη, σύμφωνα με τον Bourdieux, εξετάζεται όχι απλά ως ένα οικονομικό φαινόμενο, για παράδειγμα το τρέχον οικονομικό εισόδημα κάποιου. Εξετάζεται επιπρόσθετα ως το κύρος που δίνει η ταξική προέλευση όπως εκδηλώνεται μέσω λεπτών μικρο-συμπεριφορών και μιας ιδιάζουσας αισθητικής. Αυτό είναι για τον Bourdieux το ταξικό habitus. Για παράδειγμα, μπορεί το τρέχον μου οικονομικό εισόδημα να είναι χαμηλό αλλά να εξακολουθώ να έχω αστικό κεφάλαιο και επιρροή μέσω π.χ. επίδειξης ενός «αέρα» ευγενούς υπεροψίας και δικαιώματος ακόμα και σε μία συνέλευση. Η επιρροή γίνεται και είναι ασυνείδητη.

Σχετικά με το κινηματικό κεφάλαιο, ως αποτέλεσμα των ευρημάτων της έρευνάς της, το όρισε ως «η επίδειξη ενός ιδιαίτερου τρόπου κοινωνικοποίησης στην κινηματική υποκουλτούρα μέσω της πρακτικής/πράξης της κατάληψης και μέσω μάθησης δεξιοτήτων που δίνουν γόητρο στην εν λόγω κοινότητα».

Για παράδειγμα, οι λίγοι και ικανοί στο να «ανοίγουν» κτήρια ήταν πιο «ίσοι» στις συνελεύσεις. Το «άνοιγμα» κτηρίων ήταν μια περίτεχνη και δύσκολη δεξιότητα που ανέβαζε πολύ το κινηματικό κεφάλαιο και το γόητρο αυτού που την είχε (το καθάρισμα μιας κατάληψης δεν είχε ισότιμο γόητρο και κύρος). Επομένως, ως δεξιότητα δεν μοιραζόταν με άλλους καθόλου εύκολα και ανοιχτά λόγω ανταγωνισμού. Το κινηματικό κεφάλαιο και η δύναμη που εμπεριέχει δεν είναι καθαυτό εξουσιαστική. Εξουσιαστική μπορεί να γίνει η χρήση της και ιδιαίτερα η ασυνείδητη χρήση της. Αν, για παράδειγμα, συνειδητά χρησιμοποιώ το γόητρο που έχω για να περάσω την πρότασή μου, τότε συμπεριφέρομαι εξουσιαστικά προς τους άλλους. Αν δεν συνειδητοποιώ το προνόμιο που μου δίνει η δύναμη αυτή, δεν αντιλαμβάνομαι καν το πρόβλημα. Πολλές εντάσεις και συγκρούσεις προκύπτουν λόγω ασυνείδητων προνομίων.

Οι παρακάτω ποιότητες θα ήταν ένα δείγμα προνομίων που δίνουν συχνά ασυνείδητο κύρος και κινηματικό γόητρο:

α) άνδρας, β) στερεοτυπικά κινηματικά γοητευτικός/ή, γ) habitus αστικής οικογένειας, δ) δύο γονείς και χωρίς ιδιαίτερα τραυματική παιδική ηλικία (π.χ. κακοποίηση), ε) συνθήκες που επέτρεψαν την επιλογή ανάπτυξης δυνατών θεωρητικών σπουδών/γνώσεων, στ) ευκαιρίες ανάπτυξης ρητορικής ικανότητας και επομένως ικανότητας άνετης και ετοιμόλογης δημόσιας έκφρασης με δομημένα ορθολογικό τρόπο, ζ) εμπειρία και ικανότητες να δρω γρήγορα και να το κάνω μόνος/η, η) «εξευγενισμένα» μάτσο, θ) αναπτυγμένο κινηματικό κεφάλαιο μέσω «ηρωικής» δράσης και ι) δουλειά.

Σε αντιδιαστολή, οι παρακάτω ποιότητες ασυνείδητα θέτουν τα άτομα στο περιθώριο μιας συνέλευσης γιατί δεν προσδίδουν ούτε κύρος ούτε κινηματικό γόητρο:

α) γυναίκα, β) μη στερεοτυπικά κινηματικά γοητευτική/-ός, γ) habitus εργατικής τάξης, δ) χωρισμένων γονιών, ε) που δεν κατάφερε να πάρει τον λόγο αρκετά συχνά για να εξασκηθεί στη ρητορεία οπότε δεν τοποθετείται τόσο κομψά, στ) αργές ταχύτητες και επιθυμία χρόνου σκέψης πριν μια απόφαση, ζ) χαμηλό κινηματικό κεφάλαιο λόγω δράσης φροντίδας και η) οικονομικές δυσκολίες και επομένως συνεχές άγχος.

Πώς θα μπορούσαν όλες οι παραπάνω ποιότητες να συνυπάρχουν ισότιμα σε μια συνέλευση; Στο υποθετικό σενάριο που κάθε παράγραφος θα περιέγραφε ξεχωριστά δύο διαφορετικά άτομα και τα άτομα αυτά έκαναν την ίδια ακριβώς πρόταση, θα είχε αυτή η πρόταση το ίδιο κύρος και αναγνώριση και τον ίδιο αριθμό υποστηρικτών; Η απάντηση είναι -δυστυχώς- όχι. Αυτό όμως είναι προβληματικό, αν δεν θέλουμε ιεραρχίες στις συλλογικότητές μας και στο «τώρα». Επιθυμούμε να εξεταστεί;

Προεικόνιση, ελευθερία και ισότητα: «ανιχνεύοντας» την εξουσία

Σχετικά με το «τώρα», η προεικόνιση, μια ιστορικά αναρχική οργανωσιακή πρακτική, έχει στόχο να προβάλει στο εδώ και το τώρα το πολιτικό ιδεώδες μιας ελεύθερης κοινωνίας. Η προεικόνιση επαφίεται στη συλλογική προσπάθεια να φανταστούμε μια κοινή ουτοπία και να συντονίσουμε την πραγμάτωσή της. Ως πρακτική έχει πολλές φορές συνδεθεί με τη διαδικασία της συναίνεσης. Η προεικόνιση αφορά τη μετάλλαξη κάθε προσωπικής σχέσης μέσα σε μια συλλογικότητα και όχι μόνο την ταυτότητα της συλλογικότητας, π.χ. αυτοοργάνωση κάθε ατόμου μέσα στη συλλογικότητα και όχι μόνο μια αυτοοργανωμένη συλλογικότητα. Μεταλλάσσοντας τις προσωπικές σχέσεις αυτόνομων συλλογικοτήτων αποκλείουμε εξουσιαστικές στερεοτυπικές συμπεριφορές, όπως π.χ. η ανάθεση.

Το «εδώ» θα μπορούσε να είναι, ανάμεσα σε άλλα, οι συνελεύσεις, στον βαθμό που τις αντιλαμβανόμαστε ως «το μέσο και τους σκοπούς», ως κοινωνικές πρακτικές όπου η προσωπική συνήθεια αποτελεί μέρος του τελικού σκοπού, σύμφωνα με την Emma Goldman. Ενώ έχει σημασία το αποτέλεσμα, ο σκοπός δεν «αγιάζει» τα μέσα επιτρέποντας εξουσιαστικές συμπεριφορές.

Διαθεματικές μορφές εξουσιαστικότητας

Το πρίσμα της διαθεματικότητας θα μπορούσε να μας βοηθήσει να δούμε τις διάφορες μορφές ανισότητας, όχι μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό. Υπάρχουν πολλές μορφές ανισοτήτων που δημιουργούνται λόγω κοινωνικών στερεοτύπων όσον αφορά το φύλο, τη φυλή, τη σεξουαλική προτίμηση, τις ικανότητες, την τάξη, το μέγεθος σώματος, την ηλικία, την εντοπιότητα κ.ο.κ. Κάθε άτομο φέρει έναν τέτοιο συνδυασμό με κάποιες ποιότητες να λειτουργούν περιθωριοποιητικά (π.χ. γυναικείο φύλο) ενώ άλλες προνομιακά (π.χ. αστική τάξη). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το πρίσμα αυτό, όταν περιθωριοποιητικές μορφές συνδυάζονται σε ένα άτομο, δημιουργούν ένα νέο είδος ανισότητας που πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά.

Για παράδειγμα, μια γυναίκα εργάτρια δεν βιώνει την ανισότητα ξεχωριστά ως γυναίκα και ξεχωριστά ως εργάτρια αλλά με τον συνδυασμό τους. Στην περίπτωση που θα είχαμε μια γυναίκα διευθύντρια απέναντι σε έναν άντρα εργάτη; Μια ταξική μόνο ή μια φεμινιστική μόνο ανάλυση δεν θα μπορούσε να εξετάσει ολοκληρωμένα ζητήματα προνομίων και περιθωριοποίησης για καμία από τις δύο περιπτώσεις· ούτε ξεχωριστά για το κάθε άτομο ούτε για τη διαπροσωπική τους σχέση.

Επομένως, μια συλλογικότητα που επιθυμεί να είναι όσο πιο συμπεριληπτική γίνεται θα έβλεπε, υπό το πρίσμα της διαθεματικότητας, την εξουσιαστικότητα ως την «ανισότητα της παρουσίας όλων των δυνατών μορφών ζωής, μιας σύστασης πολλαπλών, διαθεματικών και σχετικών με το πλαίσιο πραγματώσεων δύναμης»[3]. Αν στο προηγούμενο παράδειγμα αλλάζαμε λίγο τα δεδομένα, πόσο εύκολο θα ήταν να αποδομήσουμε την εξουσιαστικότητα και το γόητρο που φέρει το παρακάτω προφίλ ατόμου και ταυτόχρονα να σκεφτούμε τους τρόπους που το ίδιο αποκλείεται λόγω κοινωνικών ή κινηματικών στερεοτύπων; Πόσο εύκολο θα ήταν να το κάναμε για τον εαυτό μας; Για παράδειγμα:

α) queer άτομο, β) στερεοτυπικά κινηματικά γοητευτικό, γ) μεγαλωμένο σε ένα habitus αστικής τάξης, δ) χωρισμένων γονιών, ε) τοποθετείται χαρισματικά, στ) έχει αναπτύξει κινηματικό κεφάλαιο μέσω ‘ηρωικής’ δράσης, θ) δυσκολεύεται οικονομικά και επομένως είναι σε συνεχές άγχος.

Η διαθεματικότητα θα μπορούσε να είναι χρήσιμη όχι σαν ένα ατέρμονο παιχνίδι του ποιος είναι πιο καταπιεσμένος και ποιος κουνάει το δάχτυλο σε ποιον (call out culture), αλλά ως ένα εργαλείο για να καταλάβουμε καλύτερα τους άλλους και τον εαυτό μας. Να καταλάβουμε καλύτερα ποιες ποιότητες (π.χ. ήρεμος τόνος φωνής, βραδύτητα) καταπιέζουμε/ αποκλείουμε/ κάνουμε αόρατες. Να καταλάβουμε τι χάνουμε στις συλλογικότητές μας με αυτή τη στάση. Με τον τρόπο αυτό η διαθεματικότητα θα μπορούσε να μας βοηθήσει να είμαστε λιγότερο εξουσιαστικοί και αποκλειστικοί. Να έχουμε μεγαλύτερη κατανόηση, υπομονή και συμπόνια. Να έχουμε λιγότερο επίκριση και απόρριψη.

Ψυχολογικές μορφές εξουσιαστικότητας

Εκτός των κοινωνικών και κινηματικών στερεοτύπων που λειτουργούν περιοριστικά προς την κατάκτηση ελευθερίας και ισότητας, υπάρχουν και ψυχολογικοί περιορισμοί. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η αυτοκαταπίεση μπορεί να έρθει μέσω των τρόπων που λειτουργούν ασυνείδητα οι επιθυμίες και οι παρορμήσεις. Για παράδειγμα, αν από μικρή ηλικία έχω δεχτεί βία, έλεγχο και επίκριση, η παρόρμησή μου θα είναι για βία, έλεγχο και επίκριση. Για να αποδυναμώσουμε αυτές τις ψυχολογικές καταπιέσεις και για να μπορούμε να σκεφτούμε, πέραν της αποδόμησης των καθιερωμένων κανόνων και, προς νέες μορφές νόησης, ο Καστοριάδης προτείνει τη συσχέτιση της ριζοσπαστικής φαντασίας (φαντασιακό) και του προσωπικού και συλλογικού αναστοχασμού. Μέσω, δηλαδή, μιας διαδικασίας ριζοσπαστικής φαντασίας και αναστοχασμού, και επομένως καλλιέργειας της ελευθεριακής κουλτούρας, αποδυναμώνονται οι ασυνείδητες επιθυμίες και παρορμήσεις και υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργήσουμε νέες μορφές νόησης και πράξης.

Είδαμε, λοιπόν, ότι οι διαθεματικές και ψυχολογικές μορφές εξουσιαστικότητας επέρχονται από «μέσα» και από «έξω» με πολύ περίπλοκες μορφές, είναι δύσκολο να γίνουν συνειδητές, αντιληπτές και να αποδομηθούν. Αν δεν δημιουργήσουμε συλλογικές πρακτικές σχεδιασμένες να αφουγκράζονται την εξουσιαστικότητα και να καλλιεργούν την ευαισθητοποίησή μας ως προς τους τρόπους που μορφές διαφορετικότητας λειτουργούν προνομιακά ή περιθωριοποιητικά προς τα υποκείμενα στις συλλογικότητές μας, τέτοιες ανισότητες θα υπερισχύουν και η δυνατότητά μας να φανταστούμε και να δημιουργήσουμε νέες μορφές σκέψης, πράξης και σχέσεων θα μείνει πολύ περιορισμένη.

«Το ισχυρότερο προπύργιο της εξουσίας είναι η ομοιομορφία· η ελάχιστη απόκλιση από αυτή είναι το μέγιστο έγκλημα».[4]

Συνελεύσεις – ανισότητα στην πράξη

H ανελευθερία έστω και μίας/ενός σημαίνει ότι δεν υπάρχει ισότητα

Στις συλλογικότητες, η εξουσιαστικότητα παίρνει συχνά τις εξής μορφές: α) άνιση κατανομή άτυπης επιρροής λόγω π.χ. προνομιακών φιλιών, φραξιών, κοινωνικών και κινηματικών στερεοτύπων, β) άνιση κατανομή εργασιών λόγω π.χ. αυτοεκμετάλλευσης (κάψιμο), ανάθεσης, μη αναγνώρισης εργασιών ως κινηματικά σχετικών (π.χ. φροντίδα), γ) ασυνείδητα άνιση κατανομή δύναμης με την έννοια της ψευδούς αντίληψης ισότητας λόγω ασυνείδητων προνομίων (π.χ. ανδρικό φύλο), δ) άνιση δύναμη με την έννοια της (άνισης) ιεράρχησης ποιοτήτων (π.χ. θεωρητική γνώση ως ανώτερη δεξιότητα), του αποκλεισμού των ποιοτήτων (π.χ. ταμπού για συναισθήματα) και της μη συμπερίληψης ποιοτήτων (π.χ. αυτών που μπαίνουν στη «σίγαση»).

Οι παραπάνω μορφές αφήνουν στην «απ’ έξω», εκτός από τα πολιτικά μας προτάγματα, και πολλά άτομα. Αποκλείονται συνήθως αυτοί που δεν έχουν ακόμα τη γνώση/ικανότητες για το πώς παράγεται το κινηματικό προϊόν, οι γυναίκες και οι καινούργιοι στο κίνημα. Στην «απ’ έξω», περιθωριοποιημένοι, μένουν αυτοί που παραμένουν σιωπηλοί στις συνελεύσεις, δηλαδή η πλειονότητα συνήθως, γιατί δεν βρίσκουν τρόπους να διεκδικήσουν τον χώρο και τον χρόνο για να συμμετέχουν. Μένουν στη «σίγαση» αυτές/-οί που δεν επιθυμούν να μιλούν με βροντερούς και ηρωικούς τόνους, να κινούνται με γρήγορους ρυθμούς και να τοποθετούνται μόνο με ορθολογικούς τρόπους.

Αν μένει στην «απ’ έξω» μία/ένας, τότε δεν έχουμε ισοτιμία κι αν δεν έχουμε ισοτιμία δεν έχουμε και ελευθερία. Μένει «μέσα» μόνο μια μικρή πρωτοπορία.

Η πρωτοπορία αυτή αποτελείται σχεδόν πάντα από άντρες που έχουν τη μεγαλύτερη άτυπη εξουσία. Οι πολύ ενδιαφέρουσες ανθρωπολογικές έρευνες της Nazima Kadir, που είδαμε και προηγουμένως, σε καταλήψεις στην Ολλανδία, και της συντρόφισσας Erica Lagalisse[5] σε αναρχικές συλλογικότητες στον Καναδά μιλούν εκτενώς για τις πατριαρχικές άτυπες εξουσίες. Στις έρευνες αυτές αναφέρεται με πολλά παραδείγματα ότι οι άντρες, στην πλειοψηφία αστικής καταγωγής, με το μεγαλύτερο κινηματικό κεφάλαιο και επιρροή, είναι οι πρώτοι που θα πουν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, ειδικά άτυπων εξουσιών. Αποποιούνται φανερά και με πάθος το μέγεθος του κινηματικού τους κεφαλαίου. Συνήθως δηλώνουν ότι είναι όπως όλοι οι άλλοι και πως ό,τι κάνουν είναι πολύ απλό και εύκολο. Η παραπάνω βιβλιογραφία πάλι αναφέρει ότι, αν κάποιος δηλώσει ότι έχει εξουσία (δύναμη), είναι συνήθως αυτός που βρίσκεται πολύ χαμηλά στην κινηματική ιεραρχία.

Θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε ένα «άλμα» και να δούμε τη σύνδεση των παραπάνω με τα χρόνια προβλήματα που βλέπουμε στις συλλογικότητές μας. Συγκρούσεις, φράξιες, κάψιμο, ξύλο, επιθέσεις σε χώρους συλλογικοτήτων, ματαίωση, κυνισμός, απογοήτευση, ψυχοσωματικά προβλήματα υγείας, στασιμότητα, πρακτικισμός (αυτοματισμός προς το αποτέλεσμα), κόσμος που φεύγει χωρίς να ξέρουμε γιατί. Κάποιοι θα έλεγαν ότι έτσι είναι η «φυσική κατάσταση» του κινήματος και της ανθρώπινης «φύσης» και ότι όποιος έχει «γερό στομάχι» μένει και το αντέχει.

Μα γιατί να το αντέξει και να μη βρει τρόπους να το κάνει πιο ελεύθερο, πιο ισότιμο και, γιατί όχι, πιο ευχάριστο; Γιατί πρέπει να υποφέρουμε ως «μάρτυρες» του κινηματικού καθήκοντος; Γιατί τα παραπάνω προβλήματα δεν συζητιούνται ανοιχτά και άμεσα στις συνελεύσεις και μένουν σχεδόν ανεξέταστα ακόμα και στις συζητήσεις στα καφενεία; Σχετικοί τρόποι, πρακτικές και εκπαιδευτικές διαδικασίες έχουν αναπτυχθεί και χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια εκτός Ελλάδας και μάλιστα δημιουργημένα από-τα-κάτω. Χωρίς να τα θεωρήσουμε πανάκεια, θα μπορούσαμε έστω να τα εξερευνήσουμε και να δούμε πώς θα μπορούσαν να διαμορφωθούν για να ταιριάξουν στο δικό μας πλαίσιο απαντώντας στα δικά μας προβλήματα.

Σχεδιάζοντας αντιεξουσιαστικές πρακτικές

Αν θα θέλαμε, λοιπόν, έναν τέτοιο κόσμο στο τώρα, πώς θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε συλλογικές πρακτικές που:

  • θα δίνουν ισότιμο χώρο, χρόνο και αξία σε όλες τις ποιότητες, όλους τους τρόπους συμμετοχής και όλες τις ταχύτητες;
  • θα διαχειρίζονται τις διαπροσωπικές σχέσεις με τρόπο μη αυτο-/αλληλο-εξουσιαστικό ενώ επιπλέον θα ενισχύουν την αλληλοβοήθεια στην αποτίναξη των κανονικοτήτων που έχουμε εσωτερικεύσει ώστε να μπορέσουμε να φανταστούμε έναν κόσμο διαφορετικό;

Ένας τρόπος θα ήταν να σκεφτούμε τον ρόλο και τη λειτουργία των συνελεύσεων ταυτόχρονα ως: α) προ εικονιστικών συλλογικών διαδικασιών διεκδίκησης ελευθερίας και ισότητας για την ίδια τη συλλογικότητα, β) χώρων διαμοιρασμού γνώσης, ζύμωσης και αφύπνισης, γ) εργαλεία λήψης αποφάσεων. Στην Ελλάδα, ωστόσο, αυτό που βλέπουμε συνήθως να συμβαίνει είναι τα τελευταία δύο. Το τρίτο καταντάει συχνά τυραννικό ως μέσο απόφασης. Κλασικά παραδείγματα είναι τα παιχνίδια δύναμης ανάμεσα σε φράξιες και η συναπόφαση-κάψιμο μέχρι και στο πώς θα βιδώσουμε μια βίδα. Όσον αφορά το δεύτερο, ο διαμοιρασμός γνώσης, ειδικά σχετικά με περίοπτες ικανότητες κινηματικών εργασιών, θα μπορούσε να γίνει πολύ καλύτερα και λιγότερο εξουσιαστικά/συγκεντρωτικά. Το πρώτο, μια ουτοπία για μετά την επανάσταση; Πώς θα μπορούσε να πάρει μορφή μια τέτοια προεικόνιση στο τώρα;

Παραδείγματα από άλλες χώρες

Εδώ και δεκαετίες ο τρόπος που διεξάγονται οι συνελεύσεις σε μία ποικιλία κινηματικών δομών εκτός Ελλάδας γίνεται με τρόπο που προσπαθεί να απαντήσει την παραπάνω ερώτηση μέσω α) διαδικασιών/εκπαιδεύσεων διαχείρισης εξουσιαστικότητας και συγκρούσεων, β) δομημένων συνελεύσεων με ατζέντα, κανόνες, υποχρεώσεις και αξιολόγηση, γ) συντονισμό συνέλευσης με κυκλική και ισόχρονη τοποθέτηση μελών, δ) διαδικασιών κυκλικής αυτοεκπαίδευσης στα παραπάνω.

Παρακάτω θα παραθέσω κάποια παραδείγματα συλλογικών πρακτικών που είτε παρευρέθηκα προσωπικά είτε τα μοιράστηκαν μαζί μου σύντροφοι/-ισσες από συλλογικότητες.

Σε ένα κινηματικό ταξίδι πριν μερικά χρόνια επισκεφτήκαμε γύρω στα δέκα αυτοοργανωμένα κατειλημμένα χωριά στα βουνά της Χώρας των Βάσκων. Κάποια, όπως η Lacabe, με πορεία είκοσι και πλέον χρόνων. Σε κάθε ένα από αυτά οι συνελεύσεις ήταν δομημένες. Κυρίως όμως είχαν ξεχωριστές συνελεύσεις συναισθημάτων. Αυτές, εξίσου δομημένες, είχαν επίκεντρο τις εντάσεις, την εξουσιαστικότητα και τις συγκρούσεις. Για τις τελευταίες μας είπαν σε όλα τα χωριά ότι αυτές ήταν που τους «κράτησαν» μαζί.

«Αυτές οι συνελεύσεις είναι και οι πιο δύσκολες, αλλά χωρίς τη δουλειά στις σχέσεις δεν θα ήμασταν ακόμη εδώ».

Κάποια από τα μέλη των παραπάνω χωριών παρακολούθησαν εκπαιδεύσεις σχετικές τόσο με τη διαχείριση της εξουσιαστικότητας, συμπεριλαμβανομένου του ψυχοκοινωνικού παράγοντα, όσο και με πρακτικά προβλήματα (π.χ. συντονισμός). Γυρνώντας στις ομάδες τους, δούλεψαν τους δικούς τους τρόπους και έχτισαν τις δικές τους συλλογικές διαδικασίες.

Ένας Φιλανδός σύντροφος μου μίλησε για συνελεύσεις που έχουν 3 ως 5 συντονιστές για α) συντονισμό κουβέντας (σύνθεση, ανακεφαλαίωση, χρόνος, ίση συμμετοχή), β) για το πού βρίσκεται η ομάδα συναισθηματικά (αν υπάρχουν εντάσεις), γ) θέματα διαθεματικότητας, δ) γράψιμο πρακτικών, ε) συντονισμό χώρου (καλωσόρισμα, τουαλέτες, καφές, σύνδεση εξοπλισμού, κτλ.).

Μιλώντας με έναν σύντροφο για τα κοινωνικά στέκια στο Μπρίστολ της Αγγλίας, οι αντιεξουσιαστικά σχεδιασμένες πρακτικές είχαν τις εξής μορφές: α) αναλυτικές συμφωνίες λειτουργίας (π.χ. οργανωσιακές αρχές, λειτουργία συνέλευσης, βάρδιες στεκιού), β) τυπικές διαδικασίες αυτομόρφωσης (π.χ. εκπαίδευση βαθιάς συναίνεσης[6], διαχείριση της ταξικότητας στη συλλογικότητα), γ) άτυπες διαδικασίες αυτομόρφωσης (π.χ. για φτιάξιμο αφίσας), δ) μορφές κριτικής φιλίας ή κριτικού συμμάχου που αντιμετωπίζουν με συμπόνια την αναπόφευκτη αποτυχία του προσωπικού διαφανούς αναστοχασμού (π.χ. φίλε, μην κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου). Και εκεί μέλη εκπαιδεύτηκαν, γύρισαν πίσω στις ομάδες τους και διαμόρφωσαν ως συλλογικότητα αυτό που τους ταίριαζε.

Σχεδιάζοντας αντιεξουσιαστικές πρακτικές – Απλές προτάσεις

«Είναι αναγκαίο να επανεκπαιδεύσουμε την επιθυμία. Να μάθουμε στην επιθυμία να επιθυμεί, να επιθυμεί καλύτερα, να επιθυμεί περισσότερο και πάνω απ’ όλα να επιθυμεί αλλιώς».[7]

Παρακάτω θα δούμε λίγο αναλυτικά πώς η δομή μιας συνέλευσης θα μπορούσε να λειτουργήσει όχι γραφειοκρατικά, αλλά αντιεξουσιαστικά, ισότιμα και συμπεριληπτικά· να δώσει χώρο και χρόνο στους πιο περιθωριοποιημένους της συνέλευσης: αυτούς που δεν έχουν ισχυρές θεωρητικές/ κινηματικές γνώσεις/ εμπειρία, τις γυναίκες, τις αργές ταχύτητες και τις απαλές φωνές, τους αισθαντικούς τρόπους παραγωγής γνώσης. Να δώσει χώρο στην ανάγκη να «επαναπρογραμματίσουμε» τις φαντασιακές μας θεσμίσεις. Θα δούμε τον ρόλο της ατζέντας, των πρακτικών, της ακολούθησης κύκλου στις τοποθετήσεις, του αναστοχασμού και του check in/out:

Ατζέντα

Η αποστολή ατζέντας πριν από τη συνέλευση θα βοηθούσε στο να δώσει χώρο στα άτομα που χρειάζονται παραπάνω χρόνο για να διαμορφώσουν τη θέση τους ή/και που δεν έχουν αντίστοιχη εμπειρία/γνώσεις στο εν λόγω θέμα για να προετοιμαστούν επαρκώς. Έτσι θα υπάρχει μεγαλύτερη, πιο ποιοτική και ισότιμη συμμετοχή στη διαμόρφωση της απόφασης. Το σενάριο του να φέρνει κάποιος ένα θέμα τελευταία στιγμή αφήνει μέλη «πίσω» και πιθανώς τη συλλογικότητα εκτεθειμένη.

Πρακτικά

Το πιο απεχθές όλων. Η τήρηση πρακτικών βοηθάει τα νέα μέλη ή όποιο μέλος έχασε κάποια συνέλευση να συγχρονιστεί με την πορεία της ομάδας, τη συνεχή διαμόρφωση της ταυτότητάς της και τη συλλογική γνώση που αυτό εμπεριέχει. Και αυτή η αποτύπωση είναι κοινή για όλες/ους, με τη συνευθύνη που αυτό εμπεριέχει, και όχι ένα σπασμένο τηλέφωνο από μέλος σε μέλος. Ένα νέο μέλος δεν έχει ακόμα τους φιλικούς δεσμούς για να πάρει άνετα τηλέφωνο και να ρωτήσει τι έγινε στην προηγούμενη συνέλευση ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα. Μένει «πίσω». Επιπλέον, οι μη (αντικειμενικά) καταγεγραμμένες αποφάσεις αφήνουν χώρο σε μελλοντικές υποκειμενικές διαφωνίες και παρερμηνείες που πολλές φορές οδηγούν σε παιχνίδια δύναμης και φράξιες

Κύκλος

Η ακολούθηση κυκλικής τοποθέτησης -τα μέλη παίρνουν τον λόγο σε σειρά όπως έχουν καθίσει το ένα δίπλα στο άλλο- επιτρέπει και προτρέπει όλα τα μέλη να μιλήσουν έχοντας κάποιο χρόνο προετοιμασίας καθώς γνωρίζουν πότε θα έρθει η σειρά τους. Το πάσο είναι δεκτό σε αυτή τη διαδικασία. Ο χρόνος τοποθέτησης κάθε μέλους είναι συνήθως ορισμένος από πριν. Στο τέλος κάθε κύκλου μπορεί να γίνεται μια σύνοψη και σύνθεση των θέσεων που ακούστηκαν. Μια τέτοια διαδικασία αποτρέπει το να μιλά σχεδόν αποκλειστικά μια μικρή, αντρική, πλειοψηφία με δυνατούς τόνους και γρήγορους χρόνους, παίζοντας συχνά πολιτικό «τένις». Προτρέπει στο να ακούν όλες/-οι και να μιλούν όλες/-οι. Ο κύκλος και η προετοιμασία μειώνει τις πιθανότητες στο να μένουν άτομα στην «απ’ έξω» και «πίσω». Η σύνοψη και η σύνθεση βοηθούν στη διαμόρφωση της συλλογικής σοφίας και της ιστορικής συλλογικής παράδοσης και αποτρέπουν τα ατομικά λάβαρα μονάδων.

Αναστοχασμός

Ο αναστοχασμός είναι μια διαδικασία κριτικής στάσης απέναντι στον εαυτό και τη συλλογικότητα αναφορικά με ένα γεγονός (π.χ. το στήσιμο μιας εκδήλωσης). Αναστοχαζόμενοι προσπαθούμε να πάρουμε προσωπική απόσταση από τα γεγονότα και τη συμμετοχή μας σε αυτά και να τα προσεγγίσουμε κριτικά και εποικοδομητικά – θετικά και αρνητικά. Αυτό έχει ως σκοπό τη βαθύτερη κατανόηση του εν λόγω γεγονότος, του εαυτού, των άλλων και της ίδιας της συλλογικότητας. Ο αναστοχασμός έχει να κάνει περισσότερο με τη στάση μας απέναντι στα παραπάνω -συναισθήματα, νόημα, συμπεράσματα, επόμενα βήματα- και λιγότερο με το πρακτικό αποτέλεσμα, όπως π.χ. μια απολογιστική διαδικασία. Ο αναστοχασμός μπορεί να γίνει ως μέρος μιας συλλογικής διαδικασίας (π.χ. στο τέλος μιας εκδήλωσης). Μπορεί επίσης να είναι από μόνος του μια συλλογική διαδικασία. Μια διαδικασία συλλογικού αναστοχασμού θα ήταν κοντά στις ιδέες του Καστοριάδη για ατομική και συλλογική ελευθερία.

Check in/out

Γίνεται στην αρχή και στο τέλος μιας συνέλευσης. Κάθε μέλος περιγράφει με 1-2 λέξεις πώς νιώθει την παρούσα στιγμή. Ο σκοπός είναι διττός: 1) η συμπερίληψη και των συναισθημάτων στη διαδικασία διαμόρφωσης της συλλογικής γνώσης, 2) η καλύτερη αυτο-/αλληλο-κατανόηση της παρούσας κατάστασης των μελών και του τρόπου που πιθανώς να επηρεάσει τη συμμετοχή τους. Για παράδειγμα, αν κάποια πει «παιδιά, είμαι πολύ κουρασμένη και αγχωμένη σήμερα, δεν έχω πολλές αντοχές», οι υπόλοιπες/οι θα σκεφτούν πώς να φιλτράρουν τη στάση της καλύτερα. Για παράδειγμα, αν πολλοί νιώθουν πικρία, είναι ένδειξη ότι κάτι πάει στραβά και θέλει συζήτηση. Ανεξέταστες συλλογικές ανάγκες τέτοιου είδους συχνά οδηγούν σε βαθιές ρήξεις και αποχωρήσεις.

Επίλογος

Μερικές φορές πρέπει να πάμε πιο αργά για να πάμε πιο μακριά

Τα παραδείγματα από άλλες χώρες όπως και οι παραπάνω προτάσεις είναι κάποιες απλές ιδέες τις οποίες θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κατά τον σχεδιασμό της δομής των συλλογικών διαδικασιών με στόχο να περιορίσουμε την αυτο-/αλληλο-εξουσιαστικότητα και να μετασχηματίσουμε τις σχέσεις στις συλλογικότητές μας. Οι πρακτικές αυτές δεν είναι πανάκεια. Με πειραματισμό θα μπορούσε η κάθε συλλογικότητα να βρει την επιθυμητή θέση της στο φάσμα ανάμεσα στην τυραννία της μη-δομής[8] και την τυραννία της ασφυκτικής δομής. Ο στόχος δεν είναι η οργάνωση ως αυτοσκοπός αλλά η διασφάλιση της ποιότητας των σχέσεων.

Οι, καθόλου σπάνιες, συναισθηματικά έντονες εσωτερικές συγκρούσεις σε συλλογικότητες ζητούν τη δημιουργία αντίστοιχων διαδικασιών που θα δώσουν χώρο για τη συζήτηση διαπροσωπικών προβλημάτων. Χωρίς διαδικασίες που θα μας επιτρέπουν να είμαστε συναισθηματικά συντονισμένες, αναστοχαστικές και σε σύνδεση η μία με την άλλη και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, θα είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τις μορφές αυτο- και αλληλο-εξουσιαστικότητας, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχοκοινωνικών μορφών. Μορφών πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε, να αποδομήσουμε και να υπερβούμε στον βαθμό που είναι δυνατό. Οι ανισότητες θα επικρατήσουν. Οι ισχυρότεροι θα επιβληθούν στο όνομα της αποτελεσματικότητας.

Πρέπει να αναλογιστούμε σε ποιες/-ους απευθύνεται το κίνημα, για ποιους/-ες παλεύει και σε ποιες/-ους θέλει να δείξει αλληλεγγύη συμπεριλαμβάνοντάς τους. Μόνο αυτούς τους τόσο περιθωριοποιημένους που δεν συμμετέχουν καν στις συνελεύσεις μας; Ποιες κανονικότητες θέλει να καταργήσει και ποιες νέες να ιδρύσει; Χωρίς τη φαντασία και τη δημιουργικότητα που φέρνει η διαφορετικότητα πώς θα σχεδιάσουμε την ουτοπία; Και πώς θα τα κάνουμε όλα αυτά στο τώρα;

Γιατί ο δρόμος όντως «φλέγεται» και τα κτήρια εκκενώνονται. Δεν είναι καιροί για περαιτέρω συρρίκνωση και σιωπηλές απώλειες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Απόσπασμα από το ανακοινωθέν «Και σπάσαμε τον κλοιό», 17 Αυγούστου 2019: https://spithazapatista.home.blog
[2] An autonomous life?, Nazima Kadir, 2011:http://www.oapen.org/view?docId=608061.xhtml#ref-10
[3] Eisenstadt, N. (2013) ‘The Ethos of Autonomous Space: Paradoxical Experiments in Everyday Liberation’, (September).
[4] Emma Goldman (1940) The Individual, Society and the State (1940)
[5] Lagalisse, E. (2010) The Limits of “Radical Democracy”: A Gender Analysis of “Anarchist” Activist Collectives in Montreal, Altérités, 7(1), pp. 19–38. Διαθέσιμο στο: http://www.alterites.ca/vol7no1/pdf/71_Lagalisse_2010.pdf
[6] Τα κοινωνικά αυτά κέντρα λειτουργούσαν ήδη για χρόνια με συνελεύσεις με συναίνεση. Ωστόσο, ο τρόπος που εφαρμοζόταν η συναίνεση ήταν προβληματικός γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί εξουσιαστικές πρακτικές. Λόγω της εισόδου νέων μελών, και αν κρίνονταν αναγκαίο, η συλλογικότητα θα επαναλάμβανε την εν λόγω εκπαίδευση.
[7] Απόσπασμα από το ανακοινωθέν «Και σπάσαμε τον κλοιό», 17 Αυγούστου 2019: https://spithazapatista.home.blog
[8] Βλέπε το The Tyranny of Structurelessness της Jo Freeman (1973):  https://www.jofreeman.com/joreen/tyranny.htm

https://www.aftoleksi.gr/2020/02/07/yfainontastinoytopiaoisyneleyseisosproeikonistikessyllogikespraktikeseleytheriasampisotitas/

Μοιραστείτε το άρθρο